Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

Τα αρχαία Ελληνικά Μυστήρια

«Ω! Τυφλή ψυχή! Οπλίσου με τη δάδα των Μυστηρίων,
Και μέσα στη γήινη νύχτα θα ανακαλύψεις το φωτεινό σου διπλό,
Την ουράνια ψυχή σου.Ακολούθησε τον Θείο οδηγό,
και θα γίνει ο δαίμονάς σου , γιατί έχει το κλειδί των υπάρξεων σου
περασμένων και μελλοντικών. Ακούστε μέσα σας και κοιτάξτε στο άπειρο του χώρου και του χρόνου.Εκεί, θα ακούσετε το τραγούδι των άστρων, τη φωνή των αριθμών, την αρμονία των σφαιρών. Κάθε ήλιοςείναι μια σκέψη του Θεού, και κάθε πλανήτης ένας τρόπος αυτής της σκέψης. Γνωρίστε τη Θεία σκέψη, ω ! Ψυχές ! Είναι ο λόγος για τον οποίο κατεβαίνετε  και ανεβαίνετε επίπονα
τον δρόμο των ουρανών. Τι κάνουν τ' άστρα;Τι λένε οι αριθμοί ;Τι  κυλούν οι σφαίρες; Ω ! Ψυχές χαμένες ή λυτρωμένες ! Λένε, τραγουδούν, κυλούν τα πεπρωμένα σας.».
ΕΡΜΗΣ Ο ΤΡΙΣΜΕΓΙΣΤΟΣ

      
Καταλυτικό ρόλο στα  θρησκευτικά δρώμενα και στην Αρχαία Ελλάδα διαδραμάτισαν  όπως ήδη αναφέραμε τα Μυστήρια, τα οποία  με τα θρησκευτικά δρώμενα προσέφεραν σε εκείνους που ενδιαφέρονταν, μία υπερβατική εμπειρία.
Τι ήταν όμως τα μυστήρια, τα οποία αποτελούσαν το σημαντικότερο και βαθύτερο τμήμα του Ελληνικού Θεολογικού Συστήματος;

Η λέξη Μυστήριο όπως είναι γνωστό σήμαινε το απόρρητο, το μυστικό, το άρρητο μέρος μιας τελετής ή λατρείας οι οποίες δεν γινόταν φανερές σε άτομα που δεν είχαν μυηθεί. Η λέξη μύηση προέρχεται από το ρήμα μυώ, που σημαίνει κλείνω. Κλείνω τις αισθήσεις στον αισθητό κόσμο, και ανοίγω άλλου είδους εσωαισθήσεις στον «υπερβατικό ΕΤΕΡΟΝ» αθέατο για τους αρχαίους Έλληνες κόσμο.

Πολλοί μελετητές πιστεύουν πως οι πρόγονοι μας επιδίωκαν και επιτύγχαναν την άνοδο της συνείδησης τους σε συχνότητες υψηλότερες. Τρία ήταν  τα κυρίως στάδια των μυστηριακών τελετουργιών :

1.      Ο έλεγχος των ικανοτήτων  του υποψηφίου, η νηστεία και οι καθαρμοί.
2.     Μύηση και ανακοίνωση των Μυστηρίων.
3.     Εποπτεία των δρωμένων και απόκτηση της «ευλογίας της διαδοχής».

Σύμφωνα με τον άγγλο Νεοπλατωνιστή Τόμας Τέιλορ πέντε ήταν  τα μέρη της μύησης:

α) Εξαγνισμός,
β) η άδεια εισόδου για  συμμετοχή στις απόκρυφες τελετές,
γ) η εποπτική αποκάλυψη ,
δ) η τελετή ανάληψης καθηκόντων ή ενθρόνιση, 
ε) η πέμπτη που προκύπτει από όλες τις προηγούμενες δηλαδή η εξοικείωση και εσωτερική κοινωνία με τον Θεό, και η απόλαυση αυτής της ευδαιμονίας που προέρχεται από την ενδόμυχη συνομιλία με  Θεία όντα.

Ο Πλάτων αποκαλεί «εποπτεία» ή προσωπική άποψη την απόλυτη θέαση πραγμάτων που διαισθητικά γίνονται αντιληπτά, ως απόλυτες αλήθειες και ιδέες. Επίσης, θεωρεί το δέσιμο της κεφαλής και τη στέψη ως το ανάλογο της εξουσίας που δέχεται κανείς από τους δασκάλους του για να οδηγήσει άλλους στην ίδια «θέαση». Η πέμπτη βαθμίδα προξενεί την τελειότερη ευδαιμονία και σύμφωνα με τον Πλάτωνα ταύτιση με το Θείο, όσο αυτό είναι εφικτό στα ανθρώπινα όντα. Στον Φαίδρο ο Πλάτωνας περιγράφει το τελευταίο στάδιο της  «εποπτείας» ως εξής :

«Αλλά αυτοί που έλαβαν μέρος σε εκείνη από τις τελετουργίες που είναι νόμιμο να την ονομάζουμε μακαριότατη, βλέπουν τη λαμπρή ωραιότητα και τη μακάρια όψη και την πραγματική θέαση τους, καθώς εν χορό με τους άλλους πανευτυχείς μύστες γίνονται ακόλουθοι του Δία ή κάποιου άλλου πάτρωνα θεού. Και τότε πανηγυρίζουμε ευδαιμονικά, καθώς βιώνουμε μία ολοκλήρωση μέσα μας,  και αισθανόμαστε ότι είμαστε πια απρόσβλητοι από οποιαδήποτε κακό,  και βλέπουμε παντού τέλειες και καθαρές και βέβαιες εικόνες καθώς αναγορευτήκαμε πια μυημένοι και επόπτες μυστηρίων, λουσμένη σε ένα λαμπρό φως και νοιώθουμε ότι είμαστε εξαγνισμένοι και απαλλαγμένοι από τα δεσμά του σώματος, από αυτό δηλαδή το μνήμα που το περιφέρουμε κολλημένο επάνω μας σαν όστρακο».

Τα μυστήρια  αφορούσαν ιερουργίες και δρώμενα που λάμβαναν χώρο υπό άκρα μυστικότητα  κατά τη νύχτα μέσα σε σκοτεινούς ναούς και σπηλαία, όπως αναφέρει ο Διόνυσος στις Βακχες του Ευριπίδη: «γιατί σεμνότητα προσδίδει το σκοτάδι σε αυτές».  Tα μυστηριακά ρεύματα στην Ελλάδα, ήταν τρία. Το πρώτο εξέφραζε τα κατά τόπους στοιχεία, των οποίων η προέλευση φαίνεται να είναι αγροτική, έχοντας σχέση με τη βλάστηση, από την οποία ο άνθρωπος περίμενε την τροφή του. Το δεύτερο ρεύμα είναι το Διονυσιακό, που κατά την πεποίθηση των αρχαίων εμφανίστηκε στην Ελλάδα από τη Θράκη μαζί με τη λατρεία του Διόνυσου και χρονικά τοποθετείται περίπου στους Ομηρικούς χρόνους. Το τρίτο ρεύμα, το Ορφικό, ειχε ως κύριο χαρακτηριστικό την  δυαδικότητα της ανθρώπινης φύσης, την οποία χώριζε σε Θεία και Τιτανική.

Σύμφωνα με αυτά που γνωρίζουμε, υποθέτουμε πως υπήρξε  μια προοδευτική ανάπτυξη των Μυστηρίων σε τρία επίπεδα, όπου ξεκινούν με το μύθο, προχωρούν στην αλληγορική περιγραφή της φύσης και καταλήγουν σε μια θεολογική ή μεταφυσική σύλληψη. Από τα ελάχιστα  που γνωρίζουμε φαίνεται πως  λάμβαναν μέρος αλληγορικές αναπαραστάσεις υπό τον μύθο κάποιας Θεότητας που συνήθως πέθαινε και αναγεννιόταν, και που συμβόλιζε  το  πεπρωμένο της ψυχής  μετά θάνατον, αλλά ταυτόχρονος και  τον νόμο και την ενότητα που συνδέουν όλα τα όντα.

Οι μύστες πίστευαν πως όχι μόνον η Θεότητα ήταν παρούσα, αλλά και ότι μετείχαν κατά κάποιο τρόπο στην Θεότητα. Όπως χαρακτηριστικά λέει ο Αριστοτέλης η ψυχή του ανθρώπου περισσότερο πάθαινε παρά μάθαινε στα μυστήρια, άρα μιλάμε για μια βιωματική κατάσταση. Ο Πλωτίνος εξηγεί σχετικά:

«Αυτό είναι το νόημα εκείνης της επιταγής των μυστηρίων “τίποτα να μην αποκαλύπτεται στους αμύητους: το υπέρτατο δεν είναι για να κοινολογείται, τα άγια πράγματα απαγορεύεται να αποκαλυφθούν στον ξένο, σε όποιον δεν έχει καταφέρει ο ίδιος να δει. Δεν υπήρχαν δύο, ο ορών ήταν ένα με το ορώμενο, δεν ήταν όραμα αλλά ένωση.Ο άνθρωπος που διαμορφώνεται απ’ αυτή την ανάμειξη με το υπέρτατο πρέπει –εάν και μόνο θυμηθεί- να φέρει το είδωλό του αποτυπωμένο επάνω του. Έχει γίνει η ενότητα, τίποτα δεν υπάρχει μέσα του ή έξω του που να προκαλεί ποικιλία, τώρα καμιά κίνηση, κανένα πάθος, καμιά επιθυμία που να στρέφεται προς τα έξω, από τη στιγμή που επιτυγχάνεται αυτή η άνοδος. Αδρανεί η λογική και κάθε νόηση, ακόμα και, για να τολμήσουμε τη λέξη, ο ίδιος ο εαυτός: κρατημένος μακριά, πλήρης θεού, έχει επιτύχει στην τέλεια ακινησία την απομόνωση. Με ήρεμο όλο του το είναι, δεν στρέφεται ούτε προς αυτή την πλευρά ούτε προς εκείνη, ούτε καν προς τα μέσα προς τον ίδιο του τον εαυτό. Εντελώς ήρεμος, σε στάση, έχει γίνει η ίδια η στάση».  
Εννεάδες, VI.9, 11.5-15

Η δομή των μυστηρίων βασίζονταν στον μύθο, στην τελετή και στην μύηση. Οι μύθοι όπως έχουμε σε προηγούμενη μελέτη αποδείξει,  χρησιμοποιούσαν μία αλληγορική -συμβολική γλώσσα,  που απαιτούσε αποκρυπτογράφηση. Για τον αμύητο, ο Μύθος  είναι  μία ψεύτικη ιστορία, για τον μυημένο όμως γνώστη του αποσυμβολισμού, ο Μύθος αποκαλύπτει μια αληθινή πραγματικότητα, μία ανώτερη γνώση, μια ιερή ιστορία.Οι αναπαραστάσεις των μυθολογικών σκηνών είχαν σκοπό να αισθανθεί και να βιώσει στο τελευταίο στάδιο  ο μυούμενος ότι προσέγγιζε την  Θεότητα την οποία επικαλούνταν. Διαμέσου  της θεοφάνειας και της «κοινωνίας» με την αποκαλυπτόμενη σε αυτούς Θεότητα, πίστευαν ότι μπορούσαν να τύχουν της Θεϊκής εύνοιας αλλά και σωτηρίας στην μετά θάνατον ζωή. 


Στην παρούσα μελέτη η μικρή αναφορά που θα γίνει στα δρώμενα των Ελληνικών, μυστήριων  θα έχει ως οδηγό  τα Ελευσίνια μυστήρια κυρίως. Οι πρωταγωνιστικές Θεότητες  στα Ελευσίνια  μυστήρια  ήταν η Δήμητρα, η κόρη της Περσεφόνη,  και ο Ίακχος- Διόνυσος. 


Ίακχος ήταν το όνομα με το οποίο  ήταν γνωστός ο Διόνυσος στην Ελευσίνα, ήταν το βρέφος που θηλάζει, τέκνο του ιερού γάμου του Ιεροφάντη με την αρχιέρεια της Δήμητρας. Όπως αναφέρει ο  Στράβων: «αποκαλούν Διόνυσο τον Ίακχο και το πνεύμα που ηγείται των μυστηρίων της Δήμητρας».  Ο ιερός γάμος συμβόλιζε τον ιερό γάμο της ψυχής με τον Διόνυσο το θεϊκό της νύμφιο. Για τον Ιερό γάμο ο  Επιφάνιος λέει :

«Μερικοί ετοιμάζουν ένα νυμφώνα και τελούν μία μυστική τελετή προφέροντας ταυτόχρονα ορισμένες λέξεις που χρησιμοποιούνται κατά τη μύηση και λένε ότι είναι ένας πνευματικός γάμος,Κατά την τελετή του ιερού γάμου υπήρχε  κάλυψη της κεφαλής, που  υποδεικνύει τον μυστηριακό χαρακτήρα της τελετουργίας. (Το έθιμο επιβιώνει με το τελετουργικό πέπλο της νύφης και της χήρας έως και σήμερα). Της μυήσεως προηγούνταν καθαρμοί δια νερού ή φωτιάς,  περιπλανήσεις στο σκότος και δοκιμασίες τόσο σωματικές όσο και ψυχικές»

Οι φύλακες της εσωτερικής παράδοσης  επέτρεπαν να γίνει δεκτός στον κύκλο των μυημένων εφόσον κρίνονταν ικανός.  H τελετή της μύησης που ακολουθούσε, ήταν «αποκαλυπτική», μέσω μιας  μυητική διαδικασίας που  περιλάμβανε τα Δρώμενα, τα Δεικνυόμενα και τα Λεγόμενα.

Δρώμενα ήταν οι συμβολικές θεατρικές παραστάσεις που λάμβαναν χώρα. Οι μύστες παρακολουθούσαν την  Δήμητρα η οποία καθόταν στον θρόνο της στο κέντρο της αίθουσας, με την Περσεφόνη στα δεξιά της και τον Ίακχος στα αριστερά της. Κατά την διάρκεια των δρώμενων ο υποψήφιος μύστης  χρησιμοποιούσε προσωπείο, που αποσκοπούσε στο να υπενθυμίσει  στον μύστη, ότι πίσω από το προσωπείο ή την προσωπικότητα υπάρχει η ψυχή,  ο ανώτερος εαυτός ο οποίος βρίσκεται φυλακισμένος στο υλικό σώμα, το οποίο δεν είναι παρά μία  σκιά του αληθινού εαυτού. Έπινε την «μετάληψη» των Ελευσίνιων μυστηρίων τον «κυκεώνα» που αποτελούταν  από κριθάρι, τυρί, κρασί και μέλι ανακατεμένα. 

Τα Λεγόμενα αφορούσαν ότι λεγόταν προφορικά κατά την διάρκεια της μύσης. Εδώ αναφερόταν και η διάσημη φράση «Γνώθι σ’ αυτόν» η οποία σήμαινε ότι η αλήθεια δεν προσφέρεται έτοιμη αλλά πρέπει να την ανακαλύψει καθένας μόνος του μέσα του. Οι ιεροφάντες φρόντιζαν επίσης  να  δώσουν συμβουλές  για τον Άδη, για  τα  Ηλυσία Πεδία, τα εμπόδια και τα τέρατα που θα συναντούσαν,  αλλά και μάθαιναν στους μύστες να   απαγγέλλουν  τους ύμνους  που θα τους προφύλασαν από τους κινδύνους.

Τα Δεικνιόμενα ήταν τα ιερά σύμβολα  που επιδεικνύονταν και τα οποία φυλάσσονταν στην  κίστη, ένα καλάθι πλεκτό από κλαδιά ιτιάς ή λυγαριάς, στα οποία κατά πάσα πιθανότητα τα σύμβολα που  υπήρχαν εκτός από το  στάχυ που συμβόλιζε τον θάνατο την επαναγέννηση και το πέρασμα στην αθανασία μέσα από τον θάνατο, ήταν το   φίδι,  το κουκουνάρι,  η σφαίρα, ο υάκινθος, και  το αυγό.

Οι συμβολισμοί, ακατάληπτοι για τους αμύητους, υποδεικνύονταν  στους συμμετέχοντες στα μικρά Μυστήρια, και αποκαλύπτονταν στους μυημένους κατά τα μεγάλα μυστήρια.

Το κουκουνάρι  ήταν σύμβολο της γονιμότητας και της γενέσεως.
Το κουλουριασμένα φίδι συμβόλιζε την κίνηση της παγκόσμιας ψυχής, την πτώση της στην ύλη και την λύτρωση της με την επάνοδο στην Θεϊκή της μήτρα.
Το Αυγό συμβόλιζε λόγω του σφαιρικού του σχήματος,  το αρχικό σχήμα της ψυχής την Θεία τελειότητα, τον τελικό σκοπό του ανθρώπου που είναι η Θέωση. (Το αυγό σε όλες σχεδόν τις αρχαίες κοσμογονίες συμβόλιζε την γέννηση του σύμπαντος και της ζωής. Στο επίπεδο της μύησης και της φιλοσοφίας, συμβόλιζε τον νεόφυτο που την στιγμή της μύησης έσπαγε το κέλυφος του αβγού και ένας καινούργιος πνευματικός άνθρωπος γεννιόταν).

Στoν πρόναο οι υποψύφιοι μύστες ράντιζονταν με αγιασμένο νερό,  φορούσαν  λευκά ενδύματα ή δέρμα  ελαφιού, στεφάνι στο κεφάλι, και αφού  πέρναγαν στην μεγάλη αίθουσα του τελεστηρίου,  στεκόταν απέναντι από τον ιεροφάντη ο οποίος κράταγε την ράβδο της ισχύος το Κηρύκειο, που συμβόλιζε την θετική και την αρνητική ενέργεια, το πνεύμα και την ύλη, τον Ήλιο και την Σελήνη.

Πίσω από τον ιεροφάντη στέκονταν δύο ακόμη πρόσωπα που αντιπροσώπευαν την Ήλιο και την σελήνη, και αντίκριζαν την κίστη με τα ιερά σύμβολα.  Τι συμβόλιζαν όμως ο ήλιος και η Σελήνη;

Στον μακρόκοσμο ο Ήλιος ως ο ενεργητικός πόλος και η  μέγιστη πηγή Ενέργειας, αποτελεί την πηγή της ζωής και της δραστηριότητας,  συμβολίζει λοιπόν την θετική Ενέργεια το Άρρεν, που  γονιμοποιεί και μορφοποιεί  την παθητική ή θηλυκή ενέργεια, την Ύλη που συμβολίζεται με την  Σελήνη, καθώς η  σελήνη δεν είναι αυτόφωτη αλλά δανείζεται το  φως του Ήλιου, με τον ίδιο τρόπο που το πνεύμα γονιμοποιεί και δίνει ζωή στην ύλη.

Στον μικρόκοσμο και σύμφωνα με την «εσωτερική» παράδοση των αρχαίων Ελλήνων  ο άνθρωπος είναι τρισυπόστατος αποτελούμενος από το υλικό  σώμα το οποίο λαμβάνει από την Γη, την  ψυχή την οποία  λαμβάνει από την Σελήνη, και το πνεύμα το οποίο λαμβάνει από τον Ηλιο. (Και για την Ορθοδοξία ο άνθρωπος είναι τρισυπόστατος αποτελούμενος από το σώμα, «χους από της γης» (Γεν. 2,7), η φυσική ή υλική όψη της ανθρώπινης φύσης, την ψυχή, που είναι η δύναμη της ζωής η οποία  ζωοποιεί και εμψυχώνει το σώμα, κάνοντάς το να μεγαλώνει να  κινείται, να  αισθάνεται και να  αντιλαμβάνεται. 

Τέλος αποτελείται και από το πνεύμα, η «αναπνοή» από το Θεό (βλ. Γεν. 2,7), κάτι το οποίο τον διακρίνει από όλα τα  άλλα δημιουργήματα. Μερικές φορές οι Πατέρες δέχονται όχι ένα τριμερές αλλά ένα διμερές σχήμα, περιγράφοντας τον άνθρωπο απλώς σαν μια ενότητα σώματος και ψυχής  σ' αυτή την περίπτωση θεωρούν το πνεύμα ή το νου ως την υψηλότερη όψη της ψυχής. Αλλά το τριπλό σχήμα σώματος, ψυχής και πνεύματος είναι ακριβέστερο και πιο διαφωτιστικό, σύμφωνα με τον Κάλλιστο Γουέαρ (Επίσκοπος Διοκλείας).

Το ανθρώπινο Ον λοιπόν, έχει μία φυσική, μία ψυχική και μία νοητική ζωή, που διαδραματίζεται σε τρεις σφαίρες, τρεις  κόσμους. Τον πνευματικό, τον ψυχικό, και τον φυσικό.

Το «είδωλο»  ήταν  το «ενσαρκωμένο εγώ», το φυσικό σώμα και η προσωπικότητα. Ο «Δαίμων» ήταν  το πνεύμα ο πραγματικός εαυτός που είναι ο συνδετικός κρίκος του καθενός με τον Θεό. Τα μυστήρια σαν σκοπό είχαν να βοηθήσουν τον μυημένο να καταλάβει ότι το «είδωλο», ήταν ένας απατηλός εαυτός και πως η πραγματική του ταυτότητα είναι ο «αθάνατος Δαίμων».   
          
Τρεις ήταν και οι πρωταγωνιστικές Θεότητες όπως είδαμε η Δήμητρα, η κόρη, και ο Ίακχος. Συνεπώς ο άνθρωπος γνωρίζει δύο θανάτους σε κάθε μία ενσάρκωση. Ο πρώτος θάνατος λαμβάνει  χώρα  στην Γη,  στη Δήμητρα (Δα-Ματερ, Γή-Μητέρα), όταν το σώμα αποχωρίζεται  από την ψυχή. Στην συνέχεια ακολουθεί ο δεύτερος θάνατος «εν τη Σελήνη της Φερεφόνης-Περσεφόνης» όπου αποχωρίζεται η ψυχή από το  Πνεύμα Νου.  

Ο πρώτος θάνατος ανήκει στην επικράτεια της Δήμητρας, ενώ ο δεύτερος στο Βασίλειο της Περσεφόνης. Η Περσεφόνη συμβολίζει την φωτεινή ψυχή, που καθοδηγεί αυτές που βρίσκονται στο σκοτάδι. Είναι η  Θεια ψυχή που θυσιάστηκε  με κάθοδο στην ύλη- όπως συμβολίζει και ο μύθος με την αρπαγή της από τον χθόνιο Πλούτωνα-,  για να οδηγήσει τις ψυχές στους Θεούς και την αλήθεια.  Οι ψυχές κατερχόμενες από τον Ουρανό παρασυρμένες από τον Έρωτα περνάνε όπως περιγράφεται στον μύθο του Ηρός,  από την κοιλάδα της Λήθης όπου επικρατεί ζέστη και ξηρασία.

Κάθε ψυχή είναι αναγκασμένη να πιει μία ορισμένη ποσότητα από το νερό αυτό, για να ξεδιψάσει όποια όμως δεν συγκρατείται και λησμονεί την Θεϊκή της καταγωγή  περιέρχεται σε κατάσταση λήθης. Για όσες  ψυχές όμως γνώριζαν  τον προορισμό και την αποστολή τους, η κοιλάδα της λήθης μεταμορφώνεται σε κοιλάδα της αλήθειας, η οποία αντανακλά όχι όπως η σελήνη δανεικό φως, αλλά μετατρέπεται σε αυτόφως όπως ο Ήλιος.

Η σελήνη έχει δύο πεδία το ένα είναι τα Ηλύσια πεδία που είναι στραμμένα προς τον Ήλιο, το άλλο προς τα πεδία της  Περσεφόνης που είναι στραμμένα προς την Γη. Από την πρώτη πύλη οι αγνές ψυχές κατευθύνονται προς τον Ήλιο ενώ από την δεύτερη πύλη  οι ψυχές επιστρέφουν για μετενσάρκωση προς την Γη. Στην Σελήνη διαλύονται τα ψυχικά πτώματα κατά αντιστοιχία της διάλυσης των σαρκικών πτωμάτων επί της Γης. Ο Πλούταρχος αναφέρει τα εξής:

«Το Πεπρωμένο έχει καθορίσει, πως κάθε ψυχή, είτε με, είτε χωρίς νόηση, όταν εγκαταλείψει το σώμα, για αρκετό χρόνο βρίσκεται μεταξύ γης και σελήνης. Όσες ψυχές είναι άδικες και ακάθαρτες υποφέρουν την τιμωρία, που προκάλεσαν οι πράξεις τους. Όσες είναι καλές κι ενάρετες, μένουν μέχρις ότου εξαγνισθούν και με την κάθαρση αποβάλλουν κάθε στίγμα που δημιούργησε η επαφή με το σώμα, ή που τυχόν είναι αποτέλεσμα κακής υγείας. Αυτές ζουν για ένα καθορισμένο χρονικό διάστημα στους λειμώνες του Άδη, περιοχές εύκρατης ατμόσφαιρας. Ύστερα, σαν να γύριζαν στην πατρίδα τους έπειτα από μακριά περιπλάνηση κι εξορία, αισθάνονται κάποιο προμήνυμα χαράς, που μοιάζει προπαντός με ό,τι νιώθουν, όσοι μυούνται στα ιερά Μυστήρια, προμήνυμα ανάμικτο με συγκίνηση, με θαυμασμό και που για τον καθένα είναι η προσδοκία πραγματοποίησης της ιδιαίτερης ελπίδας του.» 

Σύμφωνα με τον Πλούταρχο πιστεύονταν πως από τα ζωδιακά σημεία του Αιγόκερω (χειμερινό ηλιοστάσιο)  και του Καρκίνου (θερινό ηλιοστάσιο) αποτελούν  τις  δύο κοσμικές πύλες από τις οποίες οι ψυχές των ανθρώπων εξέρχονται και εισέρχονται στην ζωή. Για αυτό και τα ιερότερα σημεία στους χώρους μυήσεως ήταν ο Βορράς και ο νότος.


Εφόσον  λοιπόν η ψυχή διαφέρει από το σώμα, ίσως να έχει την δυνατότητα  με κατάλληλες τεχνικές να το εγκαταλείψει συνειδητά, κάτι που συμβαίνει  ούτως ή άλλως  κατά την διάρκεια του θανάτου.  Ίσως για αυτό ο μύθος των μυστήριών σχετιζόταν με  συμβολικό θάνατο και αναγέννηση. Όλοι οι μύστες γνώριζαν ότι η γέννηση σε αυτόν τον κόσμο είναι ο θάνατος σε κάποιον άλλο και αντιστρόφως. 



Ο  Πλούταρχος αναφέρει σχετικά (Ηθικά):

«Τη στιγμή του θανάτου η ψυχή δοκιμάζει μία εμπειρία παρόμοια με εκείνη που δοκιμάζουν αυτοί που έχουν υποβληθεί σε μεγάλες μυήσεις... Αρχικά υπόκειται κανείς σε απροσδιόριστες περιπλανήσεις και σε επίπονες περιφορές, περνάει μέσα από τρομακτικά και σκοτεινά μονοπάτια που δεν έχουν διέξοδο. Αλλά ξαφνικά προς το τέλος, όλα αυτά τα τρομερά πράγματα, ο πανικός και το ρίγος και ο ιδρώτας και η έκπληξη εξαφανίζονται και ένα θαυμάσιο φως έρχεται να σε προϋπαντήσει. Εμφανίζονται καθαροί πια τόποι και ευχάριστοι λειμώνες, με μουσική και χορούς και τελετουργίες, με θείους λόγους και ιερά οράματα. Εκεί λοιπόν ο μυημένος, τέλειος πια, (εξ αιτίας της εξοικείωσης μέσω της ανάμνησης της μυήσεώς του) απαλλαγμένος και απελευθερωμένος από όλα τα δεσμά περιφέρεται στεφανωμένος και πανηγυρίζει με τους άλλους ιερούς και αγνούς μυσταγωγούς».

Φαίνεται πως οι μύστες  διδάσκονταν την  τεχνική  ανόδου της συνείδησης σε υψηλότερες συχνότητες, και σε άλλα επίπεδα ύπαρξης.   Ένας τέτοιος βέβαια εκούσιος διαχωρισμός απαιτεί ειδική προετοιμασία και καθοδήγηση. Κάτι που γνωρίζουμε ότι γινόταν ήδη στα Μινωικά μυστήρια, αλλά και στους Σαμάνες μάγους. 

Πιο συγκεκριμένα γνωρίζουμε ότι  οι Μινωίτες ιερείς πέφτοντας σε έκσταση, έβλεπαν την Θεά να κατεβαίνει από τους Ουρανούς και να κάθεται στον βωμό της. Ο Μινωίτης αισθανόταν τη Θεότητα σαν κάτι μυστηριακό, φευγαλέο και άπιαστο, που μόνο στιγμιαία παρουσιαζόταν με ανθρώπινη μορφή ή με διάφορες μορφές ιερών ζώων.

Η κορυφαία στιγμή και η πεμπτουσία των όλων των αρχαίων μυστηρίων ήταν  η  φάση της «εποπτείας». Η στιγμή δηλαδή   κατά την οποία οι μυούμενοι βίωναν άμεσα την ύψιστη υπερβατική αλήθεια την ένωση με το Θείο, την ένατη ημέρα μετά  από οχτώ ημέρες νηστείας και καθαρμών, η  θεαματική  «επιφάνεια» της Θεάς Περσεφόνης ψυχής  που ανερχόταν από τον Άδη, στα Ελευσίνια μυστήρια.  (Το εννέα ως αριθμός συμβολίζει το κλείσιμο ενός κύκλου και την αρχή κάποιας άλλης. Κάτι που φανερώνει και ο επόμενος αριθμός το δέκα που περιέχει την μονάδα και το μηδέν).   Ήταν η στιγμή που ο μύστης πλέον αντίκριζε μέσα από το σκότος τον Ήλιο του μεσονυκτίου. 

Με την ανάπτυξη της φιλοσοφίας και τους Προσωκρατικούς, γίνεται  για πρώτη φορά όχι μόνο σε Ελληνικό αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο,  προσπάθεια για την  εξήγηση του Θείου και του κόσμου, πέρα από  μυθολογικές προσεγγίσεις.

Ο  Ξενοφάνης είναι ο πρώτος που κατηγορεί τον  Όμηρο και  τον Ησίοδο, ότι έδωσαν στους θεούς όλα εκείνα τα στοιχεία που στους ανθρώπους θεωρούνται «άξια ονείδους και ψόγου», χωρίς να  είναι ο μόνος. 

 Αργότερα  ο  Πλάτωνας γράφει στην Πολιτεία:

«Να μη δώσουμε άδεια ποτέ σε κανέναν ούτε σε νέους ούτε σε γέρους, ούτε να λέγουν ούτε να ακούν τέτοιους λόγους είτε με στίχους είτε χωρίς στίχους», και «όταν κανείς ποιητής μας λέει τέτοια για τους Θεούς, θα του γυρίσουμε τις πλάτες και δε θα του δώσουμε τα ψαλτικά του, ούτε και στους δασκάλους θα επιτρέψουμε να τα μεταχειρίζονται για την ανατροφή των παιδιών».
Ο Ευριπίδης αναφέρει πως oι Θεοί που κάνουν αισχρές πράξεις δεν είναι Θεοί, και ο Ισοκράτης πως ο Όμηρος και ο Ησίοδος απέδωσαν στους Θεούς όλα όσα είναι επαίσχυντα και anaξιοκατάκριτα στους ανθρώπους, την κλοπή την μοιχεία και την απατή μεταξύ τους.Διαμέσου της φιλοσοφίας εξάλλου η Ελληνική σκέψη πάντα αναζητά την ελευθερία του πνεύματος και της βούλησης. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο ποιητής Τίτος Λουκρήτιος 100-55 π.χ  (περί φύσεως) :

«Όταν η ζωή του ανθρώπου πάνω στην γη είναι χαμερπής φόβος συνθλιμμένος από το βάρος της θρησκείας, που το πρόσωπο της σε όλους τους Ουράνιους τόπους κρέμεται, ακτινοβολώντας μίσος για την ανθρωπότητα,  πρώτος ένας Έλληνας τόλμησε να της αντιταχθεί, ενάντια σε εκείνη, πολεμούσε κάθε μέρα. Εκείνον ούτε ο θόρυβος των Θεών, ούτε οι κεραυνοί, ούτε ο βρυχηθμός του θυμωμένου ουρανού υπέταξαν,  αλλά περισσότερο παρακινούσαν το ευγενές του πνεύμα, που επιθυμούσε τέλος να σπάσει την πύλη της χυδαίας φυλακής, της μοίρας του ανθρώπου..».


Από το βιβλίο μου "Μυστικισμός και Θείο στην Ελλάδα και στον αρχαίο κόσμο", εκδόσεις Γεωργιάδη, 2005.