Καλώς ήρθατε στο ιστολόγιο μου, όπου αναρτώνται παλαιότερα άρθρα από συνεργασίες μου στον περιοδικό τύπο, αλλά και αποσπάσματα από τα εκδοθέντα βιβλία μου. Καλή περιήγηση.
Τρίτη 13 Απριλίου 2021
Η αναζήτηση του «ιερού δεσμού», που συνδέει τα πάντα..
Κυριακή 4 Απριλίου 2021
Η αρχή της «κοσμικής συμπάθειας» στην Στωική και Νεοπλατωνική φιλοσοφία.
Για τους Στωικούς φιλοσόφους, στο σύμπαν υπάρχουν δυο αρχές: μια ενεργητική, το «ποιούν», που είναι ο θεός, ο οποίος ταυτίζεται µε τον λόγο, και μια παθητική δύναμη, το «πάσχον», που είναι η αδιαμόρφωτη ύλη.
Ο θεός τον οποίο οι Στωικοί φιλόσοφοι τον ταυτίζουν με τον λόγο, είναι ο δημιουργός του κόσμου, καθώς, επενεργώντας πάνω στην ύλη, διαμορφώνει τα διάφορα όντα που συγκροτούν την φυσική πραγματικότητα.
Η σχέση του θεού ή του λόγου µε το σύµπαν δεν είναι υπερβατική, αυτός, δηλαδή, δεν δηµιούργησε τον κόσµο, για να µείνει κατόπιν έξω και πέρα από αυτόν.
Απεναντίας, οι Στωικοί φιλόσοφοι, εισηγούµενοι µια πανθεϊστική αντίληψη, ισχυρίστηκαν ότι ο θεός, ο λόγος διαπερνάει ολόκληρο τον κόσµο και γίνεται ένα µε αυτόν, αποτελώντας έτσι τον συνεκτικό ιστό της πολύµορφης φύσης, την δύναµη εκείνη µέσω της οποίας το κοσµικό σύστηµα διατηρεί την ενότητα του και την συνοχή του.
Χάρις στην δύναμη αυτή της θείας αρχής του λόγου, τον «τόνον» όπως την αποκαλούν οι στωικοί φιλόσοφοι, το σύµπαν από άκρου εις άκρον διέπεται από την αρχή της συµπαθείας, σύμφωνα µε την οποία τα εγκόσµια όντα επιδρούν το ένα πάνω στο άλλο.
Ο κόσμος μοιάζει µ’ έναν τεράστιο έµβιο οργανισμό, του οποίου η λειτουργία του ενός οργάνου δεν είναι ανεξάρτητη από την λειτουργία κάποιου άλλου οργάνου του. Έτσι, καθώς, βάσει της αρχής της συμπαθείας, διαδοχικά το ένα εγκόσμιο ον επηρεάζει το άλλο, είναι δυνατόν να μεταφερθεί η ενέργεια από το πιο μακρινό αστέρι του ουρανού στο πιο τελευταίο πράγμα της γης και να το επηρεάσει.
Η συνεκτικότητα της φύσης, η παρουσία των σωμάτων σε έναν κόσμο πλήρη, που αγνοεί το κενό, η εξομοίωση Θεού και κόσμου, προϋποθέτουν ότι το όλον βρίσκεται σε συμπάθεια με τον εαυτό του, ότι όλα συνεργάζονται, ότι υφίσταται μία παγκόσμια συνάφεια των όντων.
Κύριος εκπρόσωπος της θεωρίας της συμπάθειας είναι ο φιλόσοφος Ποσειδώνιος (π. 135-51 π.Χ.) ο οποίος υπήρξε ίσως η μεγαλύτερη φυσιογνωμία των Ελληνιστικών χρόνων, κερδίζοντας τον θαυμασμό του Γαληνού, του Κικέρωνα, του Πομπήιου, του Στράβωνα κ. ά.
Οι Ποσειδώνιος, ήταν Έλληνας που καταγόταν από την Απάμεια της Συρίας, αλλά ταξίδεψε στην Αίγυπτο, τη Νουβία, τη Μασσαλία, την Ισπανία για να καταλήξει στη Ρόδο, όπου ίδρυσε τη σχολή του. Εκεί, το 78 π.Χ., τον άκουσε ο νεαρός Κικέρωνας και έγινε φίλος και οπαδός του.
Αργότερα την θεωρία της συμπάθειας την συναντούμε και στους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους. Η εκπνευμάτωση και εμψύχωση του σύμπαντος, για το Νεοπλατωνισμό, στηρίζονται στην αλληλεπίδραση των μερών του, τη φυσική «συμπάθεια», η οποία αναφέρεται στην αστρονομική κανονικότητα και ανακύκληση των ρυθμών ζώων, φυτών και ουρανίων σωμάτων. Όπως σε έναν ζωντανό οργανισμό, λέει ο Πλωτίνος, κάθε μέλος είναι αναπόσπαστο μέρος του, έτσι και στον κόσμο όλα βρίσκονται σε συνάφεια και αρμονία.
Για τον ιδρυτή του Νέο πλατωνισμού, Πλωτίνο (3ος αιώνα. μ.χ), κάθε πραγματικότητα δεν είναι μόνο ο εαυτός της, αλλά εν δυνάμει όλες οι άλλες (Εν, Νους Ψυχή , Φύση). Τα διάφορα τμήματα του κόσμου βρίσκονται σε ανταπόκριση, το ένα τμήμα καθρεφτίζει το άλλο, το ένα είναι μέσα στο καθετί. Έτσι σε κάθε τμήμα του αισθητού κόσμου αντανακλώνται οι προηγούμενες υποστάσεις, και ολόκληρος ο αισθητός κόσμος, ώστε κατά οριζόντιο τρόπο κάθε επίπεδο περιλαμβάνει τα υπό
Ο Πρόκλος (5ος αιώνα. μ.χ) αναφέρει (Εις Πλάτωνος πολιτεία) πως οι ιερατικοί άνθρωποι, ξεκινώντας από τη συμπάθεια που πιστεύουν ότι ενυπάρχει σε όλα τα φαινόμενα, τόσο μεταξύ τους όσο και προς τις αφανείς δυνάμεις, και κατανοώντας έτσι ότι τα πάντα ενυπάρχουν στα πάντα, συνέστησαν την ιερατική επιστήμη, επειδή παρατήρησαν με θαυμασμό, ότι τα έσχατα ενυπάρχουν στα πρώτα και τα πρώτα στα έσχατα.
Τα γήινα ενυπάρχουν κατά την αιτία τους στον ουρανό και κατά τρόπο ουράνιο, αλλά και τα ουράνια στη γη με τρόπο γήινο. Το παράδειγμα που δίνει έχει να κάνει με τα ηλιοτρόπια, τα οποία κινούνται μαζί με τον ήλιο και τα σεληνοτρόπια με τη σελήνη, περιφερόμενα, όσο μπορούν, μαζί με τους φωτοδότες του κόσμου.
Επομένως, σύμφωνα πάντα με τον Πρόκλο, τα πάντα προσεύχονταν ανάλογα με την τάξη τους και υμνούσαν τους ηγεμόνες ολόκληρων των σειρών τους, είτε νοητικά, είτε λογικά, είτε φυσικά, είτε αισθητά. Έτσι λοιπόν και το ηλιοτρόπιο κινούνταν σύμφωνα με εκείνο προς το οποίο ήταν συναρτημένο και αν κανείς μπορούσε να το ακούσει να κρούει τον αέρα κατά την περιφορά του, ίσως να αφουγκραζόταν έναν ύμνο να αναπέμπεται με τον ήχο αυτόν προς το βασιλέα του, όσο μπορούσε ένα φυτό να υμνήσει.
Στη γη μπορούσε κανείς να αντικρίσει, με γήινο τρόπο, ήλιους και σελήνες, ενώ στον ουρανό, με ουράνιο τρόπο, τα κάθε λογής φυτά, λίθους και ζώα να ζουν εκεί νοητικά. Ως άλλο παράδειγμα Πρόκλος φέρει το λωτό, ο οποίος κάνει φανερή τη συμπάθεια,καθώς είναι κλειστός πριν από την ανατολή των ακτίνων του ήλιου, ανοίγει σιγά- σιγά με την εμφάνιση του ήλιου, και εκτείνεται όσο το φως του ανυψώνεται, ενώ κλείνει πάλι, όταν εκείνος προχωρεί προς τη δύση του. Και συνεχίζει αναρωτώμενος σε τι διαφέρει όταν οι άνθρωποι υμνούν τον ήλιο ανοίγοντας και κλείνοντας τα σαγόνια ή τα χείλη τους, από τις κινήσεις που κάνει ο λωτός συμπτύσσοντας ή απλώνοντας τα φύλλα του;
Για τον Πρόκλο, δε μπορούμε να ασχοληθούμε με τη συμβολική, αν δε γνωρίζουμε το φιλοσοφικό υπόβαθρο στο οποίο εντάσσονται τα σύμβολα που προτιθέμεθα να μελετήσουμε, ώστε να καταστούμε ικανοί να ενεργοποιήσουμε τις σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ αυτών και του υπεραισθητού κόσμου
Τα τελευταία δηλαδή για τους πολλούς ανθρώπους είναι γελοία, για εκείνους τους λίγους όμως που μπορούν να ανυψωθούν προς το νου αποτελούν έκφανση της ομοιοπάθειας τους προς την πραγματικότητα και βεβαίωση που προκύπτει από τα ίδια τα ιερατικά έργα της σύμφυτης των θείων όντων δύναμης. Πραγματικά οι θεοί ευχαριστούνται στο άκουσμα τέτοιων συμβόλων, ανταποκρίνονται αμέσως σε όσους τους καλούν και φανερώνουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους μέσα από αυτά, καθότι τα θεωρούν σημάδια συγγενικά τους και κατεξοχήν γνώριμα τους.
Τα μυστήρια και οι τελετουργίες επίσης με αυτά εκδηλώνουν τη δημιουργική ενέργεια τους, και μέσα από αυτά προκαλούν, για όσους είναι μυημένοι να βλέπουν, θεάματα τέλεια, γεμάτα εσωτερική ηρεμία και απλόμορφα, για τα οποία ο νέος στην ηλικία και πολύ περισσότερο ο ανώριμος στον χαρακτήρα είναι ανεπίδεκτος».
Με τον Ιάμβλιχο (4ος αιώνα. μχ.), ο νεοπλατωνισμός απομακρύνεται από τον λόγο της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας και στρέφεται προς την ιερουργία. Έτσι, η νεοπλατωνική συμπάθεια αποτέλεσε φορέα εισαγωγής της μαγείας στο χώρο της φιλοσοφίας. Στηριζόμενος στην θεωρία της συμπάθειας και στην πεποίθηση πως καθώς το πλέγμα των κοσμικών δυνάμεων, διαχέεται σε όλα τα επίπεδα του σύμπαντος, παρέχει τη δυνατότητα στους θεουργούς, εφόσον στο πλαίσιο των μαγικών τελετών χρησιμοποιήσουν τα κατάλληλα αντικείμενα, να έλθουν σε επαφή με τις θεότητες που αυτά συμβολίζουν.
Σε αντίθεση με τον Ιάμβλιχο, ο Πλωτίνος πίστευε μεν στα παραφυσικά φαινόμενα, όπως ουσιαστικά όλοι οι σύγχρονοί του, εκτός από τους αποφασισμένους αθεϊστές και υλιστές - σπάνιο είδος τον 3ον αιώνα. μ.Χ. Διέφερε όμως από πολλούς, αφού προσπαθούσε να προσαρμόσει παρόμοια φαινόμενα στην έλλογη, οργανωμένη εικόνα που είχε για τον κόσμο.
Σύμφωνα με τον Πλωτίνο η μαγεία δεν επιδρά στις ανώτερες ψυχές των ανθρώπων και των θεών ενώ ο σοφός είναι ικανός να αντισταθεί σε οποιαδήποτε μαγική προσβολή στον ψυχοφυσικό του οργανισμό με τη δική του ισχυρότερη δραστηριότητα. Έτσι, όταν ο μάγος Ολύμπιος έστρεψε τις μαγικές τέχνες εναντίον του, ο Πλωτίνος κατάφερε να αντιστρέψει τη δύναμη της μαγείας. Στο τέλος, ο Ολύμπιος, επειδή κινδύνεψε πολλές φορές να πάθει ζημιά ο ίδιος, σταμάτησε αυτές τις τεχνικές.
Με παρόμοιο τρόπο εξηγεί τα αποτελέσματα της προσευχής. Η προσευχή στους ουράνιους θεούς δεν μπορεί να αγγίξει το ανώτερο μέρος των ψυχών τους, οι οποίες είναι απορροφημένες στην ενατένιση, και αγνοούν οτιδήποτε συμβαίνει στον αισθητό κόσμο· οδηγεί, ωστόσο, στο να προκαλέσει την αυτόματη ανταπόκριση του κατώτερου μέρους της ψυχής, το οποίο ικανοποιεί την ευχή του προσευχόμενου.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο μαθητής του Αμέλιος, ο ίδιος πρόσφερε συχνά θυσίες στους θεούς και γι’ αυτό το λόγο έπαιρνε μέρος στις πανάρχαιες τελετές – γιορτές. Όταν κάλεσε το Πλωτίνο σε μία από αυτές εκείνος του απάντησε ότι:
«Οι Θεοί πρέπει να έρχονται σε εμένα και όχι εγώ να πηγαίνω σ’ αυτούς», δείχνοντας έτσι ότι ο μόνος δρόμος της ένωσης με το θείο ξεκινάει πάντα από πάνω προς τα κάτω, και όχι το αντίθετο».
Πηγές :
«Ο
Ποσειδώνιος και η αρχαία στοά Συμβολή
στη μελέτη της Στωικής φιλοσοφία ς», λένη Καραμπαζάκη.
Εννεάδες,
Πλωτίνου.
Θεοδόσης
Πελεγρίνης, Οι Μάγοι της Φιλοσοφίας.
Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997, 108-9.
«Η θεωρία της συμπαθειας»,
Κατελής Σ. Βίγκλας Ιστορικός
- Θεολόγος (Πτυχ., ΜΑ, Δρ.)
Παρασκευή 2 Απριλίου 2021
Η μυητική κάθοδος του Οδυσσέα στον Άδη.
Μετά
από ένα χρόνο παραμονής στο νησί της
Κίρκης ο Οδυσσέας μετά από παρέμβαση
του Ερμή κατόπιν εντολής του Διός,
ξεκινάει το ταξίδι του για τον Άδη
προκειμένου να συναντήσει το Μάντη
Τειρεσία ώστε να μάθει λεπτομέρειες
για τη συνέχεια του ταξιδιού του.
Φαίνεται
πως η απόφαση του Ομήρου να συμπεριλάβει
την κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη δεν
είναι τυχαία. Είναι μία αρχετυπική
μυητική διαδικασία, την οποία συναντούμε
σε όλα τα μυητικά τελετουργικά, ανά τον
κόσμο. Η κατάβαση του λογοτεχνικά και
σημειολογικά έχει ως στόχο την εξύψωση
του Ομηρικού ήρωα, στο επίπεδο του
μεγέθους του Ηρακλή και του Θησέα, ηρώων
που ανταπεξήλθαν στην φοβερή αυτή
δοκιμασία. Άλλωστε, «η Νέκυια», γράφει
ο Reinhardt:
«είναι η μοναδική από όλες τις περιπέτειες που έχει διαμορφωθεί ως ένα είδος άθλου […] Η κατάβαση στον Άδη ταυτίζεται με την επίτευξη του αδύνατου».
Ο μάντης Τειρεσίας πλησιάζει τον Οδυσσέα στον αφού πρώτα αυτός, ακολουθώντας την εντολή της Κίρκης, εμπόδισε τη σκιά της μητέρας του να προσεγγίσει. Η αιμοποσία είναι προϋπόθεση για τη χρησμοδοσία, για την επαυξημένη εκείνη ενόραση που απαιτεί η ακριβής διερμήνευση του μέλλοντος*.
Ο Τειρεσίας δεν περιττολογεί: παραλείπει τις λεπτομέρειες του ταξιδιού, τις οποίες θα συμπληρώσει λίγο αργότερα η Κίρκη, και επιμένει στις εσωτερικές, στις ηθικές προϋποθέσεις του νόστου: ο Οδυσσέας θα επιζήσει, αν αποδείξει ότι είναι πολύμητις, πολύτροπος, αλλά και αν πείσει εμπράκτως ότι διακρίνεται από ευσέβεια και μετάνοια ώστε, παρά την εξάντληση, παρά τη γλύκα του νόστου, να μην παραλείψει την τελευταία του υποχρέωση και να εξευμενίσει την οργή του Ποσειδώνα, πράγμα που δημιουργεί υποχρεώσεις απέναντί του εκ μέρους των θεών.
Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι ο νόστος δεν χαρίζεται στον Οδυσσέα. Είναι άθλος, αγώνισμα του σώματος, του μυαλού και της ψυχής, αλλά και πράξη αποκατάστασης της δικαιοσύνης. Ο Οδυσσέας θα επιζήσει αν αποδείξει ότι είναι αυτός που η Αθηνά (και ο ποιητής) μας είπαν ότι είναι.
Εκεί συναντά τον νεκρό μάντη Τειρεσία, αλλά και το είδωλο της πεθαμένης μητέρας του της Αντίκλειας. Αυτή είναι μία στιγμή που σημαδεύει τον Οδυσσέα. Η Αντίκλεια του αποκαλύπτει πως πέθανε από τον καημό της αφού τα χρόνια περνούσαν και δεν έβλεπε το παιδί της να επιστρέφει στο σπίτι. Τόση ήταν η λαχτάρα του Οδυσσέα για τη μάνα του που προσπάθησε να την αγκαλιάσει τρεις φορές αλλά και τις τρεις φορές αγκάλιασε μία σκιά, ένα καπνό.
...”Και τρεις φορές μες απ᾿ τα χέρια μου σαν όνειρο, σαν ίσκιος μου πέταξε᾿ κι εγώ, ως έθέριευε φαρμάκι η πίκρα εντός μου, την έκραξα και με ανεμάρπαστα της συντυχαίνω λόγια:
- Γιατί δε στέκεις τώρα, μάνα μου, που θέλω να σε πιάσω,και μες στον Άδη που βρεθήκαμε να σφιχταγκαλιαστούμε, να βρούμε στο πικρό το σύθρηνο χαρά και παρηγοριά;
- Η Περσεφόνη μήπως σ᾿ έπλασε κι είσαι αγερένιος ίσκιος, κι εδώ σε στέλνει, ακόμα πιότερο να κλαίω και να χτυπιέμαι;
- Αλί, παιδί μου, ο πιο τρισάμοιρος μες στους ανθρώπους όλους, η Περσεφόνη δε σε γέλασε, του γιου του Κρόνου η κόρη, μονάχα τούτη η μοίρα εγράφτηκε του ανθρώπου που πεθαίνει:
Τα νεύρα δεν κρατούν τις σάρκες του κι ουδέ τα κόκαλα του' μον᾿ όταν η ζωή τα κόκαλα πια παρατήσει τ᾿ άσπρα, όλα απ᾿ την άγρια ορμή δαμάζουνται της λαμπαδούσας φλόγας, και μοναχά η ψυχή σαν όνειρο πετώντας φτερουγίζει”.
Ομήρου Οδύσσεια λ', 207-214
Στο σημείο αυτό αποτυπώνεται ξεκάθαρα η Ομηρική άποψη περί της τύχης της ψυχής, μετά θάνατο. Εν ζωή, η ψυχή που εμπεριέχεται στο σώμα είναι η απαραίτητη προϋπόθεση της σωματικής, συναισθηματικής και πνευματικής δραστηριότητας.
Με τον θάνατο, η ψυχή δραπετεύει από το σώμα, που απομένει νεκρή ύλη. Η ψυχή χάρη στην οποία το σώμα διατηρούνταν ζωντανό, επιβιώνει στον Άδη ως είδωλο, με την εξωτερική μορφή του ανθρώπινου σώματος, το οποίο την κάνει και αναγνωρίσιμη( λ 220-22).
Οι ψυχές μένουν ανενεργές, όταν όμως πιούν αίμα ( λ 147-7), το οποίο παραπέμπει στην πηγή της ανθρώπινης ζωής, μπορούν και αυτές να αναγνωρίσουν, να θυμηθούν τον Επάνω Κόσμο και να μιλήσουν. H εικόνα του συνωστισμού των νεκρών γύρω από το αίμα υποβάλλει έντονα τη φρίκη του Άδη αλλά και τη λαχτάρα για ζωή, για την οποία τόσο γλαφυρά μας μιλάει η ψυχή του Αχιλλέα ( λ 488).
Η εντύπωση όμως της ισότητας απέναντι στο θάνατο και της ίσης μεταχείρισης των ψυχών στον Άδη χαλάει άμα τη εμφανίσει του Μίνωα, κριτή του Κάτω Κόσμου για τους αρχαίους Έλληνες, ο οποίος και αποφασίζει για την τιμωρία αυτών που δεν σεβάστηκαν τους θεούς όσο ζούσαν .
*Παραπομπή:
Και σαν αράξεις το καράβι σου στο βαθιορεματάρη τον Ωκεανό, στόν Άδη κίνησε να πας το μουχλιασμένο. Χύνουνται εκεί ο Πυριφλεγέθοντας κι ο Κωκυτός, που βγαίνει από τη Στύγα, στον Αχέροντα᾿ τα δυο ποτάμια σμίγουν , λίγο πιο πάνω τα βροντόλαλα᾿ στη μέση κι ένας βράχος.
Κει πέρα φτάνοντας, αντρόκαρδε, καθώς σου ορίζω τώρα, λάκκο ως μια πήχη πάρε κι άνοιξε του μάκρους και του φάρδους, και πρόσφερε χοές στα χείλη του στους πεθαμένους όλους' πρώτα μελόγαλα και δεύτερα κρασί γλυκό να χύσεις, νερό στο τέλος, και πασπάλισε κριθάλευρο από πάνω.
Και κάνε στων νεκρών παράκληση τ᾿ ανέψυχα κεφάλια, και τάξε, στην Ιθάκη φτάνοντας την πιο τρανή σου στέρφα γελάδα να τους σφάξεις, καιγοντας μαζί περίσσια δώρα. Του Τειρεσία να τάξεις ξέχωρα κριγιό, γι᾿ αυτόν μονάχα, μαύρο, κατάμαυρο, το πιο όμορφο στα ζωντανά σου μέσα.
Κι ως στων νεκρών των πολυδόξαστων δεηθείς τα πλήθη πρώτα, μια προβατίνα σφάξε ολόμαυρη κι έναν κριγιό, στα σκότη γυρνώντας τα᾿ μα εσύ τα μάτια σου πέρα μεριά να στρέψεις, στου ποταμού μαθές τα ρέματα· σε λίγο θ᾿ αντικρίσεις πλήθος ψυχές νεκρών που εχάθηκαν να φτάνουν μαζεμένες.
Πρόσταξε τότε τους συντρόφους σου να γδάρουν τα σφαγάρια, που θα κοιτώνται απ᾿ τον ανέσπλαχνο χαλκό θανατωμένα, και να τα κάψουν, και παράκληση στους δυο θεούς να υψώσουν, στην Περσεφόνη την ανήμερη και στον τρανό τον Άδη.
Και συ καθούμενος ανάσυρε το κοφτερό απ᾿ τη μέση σπαθί, και των νεκρών τ᾿ ανέψυχα κεφάλια μην αφήνεις᾿ κοντά στο γαίμα, πριν απόκριση σου δώσει ο Τειρεσίας. Σε μια στιγμή το μάντη να 'ρχεται, ρηγάρχη, θ᾿ αντικρίσεις, που θα σου πει ποιος θα 'ναι ο δρόμος σου, της στράτας σου το μάκρος…
Καθίζουμε στον άμμο το άρμενο, κι ως βγάλαμε από μέσα τα πρόβατα, το δρόμο πήραμε στον Ωκεανό από δίπλα, ως που στο μέρος πια βρεθήκαμε που 'χε αρμηνέψει η Κίρκη. Κει πέρα κράτησαν ο Ευρύλοχος κι ο Περιμήδης μπρος μου τα δυο σφαχτά᾿ κι εγώ ανασέρνοντας το κοφτερό σπαθί μου λάκκο ως μια πήχη πήρα κι άνοιξα του μάκρους και του φάρδους.
Και πρόσφερα χοές στα χείλη του στους πεθαμένους όλους' πρώτα μελόγαλα τους έχυσα, κρασί γλυκό κατόπι, νερό στο τέλος, και πασπάλιζα κριθάλευρο από πάνω' και δεόμουν στων νεκρών τ᾿ ανέψυχα κεφάλια, τάζοντας τους, την πιο τρανή μου στέρφα γελάδα να τους σφάξω, καίγοντας μαζί περίσσια δώρα.
Κι ένα κριάρι τάζω ξέχωρα στον Τειρεσία να σφάξω, μαύρο, κατάμαυρο, το πιο όμορφο στα ζωντανά μου μέσα. Τα παρακάλια πια σαν τέλεψα και τα ταξίματα μου, στα πλήθη των νεκρών, τα πρόβατα στο λάκκο σφάζω απάνω, κι ως έτρεχε το μαύρο γαίμα τους, από τα σκότη κάτω βγήκαν ψυχές νεκρών αρίφνητες και μαζωχτηκαν γύρα: Άγουροι, νιόπαντρες και γέροντες χιλιοβασανισμένοι, κόρες γλυκές, όλο παράπονο που σβησαν στον ανθό τους.
Στοιχεία αντλήθηκαν από το άρθρο της Ιασονίδου Φωστήρα, “Οδύσσεια- Ανειάδα, Η κάθοδος στον Άδη, συγκριτική θεώρηση”, https://www.oanagnostis.gr/