Άνοιξη, περίοδος όπου ανθίζουν τα άνθη. Χρώματα και αρώματα, το χαμόγελο της Γαίας, όταν οι αφανείς σπόροι έρχονται σε ύπαρξη. Εποχή που μεγαλώνει η μέρα, αναπτύσσονται οι καρποί, περίοδος κατά την οποία σηματοδοτείται η επικράτηση του ζωοδότη ήλιου στο ουράνιο στερέωμα. Σύμφωνα με τον τρόπο διαίρεσης του χρόνου των αρχαίων Ελλήνων, ο Μάιος αντιστοιχούσε σε μέρος του Μουνιχιώνα και του Θαργηλιώνα που σημαίνει το μήνα που ο ήλιος καίει, θερμαίνει τη γη.
Η άνοιξη ταυτίζεται με το ίδιο το
θαύμα της ζωής που αποκτά υλική υπόσταση και αποζητά να εκφραστεί δημιουργικά
διανοίγοντας νέους ορίζοντες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο σηματοδοτείται το κλείσιμο
ενός κύκλου και την απαρχή ενός νέου.
Πρώτη
Μάιου σήμερα, εορτή των λουλουδιών. Το πρωτομαγιάτικο στεφάνι είναι,
σχεδόν, ένα έθιμο που μας συνδέει με τις αγροτικές της άνοιξης και της φύσης με
πανάρχαιες ρίζες, πλούσια σε εκδηλώσεις σε παλαιότερες εποχές. Σε παλαιότερες
εποχές ο άνθρωπος άμεσα εξαρτώμενος από την φύση για να αποφύγει την καταστροφή
του μόχθου του καταφεύγει στη μαγεία, και στην θρησκεία, με προσφορές και
τελετές εξαγνισμού για καλή σοδειά και γονιμότητα.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Κλασικής
Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, Μιχάλη Τιβέριου, το μαγιάτικο κλαδί
ή το άνθινο στεφάνι, έχει κατά πάσα πιθανότητα τις ρίζες του στην αρχαιότητα:
«Είναι γνωστό ότι στην αρχαία Ελλάδα
τέτοια κλαδιά ή στεφάνια τα χρησιμοποιούσαν πολύ συχνά. Δεν είναι υπερβολικό να
πούμε ότι δεν έλειπαν από καμία σημαντική εκδήλωση του δημόσιου, ιδιωτικού και
θρησκευτικού βίου.
Επιπλέον, είναι αξιοπρόσεκτο ότι μια
σημαντική γιορτή ενός μήνα των αρχαίων, του Θαργηλίωνος, που αντιστοιχούσε,
περίπου, με το δικό μας Μάιο, περιλάμβανε στα δρώμενά της την κατασκευή ενός
κλαδιού ανάλογου με το μαγιάτικο. Το κλαδί αυτό δεν το έφτιαχναν με άνθη, αλλά
με κλαδιά οπωροφόρων δέντρων, στα οποία αναρτούσαν κρεμμύδι και σκόρδο».
Ο Μήνας Μάιος πήρε το όνομα του από
την Πλειάδια νύμφη Μαία, μητέρα του θεού Ερμή. Η Μαία έδωσε το όνομα της σε
όλες τις Μαίες που βοηθούν τις επίτοκες να γεννήσουν.
Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν την Μαία,
ως έφορο των υδάτων και για αυτό κατά τον μήνα της αφιέρωναν σπονδές σε αυτήν
και τον γιο της Ερμή, σε πηγές και ποτάμια.
Η Μαία συνδέεται με την ροή – Ρέα και
κατ’ επέκταση έχει σχέση με το ύδωρ, διότι η δική της νοητή ύλη είναι εκείνη
που ο καθοδηγεί το έμβρυο στο «αρχέγονο ύδωρ» της γυναικείας μήτρας και το
μετατρέπει σε «ύδωρ ζωής» που θα συντηρήσει τον νέο άνθρωπο στον κόσμο των θνητών
για όλη του την επίγεια ζωή, κατά τον ίδιο τρόπο που ο σπόρος βρίσκεται αφανής
στην μήτρα της Γαίας και έρχεται ύπαρξη την άνοιξη. Η Περσεφόνη επιστρέφει στον
πάνω κόσμο και στην μητέρα της.
Σύμφωνα με τον Πρόκλο, η νύμφη Μαία
συμβόλιζε τα αφανή, τα κρυμμένα, τα μυστικά και ήταν εκείνη που τα μετατρέπει
από «άδηλα» (αόρατα) σε «δήλια» (ορατά).
Το αιτιολογεί, καθώς η Μαία συνδέεται
άμεσα με τον τοκετό και την γέννηση και είναι από τις θεότητες που προστατεύουν
τις επίτοκες και τις βοηθά να φέρουν στο φως το νεογνό από τα «σκοτάδια της
αβύσσου» της μήτρας. Έτσι το «κρυμμένο» έμβρυο, φανερώνεται (έρχεται) στον
κόσμο των θνητών.
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, οι γυναίκες
στην αρχαία Ελλάδα συνέλεγαν άνθη τον σημερινό Απρίλιο και Μάιο και έπλεκαν
στεφάνια. Τα στεφάνια όμως αυτά έπρεπε να είναι φτιαγμένα από τις ίδιες, διότι
κάθε τι που δημιουργείται σωστά και ολοκληρωμένα φέρει την ενέργεια του
δημιουργού του.
Η σύγχρονη επικράτηση της εορτής των
λουλουδιών την 1η Μαΐου τοποθετείται ανάμεσα στον 12ο και 15ο αιώνα, την
περίοδο επίδρασης των Φράγκων, «οπότε έχουμε ουσιαστικά μεταφορά του εορτασμού
της άνοιξης από την 1η Μαρτίου την πρώτη μέρα του Μαΐου. Είναι χαρακτηριστικό
πως οι Ρωμαίοι είχαν καθιερώσει την 1η Μαρτίου ως Πρωτοχρονιά. Η 1η Ιανουαρίου
καθιερώθηκε σαν ημέρα της πρώτης του χρόνου από τους Ρωμαίους το 153 π.Χ. Στο
Βυζάντιο η 1η Ιανουαρίου υιοθετήθηκε και καθιερώθηκε σαν ημέρα πρωτοχρονιάς το
1000 μ.Χ.
Πριν από το 153 π.Χ., σαν πρώτη του
έτους ημέρα, εορταζόταν η 1η Μαρτίου, ενώ σε άλλες περιοχές του τότε γνωστού
κόσμου η πρώτη ή η ενδέκατη Σεπτεμβρίου, αλλά και η πρώτη νουμηνία (αρχή της
νέας Σελήνης) μετά το θερινό ηλιοστάσιο (21η Ιουνίου), όπως συνέβαινε στο Αττικό
σεληνιακό ημερολόγιο ή η πρώτη νουμηνία μετά την φθινοπωρινή ισημερία, όπως
ίσχυε στο μακεδονικό ημερολόγιο. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να προσέξουμε
ιδιαίτερα κάτι που συνήθως διαφεύγει της προσοχής μας.
Εάν η πρώτη Μαρτίου εκληφθεί σαν η
πρώτη ημέρα του χρόνου, τότε δικαιολογείται και μιας άλλη μορφής αρίθμηση των
μηνών του έτους, σύμφωνα με την οποία ο Σεπτέμβριος, ο Οκτώβριος, ο Νοέμβριος
και ο Δεκέμβριος είναι αντιστοίχως ο έβδομος (επτά- Σεπτέμβριος), ο όγδοος
(οκτώ-Οκτώβριος) ο ένατος (εννέα - Νοέμβριος), και ο δέκατος (δέκα - Δεκέμβριος)
μήνας του χρόνου.
Ο Ιανουάριος και ο Φεβρουάριος είναι ο
11ος και 12ος μήνας αντιστοίχως του έτους σε αυτήν την περίπτωση. Κατανοούμε
ότι μέσα από μια εσωτερική μυστική παράδοση όπου ο Μάρτιος είναι ο μήνας της
εαρινής ισημερίας, όπου έχουμε ίση ημέρα – ίση νύκτα, ίσο φως – ίσο σκοτάδι και
αρχίζει κατόπιν μια σταδιακή αύξηση του φωτός εις βάρος του σκότους μυημένοι
των ιερατείων «περνούν» το συμβολισμό της σύλληψης του εμβρύου του θεού του
φωτός ή σε άλλο κωδικοποιημένο συμβολισμό την ανάσταση του Θεού.
Το 1582 υιοθετείται από τη
Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία το Γρηγοριανό ημερολόγιο, το οποίο σηματοδοτεί την 1η
Ιανουαρίου ως νέο έτος.