«Ο παγανισμός
δεν ήταν ποτέ θρησκεία και δεν υπήρχαν ειδωλολάτρες πριν από τον Χριστιανισμό. Οι
Xριστιανοί επινόησαν τον παγανισμό, όχι μόνο ως όρο, αλλά και ως σύστημα».
Maijastina Kahlos (διδάκτωρ Λατινικής και Ρωμαϊκής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι
και Ισόβιο Μέλος του Clare Hall,
Oταν µιλάµε για «παγανισµό», δεν εννοούµε ένα συγκροτηµένο και οµοιογενές θρησκευτικό σύστηµα, αλλά µια θάλασσα παραδόσεων, εθίµων και πράξεων µεεσωτερική ποικιλοµορφία, αντιθέσεις και ιδιαιτερότητες.
Ούτε, άλλωστε, ο Xριστιανισµός, παρά την ιεραρχική του οργάνωση µε σχετικάσταθερό σηµείο αναφοράς τις Γραφές, αποτελούσε (ή αποτελεί σήµερα) µια µονολιθική θρησκευτική δοµή, αφού χαρακτηριζόταν (και χαρακτηρίζεται ακόµη) από επιµέρους οµάδες και ρεύµατα, µε αγεφύρωτο, πολλές φορές, µεταξύ τους χάσµα.
Ακόµη και η αρχαία Εβραϊκή θρησκεία, το λίκνο του Χριστιανισµού, δεν λειτουργούσε ως κλειστό σύστηµα, αλλά αντλούσε συνεχώς στοιχεία από το περιβάλλον της, πλουµίζοντας το υφαντό της µε Xανανιτικά, Αιγυπτιακά, Μεσοποταµιακά και Ελληνικά πολιτιστικά στοιχεία. Αυτή τη ρευστότητα, ένθεν και ένθεν, δεν πρέπει κανείς να την παραβλέπει.
Στη δηµοτική σκέψη, γράφει οΓιώργος Κοντογιώργης, «δεν υπάρχει ένας, αλλά πολλοί θεοί (ο Άδης, ο Χάρος, η Χάρισα, ο ‘Θεός’, οι Άγιοι, η Γη, η Παναγία κ.ά.).Μολονότι διαφαίνονται µια σχετική εσωτερική ιεράρχηση κι έναςσαφής καταµερισµός έργων, αναγνωρίζεται σε καθένα από τους θεούς αυτούς πλήρης αυτονοµία δράσης [...] Ο θεός Χάρος συνυπάρχει µε τον Θεό, αποτελεί ως προς αυτό την προσωποποίηση της ανοµίας, ενσαρκώνει την απόλυτη αδικία, το απόλυτο κακό»(Κοντογιώργης 2006:18).
H µετάβαση από τους θεούς στον Θεό ήταν διαδικασία αργή, σταδιακή, σύνθετη και, συνήθως, µη βίαιη [η ιστορία μας διδάσκει το αντίθετο, εδώ κατά την γνώμη μου ο συγγραφέας καταλήγει σε λάθος συμπεράσματα. Η διαδικασία αυτή συνήθως ήταν βίαιη].
Η διαδικασία τούτη εξαρτιόταν [ και σε μικρό βαθμό - θα ήταν πιο σωστό κατά την γνώμη μου ] από παράγοντες πέραν της αυτοκρατορικής καταστολής του παγανισµού, όπως η φυσική καταστροφή των παγανιστικών ιερών από σεισµούς, η ιδιωτικοποίηση της παγανιστικής θρησκείας και ο ενοθεϊσµός, δηλαδή η λατρεία ενός ύψιστου θεού, µιας µέγιστης µορφής ανάμεσα σε άλλες, κατώτερες θεότητες (Rautman 2002. Mitchell-Nuffelen 2010. Panayides2016a. Mavrojannis 2016-2017. Deligiannakis 2018).
Για τον David Frankfurter, «ο εκχριστιανισµός [...] του µεσογειακού χώρου δεν πρέπει πλέον να θεωρείται προϊόντης οριστικής και απόλυτης επίδρασης ιδεολογιών και θεολογικών διδασκαλιών», εφόσον η επιβίωση παγανιστικών στοιχείων αποκαλύπτει τον τρόπο µε τον οποίο «Χριστιανικά σύµβολα, ιδέες, εξουσίες, ονοµασίες και άγιοι προσλαµβάνονταν και τύγχαναν διαπραγµάτευσης σε τοπικό επίπεδο - όχι µόνο σε συγκεκριµένες περιοχές, αλλά σε διάφορα επίπεδα, στο σπίτι και στο εργαστήριο, στις γιορτές των αγίων και στο µυαλό όσων ασχολούνταν µε το λειτουργικό τελετουργικό. Αυτοί ήταν οι κοινωνικοί χώροι, οι θρησκευτικοί κόσµοι, του εκχριστιανισµού - το χωνευτήρι της θρησκευτικήςδράσης» (Frankfurter 2018:31).
Για την καλύτερη κατανόηση της αλληλεπίδρασης παγανισµού και Χριστιανισµού, ο Frankfurter προτείνει την αξιοποίηση της θεωρίαςτου ανθρωπολόγου Robert Redfield περί «Μεγάλης» και «ΜικρήςΠαράδοσης».
«Η κουλτούρα µιας αγροτικής κοινότητας», γράφει οRedfield, «δεν είναι αυτόνοµη. Αποτελεί πτυχή της [ευρύτερης] κουλτούρας στην οποία εντάσσεται. Όπως ακριβώς η αγροτική κοινωνία είναι ελλιπής [ως κοινωνικό σύνολο], έτσι και η αγροτική κουλτούρα είναι ελλιπής [...] Χρειάζεται µιαν άλλη κουλτούρα για να συνεχίσει να λειτουργεί. Η διανοητική και, συχνά, θρησκευτική και ηθική ζωήτου χωριού παραµένει συνεχώς µη πλήρης [...] Το χωριό µάς προσκαλεί να εξετάσουµε τη µακρά αλληλεπίδραση µεταξύ της τοπικήςκοινότητας και των πολιτιστικών κέντρων» (Redfield 1955:13-14).
Η«Μεγάλη Παράδοση» είναι για τον Redfield η κουλτούρα του πυρήνα,των ελίτ, της άρχουσας τάξης. Από την άλλη, η «Μικρή Παράδοση» αναπνέει στο υπέδαφος, είναι η κουλτούρα των µικρών ανθρώπων,των αγροτών, των αγροτικών κοινοτήτων. «Ο πολιτισµός», καταλήγειο Redfield, «διαθέτει τοπικό εύρος και µεγάλο ιστορικό βάθος. Είναι ένα µεγάλο σύνολο, στον χώρο και τον χρόνο, εξαιτίας της πολυπλοκότητας της οργάνωσής του που διατηρεί και καλλιεργεί τις επιµέρους παραδόσεις», µε τη Μεγάλη Παράδοση να διαχέει πολιτιστικάχ αρακτηριστικά προς τις «πολλές και διαφορετικές µικρές τοπικές κοινωνίες που εµπεριέχονται σ’ αυτήν» (Redfield 1955:21).
Στην περίπτωσή µας, ο Χριστιανισµός διαδραµατίζει τον ρόλο της Μεγάλης Παράδοσης, αφού υποστηρίζεται από το αυτοκρατορικό κέντρο. Ταυτόχρονα, συµβιώνει σε τοπικό επίπεδο µε πληθώρα προχριστιανικών αξιών, πρακτικών και εθίµων.
Η Μικρή αυτή Παράδοση προσλαµβάνει τη Μεγάλη µε διαφορετικούς τρόπους και σε διαφορετικόβαθµό (βλ., π.χ., Frankfurter 2018:257-258).Ο Carlo Ginzburg αντιλαµβάνεται την εκδήλωση προχριστιανικών εθίµων, πράξεων και αντιλήψεων ως προϊόν συνύπαρξης µεταξύ της προφορικής κουλτούρας των λαϊκών µαζών και της γραπτής κουλτούρας της άρχουσας τάξης (Ginzburg 1980).
Πηγή: «Ο θάνατος των θεών: παγανισμός και μαγεία στη μεσαιωνική Κύπρο», δρ Χρυσοβαλάντης Κυριάκου.