«Το βύθισμα εντός του αιωνίου είναι το τέλος της φιλοσοφίας, όπως ακριβώς το τέλος της θρησκείας είναι το βύθισμα εντός των μυστηρίων».
Πλούταρχος
Πλούταρχος
Πυθία
Ο Μυστικισμός ως φαινόμενο συναντάται σε όλη σχεδόν την θρησκευτική σκέψη, από την αρχαιότητα έως και σήμερα, συνδεόμενος άμεσα με την θρησκεία, η οποία αποτελεί μία φυσική ανάγκη του ανθρώπου να ανακαλύψει τα ιερά μυστήρια της ύπαρξης.
Αυτό που διαφοροποιεί την θρησκεία από τον μυστικισμό είναι πως η «μυστική εμπειρία» , αφορά την προσωπική βιωματική αξιοποίηση του περιεχομένου της κοινής πίστης, ενώ η θρησκεία είναι μία έκφραση προς ωφέλεια όλων. Ο μυστικισμός αφορά μία οδό «θεογνωσίας», την ένωση ανθρώπου και θείου, είτε μέσω της «έκστασης» είτε μέσω της «ενόρασης». Η λέξη Μυστήριο παράγεται από το ρήμα «Μυείν» , που σημαίνει κλείνω, υποδεικνύοντας το απόρρητο, τα μυστικά, δρώμενα και τελετουργικά, που λάμβαναν χώρα σε κλειστό κύκλο ανθρώπων.
Η «μυστική» αυτή εμπειρία στην αρχαιότητα επιτυγχανόταν δια μέσου της «μύησης» στα αρχαία μυστήρια. Σε αυτές τις τελετές αρχικά οι νέοι της φυλής διδάσκονταν τα ήθη και τα έθιμα της φυλής, περνώντας κάποιες δοκιμασίες για να ενταχθούν ως ενήλικα πλέον μέλη στην φυλή. Κατά την διάρκεια των μυητικών ιεροτελεστιών, το νεαρό μέλος της φυλής εκπαιδευόταν μέσω συμβολικών και τελετουργικών πράξεων, και στο τέλος «πέθαινε» για να «ξαναγεννηθεί» , αποβάλλοντας την παιδική του άγνοια.
Σταδιακά και με την εξέλιξη των κοινωνιών η μύηση πήρε θρησκευτικό χαρακτήρα, αποτελώντας τιμητικό και ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα ολιγομελών ομάδων, στα μέλη των οποίων δεν επιτρεπόταν η κοινοποίηση των μυστικών τελετουργιών και δρωμένων στις οποίες συμμετείχαν. Στην αρχαία Ελλάδα το θείο γινόταν αντιληπτό με τρεις τρόπους.
Ο πρώτος αφορούσε την λαϊκή θρησκευτική παράδοση, που περιλάμβανε την λατρεία βλαστικών και θεοποιημένων δυνάμεων της φύσεως, αλλά και των τοπικών ηρώων.
Ο δεύτερος αφορούσε την αναζήτηση δια μέσου της φιλοσοφικής σκέψης, της Ουσίας του Σύμπαντος, της πρώτης Αρχής, του «αεί Όντος», του άρρητου «Αγαθού».
Ο τρίτος αφορούσε τις μυστηριακές τελετές στα Ιερά Μυστήρια, κατά την διάρκεια των οποίων, οι αυστηρά επιλεγμένοι και μετά από δοκιμασίες συμμετέχοντες, βίωναν μία υπερβατική εμπειρία, κορύφωμα της οποίας αποτελούσε η στιγμή της «Εποπτείας» , κατά την οποία αποκαλύπτονταν στους μυημένους το «Θείο». Οι μύστες πίστευαν πως όχι μόνον η Θεότητα ήταν παρούσα, αλλά και ότι μετείχαν κατά κάποιο τρόπο στην Θεότητα. Όπως χαρακτηριστικά λεει ο Αριστοτέλης «η ψυχή του ανθρώπου περισσότερο πάθαινε παρά μάθαινε στα μυστήρια», συνεπώς λάμβανε χώρα μια βιωματική κατάσταση.
Αυτό που διαφοροποιεί την θρησκεία από τον μυστικισμό είναι πως η «μυστική εμπειρία» , αφορά την προσωπική βιωματική αξιοποίηση του περιεχομένου της κοινής πίστης, ενώ η θρησκεία είναι μία έκφραση προς ωφέλεια όλων. Ο μυστικισμός αφορά μία οδό «θεογνωσίας», την ένωση ανθρώπου και θείου, είτε μέσω της «έκστασης» είτε μέσω της «ενόρασης». Η λέξη Μυστήριο παράγεται από το ρήμα «Μυείν» , που σημαίνει κλείνω, υποδεικνύοντας το απόρρητο, τα μυστικά, δρώμενα και τελετουργικά, που λάμβαναν χώρα σε κλειστό κύκλο ανθρώπων.
Η «μυστική» αυτή εμπειρία στην αρχαιότητα επιτυγχανόταν δια μέσου της «μύησης» στα αρχαία μυστήρια. Σε αυτές τις τελετές αρχικά οι νέοι της φυλής διδάσκονταν τα ήθη και τα έθιμα της φυλής, περνώντας κάποιες δοκιμασίες για να ενταχθούν ως ενήλικα πλέον μέλη στην φυλή. Κατά την διάρκεια των μυητικών ιεροτελεστιών, το νεαρό μέλος της φυλής εκπαιδευόταν μέσω συμβολικών και τελετουργικών πράξεων, και στο τέλος «πέθαινε» για να «ξαναγεννηθεί» , αποβάλλοντας την παιδική του άγνοια.
Σταδιακά και με την εξέλιξη των κοινωνιών η μύηση πήρε θρησκευτικό χαρακτήρα, αποτελώντας τιμητικό και ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα ολιγομελών ομάδων, στα μέλη των οποίων δεν επιτρεπόταν η κοινοποίηση των μυστικών τελετουργιών και δρωμένων στις οποίες συμμετείχαν. Στην αρχαία Ελλάδα το θείο γινόταν αντιληπτό με τρεις τρόπους.
Ο πρώτος αφορούσε την λαϊκή θρησκευτική παράδοση, που περιλάμβανε την λατρεία βλαστικών και θεοποιημένων δυνάμεων της φύσεως, αλλά και των τοπικών ηρώων.
Ο δεύτερος αφορούσε την αναζήτηση δια μέσου της φιλοσοφικής σκέψης, της Ουσίας του Σύμπαντος, της πρώτης Αρχής, του «αεί Όντος», του άρρητου «Αγαθού».
Ο τρίτος αφορούσε τις μυστηριακές τελετές στα Ιερά Μυστήρια, κατά την διάρκεια των οποίων, οι αυστηρά επιλεγμένοι και μετά από δοκιμασίες συμμετέχοντες, βίωναν μία υπερβατική εμπειρία, κορύφωμα της οποίας αποτελούσε η στιγμή της «Εποπτείας» , κατά την οποία αποκαλύπτονταν στους μυημένους το «Θείο». Οι μύστες πίστευαν πως όχι μόνον η Θεότητα ήταν παρούσα, αλλά και ότι μετείχαν κατά κάποιο τρόπο στην Θεότητα. Όπως χαρακτηριστικά λεει ο Αριστοτέλης «η ψυχή του ανθρώπου περισσότερο πάθαινε παρά μάθαινε στα μυστήρια», συνεπώς λάμβανε χώρα μια βιωματική κατάσταση.
Είσοδος στον Ναό των μυστηρίων
Δύο είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τις μυστηριακές τελετές στον Ελλαδικό χώρο, όπως θα εξετάσουμε αναλυτικότερα στην συνέχεια. Το πρώτο αφορά μυστηριακές τελετές σε ένα πρώιμο στάδιο, που έχουν να κάνουν με μαγικές τελετουργικές πρακτικές που αφορούσαν την βλάστηση, και τον κύκλο ζωής της φύσης, και το δεύτερο που αφορά το Ορφικό και Διονυσιακό στοιχείο, το οποίο εισάγει στην ελληνική θρησκεία ένα πάντρεμα του οργιαστικού και εκστατικού στοιχείου, με την μετά θάνατον ζωή και την επαναγέννηση, τόσο του πάσχοντα Θεού όσο και του «μύστη».
Η δομή των μυστηρίων βασιζόταν σε τρία στοιχεία σύμφωνα με τον Πρόκλο. Tον μύθο, την τελετή, και την μύηση, ενώ επτά ήταν κυρίως τα στάδια ή οι βαθμίδες που οδηγούσαν στην ολοκλήρωση της μύησης στα μυητικά συστήματα. Καθαρμός, Χρίσμα, Περιβολή, Ιερός λόγος, Ενθρονισμός, Ιερογαμία, Εποπτεία. Σύμφωνα με τον Ιάμβλιχο (Περί μυστηρίων) τα μυστήρια, είχαν ως σκοπό να ελευθερώσουν τους μύστες από τα ασελγή πάθη. Έδιναν τροφή στην όραση, ενώ ταυτόχρονα εξουδετέρωναν κάθε βλαβερή και κακή σκέψη, μέσω της τρομερής ιερότητας που συνόδευε αυτές τις τελετές. Ο Ηλιόδωρος (Αιθιοπικά 9,9 , ) αναφέρει πως αυτοί που έφτασαν στις υψηλότερες βαθμίδες των μυστηρίων μυούνται στην καθαρή γνώση, στην απομόνωση του ιερού βωμού, υπό το φως που ρίχνει η φλόγα του πυρσού της αλήθειας, ενώ σύμφωνα με τον Σαλλούστιο, κάθε μύηση έχει ως σκοπό να μας ενώσει τον άνθρωπο με τον κόσμο και την θεότητα.
Τα πρώτα στοιχεία μυστηριακών τελετών στον Ελλαδικό χώρο τα συναντούμε στην Μινωική Κρήτη, όπου λάμβαναν χώρα τελετές, οι οποίες εξυμνούσαν την μητέρα φύση σε ιερά σπήλαια, υπό τον ήχο τυμπάνων και εκστασιακών χορών. Στις τελετές αυτές η φύση είχε λάβει την μορφή της μεγάλης Θεάς, και η βλάστηση την μορφή του βρέφους. Οι Μινωίτες μύστες εκστασιαζόμενοι, έβλεπαν την Θεά να κατεβαίνει από τους Ουρανούς και να κάθεται στον βωμό της, βιώνοντας την Θεότητα σαν κάτι μυστηριακό, φευγαλέο και άπιαστο, που μόνο στιγμιαία παρουσιαζόταν με ανθρώπινη μορφή ή με διάφορες μορφές ιερών ζώων.
Η Μινωική θεά των όφεων
Και ο χαρακτήρας των Καβειρίων μυστηρίων συνδέονται αρχικά με την λατρεία της μεγάλης Μητέρας Φύσης που ονομαζόταν Αξίερος (αργότερα ταυτίστηκε με την Δήμητρα) και την γονιμότητα της γης. Μαζί με την Μεγάλη Μητέρα λατρεύονταν και ο σύζυγός της, με το όνομα Καδμίλος ( που αργότερα ταυτίστηκε με τον Ερμή ).
Οι τελετές είχαν ως επίκεντρο την Λήμνο και την Σαμοθράκη, και είχαν ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα που τα διαφοροποιούσε από τα υπόλοιπα Ελληνικά μυστήρια, καθώς είχαν δικαίωμα συμμετοχής σε αυτά άνθρωποι δίχως διάκριση φυλής, κοινωνικής τάξης και φύλου.
Στην συνέχεια οι Θεότητες των μυστηρίων που μετείχαν στο θείο δράμα διάφεραν από τόπο σε τόπο, φαίνεται όμως πως στις περισσότερες των περιπτώσεων, τα τέσσερα παιδιά του Ήφαιστου, ήταν αυτά που μετείχαν στο θείο δράμα: ο Καδμίλος, η Αξίερη, ο Αξιόκερσο και η Αξιόκερσα. Γενικά όμως αποφεύγονταν η χρήση των ονομάτων των Καβείρων, ονομαζόμενοι απλά ως Μεγάλους Θεούς ή Άνακτες.
Οι μυητικές τελετές στα Καβείρια μυστήρια διαρκούσαν 9 ημέρες, και περιλάμβαναν εκτός από τους προκαταρκτικούς καθαρμούς και την εξομολόγηση, την τελετή της παραδόσεως, όπου πραγματοποιούνταν η διδασκαλία και ερμηνεία του τελετουργικού και συμβολικού τμήματος των μυστηρίων.
Λέγεται πως το θείο δράμα περιλάμβανε τον μύθο του φόνου του Καδμίλου από τα αδέρφια του, και την τελική ανάσταση του με την βοήθεια των αδελφών του και πάλι. Ο ιερέας μετά τους εξαγνισμούς οδηγούσε τον μύστη στο άβατο του Ιερού, όπου παρακολούθησε το θείο δράμα, για να γίνει ο ίδιος ο μυούμενος συμβολικά ο Καδμίλος, ο οποίος φονεύεται από τα αδέλφια του και μεταφέρεται στον Κάτω Κόσμο. Όταν αναγεννάτε ο αναγεννημένος Καδμίλος, ο Μύστης είναι ένας νέος πνευματικός άνθρωπος , ο οποίος έχει γνωρίσει τα μυστικά της ζωής και του θανάτου. Οδηγείται τότε να καθίσει στον ιερό θρόνο, μπροστά από τον οποίο έκαιγε το ιερό πυρ, στεφανωμένος με ένα κλαδί ελιάς και μία πορφυρή ζώνη. Γύρω του οι ιερείς έψελναν Ιερούς ύμνους, υπό τους ήχους μουσικής και μυστηριακών τραγουδιών.
Στα ελευσίνια μυστήρια τα οποία σύμφωνα με το «Πάριο Χρονικό» καθιερώθηκαν γύρω στο 1350 π. Χ. από τον Εύμολπο, διαδραματίζονταν οι σημαντικότερες και διασημότερες μυστηριακές τελετές της αρχαίας Ελλάδας, έως το έτος 395 μ. Χ.
Ο μύθος των Ελευσινίων μυστηρίων, διαδραματιζόταν γύρω από τον γνωστό μύθο της αρπαγής της κόρης της Δήμητρας Περσεφόνης, από τον Θεό του κάτω κόσμου Πλούτωνα.
Οι τελετές είχαν ως επίκεντρο την Λήμνο και την Σαμοθράκη, και είχαν ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα που τα διαφοροποιούσε από τα υπόλοιπα Ελληνικά μυστήρια, καθώς είχαν δικαίωμα συμμετοχής σε αυτά άνθρωποι δίχως διάκριση φυλής, κοινωνικής τάξης και φύλου.
Στην συνέχεια οι Θεότητες των μυστηρίων που μετείχαν στο θείο δράμα διάφεραν από τόπο σε τόπο, φαίνεται όμως πως στις περισσότερες των περιπτώσεων, τα τέσσερα παιδιά του Ήφαιστου, ήταν αυτά που μετείχαν στο θείο δράμα: ο Καδμίλος, η Αξίερη, ο Αξιόκερσο και η Αξιόκερσα. Γενικά όμως αποφεύγονταν η χρήση των ονομάτων των Καβείρων, ονομαζόμενοι απλά ως Μεγάλους Θεούς ή Άνακτες.
Οι μυητικές τελετές στα Καβείρια μυστήρια διαρκούσαν 9 ημέρες, και περιλάμβαναν εκτός από τους προκαταρκτικούς καθαρμούς και την εξομολόγηση, την τελετή της παραδόσεως, όπου πραγματοποιούνταν η διδασκαλία και ερμηνεία του τελετουργικού και συμβολικού τμήματος των μυστηρίων.
Λέγεται πως το θείο δράμα περιλάμβανε τον μύθο του φόνου του Καδμίλου από τα αδέρφια του, και την τελική ανάσταση του με την βοήθεια των αδελφών του και πάλι. Ο ιερέας μετά τους εξαγνισμούς οδηγούσε τον μύστη στο άβατο του Ιερού, όπου παρακολούθησε το θείο δράμα, για να γίνει ο ίδιος ο μυούμενος συμβολικά ο Καδμίλος, ο οποίος φονεύεται από τα αδέλφια του και μεταφέρεται στον Κάτω Κόσμο. Όταν αναγεννάτε ο αναγεννημένος Καδμίλος, ο Μύστης είναι ένας νέος πνευματικός άνθρωπος , ο οποίος έχει γνωρίσει τα μυστικά της ζωής και του θανάτου. Οδηγείται τότε να καθίσει στον ιερό θρόνο, μπροστά από τον οποίο έκαιγε το ιερό πυρ, στεφανωμένος με ένα κλαδί ελιάς και μία πορφυρή ζώνη. Γύρω του οι ιερείς έψελναν Ιερούς ύμνους, υπό τους ήχους μουσικής και μυστηριακών τραγουδιών.
Στα ελευσίνια μυστήρια τα οποία σύμφωνα με το «Πάριο Χρονικό» καθιερώθηκαν γύρω στο 1350 π. Χ. από τον Εύμολπο, διαδραματίζονταν οι σημαντικότερες και διασημότερες μυστηριακές τελετές της αρχαίας Ελλάδας, έως το έτος 395 μ. Χ.
Ο μύθος των Ελευσινίων μυστηρίων, διαδραματιζόταν γύρω από τον γνωστό μύθο της αρπαγής της κόρης της Δήμητρας Περσεφόνης, από τον Θεό του κάτω κόσμου Πλούτωνα.
Η αρπαγή της Περσεφόνης
Σε ένα πρώτο επίπεδο συμβολισμού δια μέσου των τελετών οι μυσταγωγοί ήθελαν εξευμενίσουν τις θεές της βλάστησης για να μην διακοπεί το θαύμα της ζωής, που αναζωογονούσε την φύση και εξασφάλιζε την σοδειά. Η Δήμητρα η μητέρα Γη κατ΄ αυτόν τον τρόπο συμβόλιζε την μήτρα που συντηρεί τους καρπούς της ζωής, ενώ η κόρη την ζωοποιό δύναμη, που αντιστοιχεί στην βλάστηση.
Όπως και στα προηγούμενα μυστήρια προηγούνταν καθαρμοί, ενώ η μυητική διαδικασία περιλάμβανε τα «Δρώμενα», τις τελετές δηλαδή που λάμβαναν χώρα στο άβατο, τα «Δεικνυόμενα», που ήταν τα ιερά σύμβολα που επιδεικνύονταν με ιερότερο όλων το ιερό στάχυ, και τα «Λεγόμενα», που αφορούσαν ότι λεγόταν προφορικά κατά την διάρκεια της μύσης.
Για να προσεγγίσουμε τα Ελευσίνια μυστήρια σε ένα βαθύτερο επίπεδο, θα πρέπει σε αυτό το σημείο να γίνει αναφορά σε ένα κομβικό σημείο που έλαβε χώρα στον Ελληνικό χώρο, και επηρέασε καταλυτικά τόσο την θρησκευτική σκέψη του Έλληνα, όσο και τα δρώμενα κατά την διάρκεια των μυστηριακών τελετών. Όπως αναφέραμε παραπάνω τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τις μυστηριακές τελετές στον Ελλαδικό χώρο, είναι δύο.
Το πρώτο αφορά μυστηριακές τελετές σε ένα πρώιμο στάδιο, έχουν να κάνουν με μαγικές τελετουργικές πρακτικές που αφορούν την βλάστηση και τον κύκλο ζωής της φύσης, στο οποίο περιλαμβάνονται επίσης το Ομηρικό και Ησιόδειο μυθολογικό Θεολογικό πλαίσιο.
Ο Παυσανίας (Κορινθ.34, 2-3) για παράδειγμα, περιγράφει μία τέτοια μαγική τελετή παύσης των ανέμων, που επιτυγχάνεται με την τελετουργική σφαγή ενός λευκού κόκορα, και τον σχηματισμό ενός κύκλου στο έδαφος με το αίμα του.
Σε ένα τέτοιο θεολογικό και θρησκευτικό πλαίσιο για τον Έλληνα αυτής της εποχής, ο θάνατος δεν έπαιζε κανέναν ρόλο στην πραγματοποίηση του ανθρώπινου προορισμού, καθώς ο νεκρός αποτελούσε απλώς μία ημι-ύπαρξη, μια σκιά. Πίστευε πως οι θεοί είναι αθάνατοι, και πως αυτός ως θνητός εκπλήρωνε τον σκοπό της ζωής του σε αυτόν τον κόσμο, και όχι πέρα από αυτόν. Έναν επίγειο κόσμο στον οποίο οι άνθρωποι συνυπάρχουν με τους Θεούς, οι οποίοι έχουν ανθρώπινες αδυναμίες, δημιουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μία οικειότητα με αυτούς. (1)
Διονυσιακή πομπή
Το δεύτερο στοιχείο που χαρακτηρίζει τις μυστηριακές τελετές είναι η εισαγωγή του Διονυσιακού και Ορφικού στοιχείου, που εισάγει στην ελληνική θρησκεία ένα πάντρεμα του εκστατικού στοιχείου, με την μετά θάνατον ζωή και την επαναγέννηση. Τα νέα στοιχεία που εισήγαγε το Διονυσιακό και Ορφικό στοιχείο, δεν αφορούν όπως θα διαπιστώσουμε στην συνέχεια της μελέτης μας, μόνο την διάδοσης της οργιαστικής μέθης και της έκστασης, αλλά και την τάση προς «μυστικιστικά τελετουργικά», που εμπεριείχαν την πίστη σε μια μεταθανάτια ανώτερη ύπαρξη. Τα τελετουργικά αυτά προετοίμαζαν και προπαρασκεύαζαν τον μύστη για την αθανασία. Το φαινόμενο της «θέωσης», υπό αυτό το πρίσμα, έλαβε όχι μόνο την μορφή διαφόρων παραψυχολογικών και μεταφυσικών φαινομένων, όπως η καταληψία, η έκταση, η ύπνωση, οι εξωσωματικές εμπειρίες κ.λ.π, αλλά και της επιβεβαίωσης στην αθανασία της ψυχής και της ζωής μετά θάνατον.
Ο Διόνυσος ήταν ο νεώτερος θεός που εντάχθηκε στο Ελληνικό πάνθεο και ο μοναδικός που γεννήθηκε πέθανε και αναγεννήθηκε. Οι ιερές τελετές του Διονύσου γιορτάζονται κάθε δυο χρόνια στις αρχές του Δεκέμβρη στον Παρνασσό, και σε αυτά έπαιρναν μέρος μόνο οι γυναίκες Μαινάδες ή Βάκχες ή Θυϊάδες, οργανωμένες σε θιάσους. Οι Μαινάδες αποτελούσαν τις ιέρειες του Διονύσου, οι οποίες ήταν αφιερωμένες στο Θεό Διόνυσο, και αποτελούσαν το ιερατείο της διονυσιακής λατρείας.
Οι Βάκχες πριν την τέλεση των διονυσιακών τελετουργιών υποβάλλονταν σε διάφορα τελετουργικά καθαρσης, που περιελάμβαναν νηστεία, και σεξουαλική αποχή. Κατά την διάρκεια των τελετουργιών οι Βάκχες «βάκχευαν», έπεφταν δηλ σε «θρησκευτική μανία», δια μέσου των τελετουργικών χορών, τραγουδιών, και κραυγών υπό των ήχο κυμβάλων. Τότε οι Βάκχες δρούσαν αλλόφρονες σε κατάσταση καταληψίας υπό την επήρεια του πνεύματος που τις είχε καταλάβει. Εδώ ανιχνεύεται και ο Διονυσιακός μυστικισμός, σύμφωνα με τον οποίο ο Διόνυσος ενωνόταν με τις ψυχές των μυημένων μέσω της τελετουργικής «έκστασης».
Βάκχα
Συνεπώς σε επίπεδο συμβολισμού, στις μυστηριακές τελετές, ο άνθρωπος οφείλει να νικήσει το «τιτανικό» στοιχείο, και να ενωθεί με το Θεό-Διόνυσο, ενισχύοντας το ενυπάρχουν σε αυτόν Θεϊκό στοιχείο του Διόνυσου Ζαγρέα.
Το μεγάλο βήμα του Ορφισμού ήταν ότι αφενός διατήρησε την βακχική πίστη πως άνθρωπος μπορεί να φτάσει «μέθεξη» στην «θέωση», και αφετέρου εισήγαγε στον Ελληνικό κόσμο το στοιχείο του δυϊσμού ψυχής-σώματος, του πνεύματος και της ύλης.
Το μεγάλο βήμα του Ορφισμού ήταν ότι αφενός διατήρησε την βακχική πίστη πως άνθρωπος μπορεί να φτάσει «μέθεξη» στην «θέωση», και αφετέρου εισήγαγε στον Ελληνικό κόσμο το στοιχείο του δυϊσμού ψυχής-σώματος, του πνεύματος και της ύλης.
Για τον Ορφισμό ο Θεός κατοικούσε στα βάθη του ανθρώπινου «είναι» κρυμμένος στην ύλη, και καθήκον του Ορφικού μυστικιστή ήταν να τον απελευθερώσει από τα δεσμά των Τιτάνων. Η «θέωση» που αναζητούσαν οι μύστες στο εξής, δεν ήταν σωματική έκσταση αλλά πνευματική, και τα μέσα που υιοθέτησαν δεν ήταν η οινοποσία, αλλά αποχή και τελετές καθαρμού. Οι Ορφικοί πίστευαν ότι η ψυχή ενσαρκώνεται και φυλακίζετε στο σώμα λόγω του προγενέστερου αμαρτήματος της, και ότι επαναγεννάτε. Η εισαγωγή δια μέσω του Διονύσου και του Ορφέα της πίστης στην ανθρώπινη αθανασία, και του δυϊσμού σώματος και ψυχής, επηρέασε καταλυτικά τόσο την Φιλοσοφική σκέψη με αποκορύφωμα τον Πλάτωνα, αλλά και τα μυστηριακά δρώμενα στα Ελευσίνια μυστήρια.
Η Δολοφονία του Ορφέα
Η θέληση της ψυχής να γνωρίσει, είναι που την οδηγεί στον Άδη. Οι ιεροφάντες δίνουν πλέον συμβουλές για την κάθοδο στον Άδη, μαθαίνοντας στους μύστες να απαγγέλλουν ύμνους που θα τους προφύλασσαν από τους κινδύνους, με τελικό προορισμό τα Ηλύσια πεδία. Ο θάνατος πλέον δεν αποτελούσε το οριστικό τέλος της ζωής, αλλά τον αποχωρισμό της ψυχής από το σώμα. Η Περσεφόνη συμβόλιζε την Θεια ψυχή που θυσιάστηκε με κάθοδο στην ύλη, όπως συμβολίζει και ο μύθος με την αρπαγή της από τον χθόνιο Πλούτωνα, ενώ η Δήμητρα είναι ο παροχός της ζωής.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο επιδιώκεται δια μέσου των μυστηρίων η ανάβαση από τον κατώτερο, ζωώδη άνθρωπο σε ένα ανώτερο επίπεδο ύπαρξης, όπου ο μύστης μπορεί να υπερβεί τις φυσικές του δυνατότητες, κατακτώντας ίσως την αθανασία, μετέχων στο θείο, «θεούμενος». Αυτή η στιγμή αποτελούσε την πεμπτουσία όλων των αρχαίων μυστηρίων, την εποπτεία.
Η στιγμή δηλαδή κατά την οποία οι μυούμενοι βίωναν άμεσα την ύψιστη υπερβατική αλήθεια την ένωση με το Θείο, την ένατη ημέρα μετά από οχτώ ημέρες νηστείας και καθαρμών, την θεαματική «επιφάνεια» της Θεάς Περσεφόνης ψυχής που ανερχόταν από τον Άδη, στα Ελευσίνια μυστήρια. Ήταν η στιγμή που ο μύστης πλέον αντίκριζε μέσα από το σκότος τον Ήλιο του μεσονυκτίου. Σύμφωνα με τον Πρόκλο (Θεολογία Πλάτωνος), σε όλα τα μυστήρια οι θεοί παρουσιάζονταν με πολλές μορφές και με πολλά σχήματα.
Μερικές φορές προβάλλουν ένα άμορφο φως το οποίο άλλοτε σχηματίζει ανθρώπινη μορφή και άλλοτε παίρνει ένα διαφορετικό σχήμα. Το τι ακριβώς βέβαια συνέβαινε στην κορύφωση των μυστηριακών τελετουργιών και με ποιόν τρόπο είναι άγνωστο, αν και έχουν προταθεί διάφορες εκδοχές. Οι ελάχιστες πληροφορίες που δίνονται από αρχαίες πηγές, οδηγούν τον γράφοντα στο συμπέρασμα, πως μετά από ημέρες νηστείας, ειδικών τελετουργιών, επίπονων ψυχολογικών νοητικών δοκιμασιών και στοχασμού πάνω στα σύμβολα και στα αρχέτυπα που επιδρούσαν στον μύστη, ίσως και υπό θεουργικών ή υπνωτικών μεθόδων εκ μέρους των ιεροτελεστών, να οδηγούσαν τον υποψήφιο μύστη να έχει αυτό που ονομάζουμε «εξωσωματικές εμπειρίες», και που αποτελούσε χαρακτηριστικό γνώρισμα των θεουργικών πρακτικών των νεοπλατωνιστών από τον Ιάμβλιχο και μετά. Ο Αριστείδης μας περιγράφει τι ένοιωθε υποψήφιος κατά την διάρκεια της μύησης:«Νόμισα ότι ήρθα σε επαφή με τον Θεό, και τον ένοιωσα να πλησιάζει εγγύτερα, και ήμουν τότε ανάμεσα σε εγρήγορση και ύπνο. Το πνεύμα μου ήταν ανάλαφρο, ώστε κανείς που δεν έχει μυηθεί δεν μπορεί να μιλήσει για αυτό ή να το κατανοήσει».
Ο Πλάτωνας περιγράφει ως έξεις στον Φαίδρο ( 250c ) το στάδιο της «εποπτείας»:«Αλλά αυτοί που έλαβαν μέρος σε εκείνη από τις τελετουργίες που είναι νόμιμο να την ονομάζουμε μακαριότατη, βλέπουν την λαμπρή ωραιότητα και τη μακάρια όψη και την πραγματική θέασή τους, καθώς εν χορό με τους άλλους πανευτυχείς μύστες γίνονται ακόλουθοι του Δία ή κάποιου άλλου πάτρωνα θεού. Και τότε πανηγυρίζουμε ευδαιμονικά, καθώς βιώνουμε μία ολοκλήρωση μέσα μας, και αισθανόμαστε ότι είμαστε πια απρόσβλητοι από οποιαδήποτε κακό, και βλέπουμε παντού τέλειες και καθαρές και βέβαιες εικόνες καθώς αναγορευτήκαμε πια μυημένοι και επόπτες μυστηρίων, λουσμένη σε ένα λαμπρό φως και νοιώθουμε ότι είμαστε εξαγνισμένοι και απαλλαγμένοι από τα δεσμά του σώματος, από αυτό δηλαδή το μνήμα που το περιφέρουμε κολλημένο επάνω μας σαν όστρακο ....(..) .... Βλέπαμε θεία οράματα και μυηθήκαμε στα ευλογημένα μυστήρια, τα οποία τα τελούσαμε με απόλυτη αθωότητα. Βλέπαμε γαλήνια, ευτυχισμένα, απλά οράματα να ακτινοβολούν μέσα σε καθαρό φως».
Ο Πλούταρχος αναφέρει στα Ηθικά:«Τη στιγμή του θανάτου η ψυχή δοκιμάζει μία εμπειρία παρόμοια με εκείνη που δοκιμάζουν αυτοί που έχουν υποβληθεί σε μεγάλες μυήσεις... Αρχικά υπόκειται κανείς σε απροσδιόριστες περιπλανήσεις και σε επίπονες περιφορές, περνάει μέσα από τρομακτικά και σκοτεινά μονοπάτια που δεν έχουν διέξοδο. Αλλά ξαφνικά προς το τέλος, όλα αυτά τα τρομερά πράγματα, ο πανικός και το ρίγος και ο ιδρώτας και η έκπληξη εξαφανίζονται και ένα θαυμάσιο φως έρχεται να σε προϋπαντήσει. Εμφανίζονται καθαροί πια τόποι και ευχάριστοι λειμώνες, με μουσική και χορούς και τελετουργίες, με θείους λόγους και ιερά οράματα. Εκεί λοιπόν ο μυημένος, τέλειος πια, απαλλαγμένος και απελευθερωμένος από όλα τα δεσμά περιφέρεται στεφανωμένος και πανηγυρίζει με τους άλλους ιερούς και αγνούς μυσταγωγούς».
Μία άλλη σημαντική πληροφορία που μας δίνεται σε σχέση με τις μυστικιστικές εμπειρίες στην αρχαία Ελλάδα μας δίνεται από τον Παυσανία και τον Πλούταρχο (Περί Σωκράτους Δαιμονίου59 b-c) που αναφέρονται στο μαντείο του Τροφώνιου Άνδρου. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας παρέχονται, στο Τροφώνιο Άνδρο ο ενδιαφερόμενος κατέβαινε σε μία τρύπα , όπου έπρεπε ξαπλώσει ανάσκελα στο έδαφος κρατώντας γλυκά ζυμωμένα με μέλι (μελόπιτες), βάζοντας βάζει πρώτα μέσα στην τρύπα τα πόδια του για να μπει μετά και ο ίδιος. Ο Τίμαρχος ένας Αθηναίος που επισκέφτηκε το Τροφώνιο Άνδρο, περιέγραψε τα όσα του συνέβησαν εκεί. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο ο Τίμαρχος κατήλθε στην κρύπτη του Τροφώνιου, αφού πρώτα τέλεσε όλες τις τελετουργίες που συνήθιζαν στο μαντείο, μένοντας κάτω από το έδαφος για δύο νύχτες και μία μέρα.
Ο Πλάτωνας περιγράφει ως έξεις στον Φαίδρο ( 250c ) το στάδιο της «εποπτείας»:«Αλλά αυτοί που έλαβαν μέρος σε εκείνη από τις τελετουργίες που είναι νόμιμο να την ονομάζουμε μακαριότατη, βλέπουν την λαμπρή ωραιότητα και τη μακάρια όψη και την πραγματική θέασή τους, καθώς εν χορό με τους άλλους πανευτυχείς μύστες γίνονται ακόλουθοι του Δία ή κάποιου άλλου πάτρωνα θεού. Και τότε πανηγυρίζουμε ευδαιμονικά, καθώς βιώνουμε μία ολοκλήρωση μέσα μας, και αισθανόμαστε ότι είμαστε πια απρόσβλητοι από οποιαδήποτε κακό, και βλέπουμε παντού τέλειες και καθαρές και βέβαιες εικόνες καθώς αναγορευτήκαμε πια μυημένοι και επόπτες μυστηρίων, λουσμένη σε ένα λαμπρό φως και νοιώθουμε ότι είμαστε εξαγνισμένοι και απαλλαγμένοι από τα δεσμά του σώματος, από αυτό δηλαδή το μνήμα που το περιφέρουμε κολλημένο επάνω μας σαν όστρακο ....(..) .... Βλέπαμε θεία οράματα και μυηθήκαμε στα ευλογημένα μυστήρια, τα οποία τα τελούσαμε με απόλυτη αθωότητα. Βλέπαμε γαλήνια, ευτυχισμένα, απλά οράματα να ακτινοβολούν μέσα σε καθαρό φως».
Ο Πλούταρχος αναφέρει στα Ηθικά:«Τη στιγμή του θανάτου η ψυχή δοκιμάζει μία εμπειρία παρόμοια με εκείνη που δοκιμάζουν αυτοί που έχουν υποβληθεί σε μεγάλες μυήσεις... Αρχικά υπόκειται κανείς σε απροσδιόριστες περιπλανήσεις και σε επίπονες περιφορές, περνάει μέσα από τρομακτικά και σκοτεινά μονοπάτια που δεν έχουν διέξοδο. Αλλά ξαφνικά προς το τέλος, όλα αυτά τα τρομερά πράγματα, ο πανικός και το ρίγος και ο ιδρώτας και η έκπληξη εξαφανίζονται και ένα θαυμάσιο φως έρχεται να σε προϋπαντήσει. Εμφανίζονται καθαροί πια τόποι και ευχάριστοι λειμώνες, με μουσική και χορούς και τελετουργίες, με θείους λόγους και ιερά οράματα. Εκεί λοιπόν ο μυημένος, τέλειος πια, απαλλαγμένος και απελευθερωμένος από όλα τα δεσμά περιφέρεται στεφανωμένος και πανηγυρίζει με τους άλλους ιερούς και αγνούς μυσταγωγούς».
Μία άλλη σημαντική πληροφορία που μας δίνεται σε σχέση με τις μυστικιστικές εμπειρίες στην αρχαία Ελλάδα μας δίνεται από τον Παυσανία και τον Πλούταρχο (Περί Σωκράτους Δαιμονίου59 b-c) που αναφέρονται στο μαντείο του Τροφώνιου Άνδρου. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας παρέχονται, στο Τροφώνιο Άνδρο ο ενδιαφερόμενος κατέβαινε σε μία τρύπα , όπου έπρεπε ξαπλώσει ανάσκελα στο έδαφος κρατώντας γλυκά ζυμωμένα με μέλι (μελόπιτες), βάζοντας βάζει πρώτα μέσα στην τρύπα τα πόδια του για να μπει μετά και ο ίδιος. Ο Τίμαρχος ένας Αθηναίος που επισκέφτηκε το Τροφώνιο Άνδρο, περιέγραψε τα όσα του συνέβησαν εκεί. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο ο Τίμαρχος κατήλθε στην κρύπτη του Τροφώνιου, αφού πρώτα τέλεσε όλες τις τελετουργίες που συνήθιζαν στο μαντείο, μένοντας κάτω από το έδαφος για δύο νύχτες και μία μέρα.
Ο Τίμαρχος είπε ότι στην κάθοδο του στη μαντική κρύπτη, η πρώτη του εμπειρία ήταν αυτή της πτήσης σε απόλυτο σκοτάδι, και έπειτα από προσευχή, έμεινε να κείτεται για πολύ ώρα χωρίς να έχει συνείδηση για το αν ήταν ξύπνιος ή αν ονειρευόταν. Παρ' όλα αυτά, την ίδια ώρα τού φάνηκε ότι άκουσε έναν κρότο και ότι χτύπησε στο κεφάλι, και ότι οι ραφές του κρανίου του χωρίστηκαν και απελευθέρωσαν την ψυχή του.
Καθώς απομακρυνόταν η ψυχή του προς τα επάνω αναμειγνυόταν με αέρα διαυγή και καθαρό και ένοιωθε χαρά ...Και του φάνηκε πως άκουσε αμυδρό σφύριγμα να γυρίζει πάνω από το κεφάλι του και ο ήχος που άφηνε ήταν ευχάριστος.... Ο Τίμαρχος αναφέρει πως βγήκε η ψυχή του από το σώμα του, και ανεβαίνοντας πάνω από την γη είδε τους πλανήτες.
Κοιτάζοντας προς τα επάνω δεν είδε πουθενά την γη, αλλά νησιά, (οι πλανήτες) που έλαμπαν με λάμψη απαλή, αλλάζοντας μεταξύ τους και με την σειρά του το καθένα χρώματα. Τα νησιά αυτά φαίνονταν αναρίθμητα στο πλήθος και υπερφυσικά στο μέγεθος, όχι ίσα όλα, αλλά όλα σφαιρικά. Του φάνηκε επίσης πως κινούνταν κυκλικά στον αιθέρα και σιγο σφύριζαν μελωδικά (οι μουσική των σφαιρών – πλανητών που δημιουργείται κατά την περιφορά τους, και που έχει και επιστημονικά πλέον επιβεβαιωθεί) .
Ο Τίμαρχος κατά την διάρκεια του «εξωσωματικού ταξιδιού του», άκουσε επίσης μία φωνή που τον ρώτησε αν θέλει να μάθει κάτι. Αυτός απάντησε τα πάντα. Η φωνή του είπε πως μπορεί να ρωτήσει για το πεδίο της Περσεφόνης, που είναι μια από τις τέσσερις χώρες, και σημαδεύεται από την πορεία της Στυγός. Ο Τίμαρχος ρώτησε τι είναι η Στύγα, και η φωνή του εξήγησε πως είναι το μονοπάτι που οδηγεί στον Κάτω Κόσμο, στον Άδη, και πως περνά από δίπλα του και εκτείνεται προς τα πάνω, ερχόμενη από τον Άδη από κάτω του. Όπως του εξήγησε η φωνή καθώς η Στύγα πλησιάζει, οι ψυχές φωνάζουν από τρόμο, γιατί πολλοί είναι εκείνοι που γλιστρούν και μεταφέρονται μακριά από τον Άδη .
Τίμαρχος εξήγησε πως δεν έβλεπε τίποτα, εκτός από πολλά άστρα να τρεμοφέγγουν πάνω από την Άβυσσο, και άλλα που βυθίζονταν μέσα σ' αυτήν, Η φωνή που άκουγε του εξήγησε πως απλώς έβλεπε τους «δαίμονες...Είναι σίγουρο λοιπόν πως οι μύστες βίωναν μία μοναδική εμπειρία, η οποία σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες αποτελούσε κομβικό σημείο στην ζωή τους, για αυτό τον λόγο και η γνωστοποίηση του περιεχόμενου της ήταν απαγορευμένη στους αμύητους.
Με την εμφάνιση του Χριστιανισμού στους αιώνες που ακολούθησαν, έλαβε χώρα ένας θεολογικός συγκρητισμός και ταυτόχρονα υπήρχε εξαθλίωση των κοινωνικών μαζών. Ήταν η εποχή που η ελληνική σκέψη και θρησκευτικότητα μπολιάστηκε με πολλά ξένα στοιχεία. Σε ένα τέτοιο περιβάλλων η λαϊκή μαγεία, αποτελούσε εκ των πραγμάτων το καταφύγιο όσων οι ελπίδες είχαν διαψευσθεί τόσο από τους ανθρώπους όσο και τους θεούς..Αυτή την περίοδο κάνει την εμφάνιση της μία μεγαλειώδης μορφή στην Φιλοσοφία αλλά και μυσταγωγία, ο Πλωτίνος (205-270 μ.Χ.). Ο Πλωτίνος τόσο με την θεολογική και φιλοσοφική του σκέψη, όσο και με τις μυστικιστικές του εμπειρίες, είχε τεράστια επίδραση στον μετέπειτα χριστιανικό μυστικισμό, κυρίως δια μέσου του Διονυσίου του Αρεοπαγίτη.
Παρότι και ο Πλωτίνος δεν επιθυμεί να αποκαλύψει τίποτα για τα δρώμενα των μυστηρίων, δια μέσω της φιλοσοφικής του σκέψης μας αποκαλύπτει πολλά. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στις Εννεάδες, (VI.9, 11.5-15):
«Αυτό είναι το νόημα εκείνης της επιταγής των μυστηρίων. Τίποτα να μην αποκαλύπτεται στους αμύητους. Tο υπέρτατο δεν είναι για να κοινολογείται, τα άγια πράγματα απαγορεύεται να αποκαλυφθούν στον ξένο, σε όποιον δεν έχει καταφέρει ο ίδιος να δει. Δεν υπήρχαν δύο, (κατά την στιγμή της ένωσης με το θείο) ο ορών ήταν ένα με το ορώμενο, δεν ήταν όραμα αλλά ένωση. Ο άνθρωπος που διαμορφώνεται απ’ αυτή την ανάμειξη με το υπέρτατο πρέπει –εάν και μόνο θυμηθεί- να φέρει το είδωλο του αποτυπωμένο επάνω του. Έχει γίνει η ενότητα, τίποτα δεν υπάρχει μέσα του ή έξω του που να προκαλεί ποικιλία, τώρα καμιά κίνηση, κανένα πάθος, καμιά επιθυμία που να στρέφεται προς τα έξω, από τη στιγμή που επιτυγχάνεται αυτή η άνοδος. Αδρανεί η λογική και κάθε νόηση, ακόμα και για να τολμήσουμε την λέξη, ο ίδιος ο εαυτός: κρατημένος μακριά πλήρης θεού, έχει επιτύχει στην τέλεια ακινησία την απομόνωση. Με ήρεμο όλο του το είναι, δεν στρέφεται ούτε προς αυτή την πλευρά ούτε προς εκείνη, ούτε καν προς τα μέσα προς τον ίδιο του τον εαυτό. Εντελώς ήρεμος, σε στάση, έχει γίνει η ίδια η στάση».
Στον Πλωτίνο, οι μυστικιστικές καταστάσεις αποτελούν την κορύφωση, ενός φιλοσοφικού στοχασμού. Απαραίτητη προϋπόθεση των εκστατικών καταστάσεων αποτελεί η ηθική τελείωση, η σταδιακή αποξένωση του ανθρώπου από κάθε υλική ατέλεια, δηλαδή η τελείωση που αποκτάται μέσω της ασκητικής ζωής. Για τον Πλωτίνο η ένωση του ανθρώπου με τον Θεό μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με την βαθμιαία άνοδο του ανθρώπου από τον υλικό κόσμο σε εκείνον των Ιδεών και από εκεί στην ύπαρξη του Εν, το οποίο βρίσκεται πάνω από κάθε ιδιότητα και κατηγορία. Από αυτό το Εν ως θεϊκή αρχή και υπέρ ύπαρξη, προέρχεται το πάν μέσω απορροιών , ο Νους και η ύλη ως Φύση.
Ο Πλωτίνος περιγράφει το αίσθημα της «μυστικιστικής ένωσης» (το οποίο κατόρθωσε μόνο τέσσερις φορές στην ζωή του σύμφωνα με τον μαθητή του Πορφύριο) με το Θείο, το Εν (Εννεάδες IV .8.1.1-11):
«Πολλάκις αφυπνισθείς από την κατάσταση στην οποία βρισκόμουν μέσα στο σώμα μου και εισελθών στον ίδιο τον εαυτό μου, αποξενώνομαι από κάθε τι άλλο. Μέσα στο εσώτερο είναι μου βλέπω μία θαυμάσια ομορφιά, που με πείθει για την υπέροχη μοίρα που με αναμένει. Η δραστηριότητα του πνεύματος μου βρίσκεται στο ύψιστο σημείο. Είναι ένα με τον Θεό, εδράζομαι σε αυτόν ευρισκόμενος υπεράνω κάθε νοητού. Έπειτα όμως, από την ανάπαυση μου σε αυτόν, αφού κατεβώ στον χώρο του λογισμού και η ψυχή μου επανεισέλθει στο σώμα, απορώ πως "πότε και νύν" ήταν δυνατόν να κατέλθω, και πως η ψυχή μπορούσε να εισέλθει στο σώμα, αφού είναι αυτή που μου αποκαλύφθηκε (κατά την έκσταση μου)»
Στην κατάσταση της έκστασης ο Πλωτίνος αναφέρει πως πλημμύριζε από ένα μεταφυσικό φως, όπως λεει: «Δεν είναι γνωστό από πού ήρθε το φως, από έξω ή από μέσα», και όταν έπαυσε να βλέπει το φως εξηγεί:
«Ήταν λοιπόν μέσα και ωστόσο όχι μέσα. Δεν πρέπει να ερωτηθεί από πού ήρθε: δεν υπάρχει ένα «από πού», επειδή ούτε ήρθε ούτε έφυγε, αλλά εμφανίστηκε και εξαφανίστηκε. Για αυτό δεν είναι ανάγκη να το εξαναγκάσει, αλλά πρέπει να περιμένει σιωπηλός έως ότου εμφανιστεί και να προετοιμαστεί για να το δει, όπως το βλέμμα περιμένει την ανατολή του ήλιου».
To ταξίδι της ανθρώπινης ψυχής κατά τον Πλωτίνο, είναι ένα «εις εαυτόν» εσωτερικό ταξίδι, καθώς η ψυχή «ήξει ουκ εις άλλα, αλλά εις εαυτόν». «Πάντα είσω», τα πάντα είναι μέσα μας, αναφέρει χαρακτηριστικά ο Πλωτίνος. Για να επιτευχθεί αυτό πρέπει να απομακρυνθούμε από όλα τα εξωτερικά, στραμμένοι ολοκληρωτικά προς τα μέσα.Καμία κλίση προς τα έξω, το σύνολο των πραγμάτων πρέπει να αγνοηθεί. Η ψυχή τότε δεν θα δει τον θεό να εμφανίζεται ξαφνικά μέσα της, διότι δεν υπάρχει τίποτα πια που να τους χωρίζει, καθώς τότε δεν υπάρχουν δύο. Ο ορών είναι ένα με το ορώμενο, δεν είναι όραμα αλλά ένωση. Και τότε η ψυχή δεν έχει πια συνείδηση πως βρίσκεται μέσα σε ένα σώμα, ούτε πως ο εαυτός της έχει κάποια ταυτότητα.» ( Πλωτ. Εννεάδ. VI 9.10.20, vi, ix, 11,38 & vi 7,34,12, VI 9.11.5)
Σύμφωνα με τον Πορφύριο ( Βίος Πλωτ. 23,7) η μυστικιστική προσέγγιση του Θείου από τον Πλωτίνο, επιτεύχθηκε μέσω του διαλογισμού και των μεθόδων που υποδεικνύει ο Πλάτωνας στο Συμπόσιο. Η μέθοδος ανάβασης προς το θείο συνεπώς αφορά μία νοητική και όχι σωματική προσπάθεια, δίχως ειδικές τελετουργίες και επαναλήψεις ιερών ονομάτων. Στις επιστολές ο Πλάτωνας (Ζ Επιστ. 341 c-d ) αποκαλύπτει πως :«Η γνώση της ουσίας του όντος έρχεται σαν αποτέλεσμα του συνεχούς στοχασμού – διαλογισμού σχετικά με το θέμα και της επικοινωνίας με αυτό, ώσπου ξαφνικά, ξεπηδά όπως η φωτιά που ανάβει από τον σπινθήρα. Έτσι γεννιέται στην ψυχή και τρέφει ή ίδιο τον εαυτό της..»
Για τον Πλωτίνο αυτή η εμπειρία είναι φυσικό γεγονός και όχι υπερφυσική χάρη, όπως συμβαίνει στον χριστιανισμό. Και αυτό διότι για τον Πλωτίνο ο άνθρωπος δεν αποτελεί μία τυχαία υπόσταση της απορροής ακτινοβολίας του Εν, αλλά ένα πλάσμα με ελεύθερη βούληση, ικανό να επιστρέψει στην πηγή του και πηγή των πάντων το ΕΝ. Ο προορισμός του ανθρώπου είναι αναζητήσει το Θείο, και να γίνει όσον το δυνατόν όμοιος με το Εν, με τον Θεό. Μια τέτοια ομοίωση ή ακόμα μια ένωση με τον Θεό δεν είναι μια απλή θεωρητική βούληση, καθώς όλοι έχουμε μέσα μας κάτι που μοιάζει με το Έν, συνεπώς μπορούμε να το συλλάβουμε με αιφνίδια ενόραση καθώς όπως αναφέρει (Εννεάδες ΙΙΙ, 8, 9):
«Διότι κάτι από αυτό (το Έν) υπάρχει μέσα μας. Και μάλιστα δεν υπάρχει τόπος όπου αυτό να μην υπάρχει, σε όσα μπορούν να συμμετέχουν τούτου. Διότι οπουδήποτε κι αν θέσεις αυτό που είναι ικανό να το συλλάβει μπορείς εκεί να συλλάβεις το πανταχού παρόν. Είναι σαν μία φωνή που γεμίζει έναν κενό χώρο. Κάθε άνθρωπος που θα στήσει αυτί σε ένα οποιοδήποτε σημείο αυτού του χώρου, θα συλλάβει την φωνή ολόκληρη, κι όμως όχι ολόκληρη.»
Για τον Πλωτίνο ο άνθρωπος οφείλει να δώσει την μάχη στον παρόντα χρόνο, όχι μόνο μετά θάνατον αλλά και στην ζωή αυτή μέσω της λεγομένης καταστάσεως της εκστάσεως. Μετά τον Πλωτίνο οι νεοπλατωνικοί στράφηκαν σε θεουργικές πρακτικές επηρεασμένες από την Αιγυπτο – Βαβυλωνιακή μυστηριακή μαγική παράδοση, για την επίτευξη της ένωσης με το Θείο, αν και γνωρίζουμε πως ακόμη και ο Πλωτίνος είχε υπόψη του, τις θεουργικές πρακτικές αν και ήταν αντίθετος με αυτές.
Ο Πορφύριος μάλιστα αναφέρει πως οι θεουργικές τελετές μπορούν να καθαρίσουν την πνευματική ψυχή, και να την κάνουν κατάλληλη να δέχεται πνεύματα και τους αγγέλους, αλλά ταυτόχρονα επισημαίνει επηρεασμένος σαφώς από τον δάσκαλο του Πλωτίνο, πως η τεχνική αυτή είναι επικίνδυνη, και μπορεί να προκαλέσει καλό ή κακό.
Αμφιβάλει μάλιστα ο Πορφύριος ότι μπορεί πράγματι να επιτύχει κάποιος την επιστροφή της ψυχής στο θεό, ή ότι αποτελεί έναν απαραίτητο παράγοντα για αυτό. Παρόλα αυτά ο Πορφύριος έγραψε ένα υπόμνημα πάνω στα «Χαλδαϊκά λόγια», τα οποία αποτελούν έργο κατά πάσα πιθανότητα του Ιουλιανού του θεουργού, θαυματοποιού του 2ου αι. μ.Χ. Ο Ιουλιανός (όχι ο αυτοκράτορας γνωστός ως παραβάτης) έζησε την εποχή του Μ. Αυρήλιου, και ήταν γιος «Χαλδαίου φιλοσόφου» .
Οι χρησμοί αυτοί εκτός των άλλων, περιλαμβάνουν συνταγές μαγείας, αλλά και τελετουργικές οδηγίες για την επίκληση των Θεών. Σύμφωνα με τον Ιουλιανό, οι οδηγίες αυτές του παραδόθηκαν από τους Θεούς. Μετά τον Πορφύριο οι Νεοπλατωνιστές με κύριο εκπρόσωπο τον Ιάμβλιχο, εγκατέλειψαν την νοητική μεθοδολογία προσέγγισης του Θείου όπως αυτή εφαρμόστηκε από τον Πλωτίνο, και στράφηκαν στην «θεουργία, και στην «μαγική τελετουργία», καθώς σύμφωνα με τον Ιάμβλιχο (Περί μυστηρίων ΙΙ, 1,11,96,13 Partney):
«Δεν είναι η νόηση που ενώνει με τον Θεό, γιατί τότε τι θα εμπόδιζε τους θεωρητικούς φιλοσόφους να πετύχουν την θεουργική ένωση μαζί του; Αυτό όμως δε έγινε ποτέ. Η ένωση με τον θεό επιτυγχάνεται μόνο με την θεουργία . Η θεουργία επιτυγχάνεται με την ενέργεια των άρρητων έργων, τελούμενων με τον αρμόδιο τρόπο, έργων που είναι πέρα από κάθε νόηση, και με την δύναμη των άφθεκτων συμβόλων που μόνο οι θεοί τα εννοούν... Ακόμη και δίχως εμείς να τα εννοούμε τα συνθήματα αυτά εκτελούν από μόνα τους το δικό τους έργο».
Ο Ιάμβλιχος εδώ έρχεται σε σαφή αντίθεση με τον ιδρυτή του νεοπλατωνισμού Πλωτίνο, και μάλιστα στο συγκεκριμένο απόσπασμα αμφισβητεί εμμέσως πλην σαφώς, την επίτευξη της «μυστικιστικής ένωσης» που σύμφωνα με τον Πορφύριο ο Πλωτίνος κατόρθωσε τέσσερις φορές στην ζωή του.
Η θεουργία του Ιαμβλίχου φαίνεται πως στηρίζεται στις Αιγυπτιακές και Βαβυλωνιακές μαγικές και θεουργικές πρακτικές, αλλά και στην θεωρία της «συμπαθείας», που ανέπτυξε κυρίως ο στωικός φιλόσοφος Ποσειδωνίος (135 – 50 π.χ), σύμφωνα με την οποία κάθε ουράνιο Ον, έχει το αντίστοιχο του στην γη, ο μακρόκοσμος επηρεάζει τον μακρόκοσμο και το αντίστροφο. (Ο Ποσειδώνος θεμελίωσε την θεωρία του αυτή, γνωρίζοντας την επίδραση της σελήνης στον έμμηνο κύκλο της γυναίκας , και παρατηρώντας ταυτόχρονα την επίδραση της σελήνης και στην παλίρροια και την άμπωτη).
Για τους στωικούς και τους Νεοπλατωνικούς το σύμπαν ήταν ένα κλειστό σύστημα, όπου τίποτε δεν είναι αυτόνομο, αλλά όλα συνδυάζονται μεταξύ τους κατά τέτοιο τρόπο, ώστε τα πάντα να αποτελούν μία αδιάσπαστη ιεραρχημένη αλυσίδα, από τον Θεό, έως την ύλη. Η ενότητα που υπάρχει στο σύμπαν εξασφαλίζεται με την παρεμβολή ενδιάμεσων οντοτήτων των «δαιμόνων», (2) του Πλάτωνα, αλλά του Νου και της ψυχής. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο μεταξύ του Νού και της ύλης παρεμβάλλεται η ψυχή, η οποία εμποτίζει την ύλη δίνοντας στα αισθητά ζωή και σχήμα, δίνοντας υπόσταση ουσιαστικά στον αισθητό κόσμο. Ο αισθητός κόσμος αποτελεί συνεπώς έναν έμψυχο οργανισμό με πνευματικές δυνάμεις, των οποίων δεν έχει συνείδηση. Με βάση την παραπάνω θεώρηση, τελετουργικές πράξεις στην Γη επηρεάζουν τον αθέατο επουράνιο Θείο κόσμο.
Σύμφωνα με τις μαγικές και θεουργικές πρακτικές, που αναφέρονται σε μαγικούς παπύρους, όχι μόνο η ένωση ανθρώπου και Θείου μπορούσε πλέον να επιτευχθεί δια μέσω αυτών των μυστικών θεουργικών τελετών, αλλά και θείες οντότητες μπορούσαν να υλοποιηθούν και να εμψυχώσουν ανθρώπινα δημιουργήματα (αγάλματα και φυλαχτά) «τελεστική». Σκοπός της «τελεστικής» ήταν η «στοιχείωσης», η εγκατάσταση δηλ. ενός δαίμονα μέσα σε αγάλματα ή φυλαχτά μέσω μυστικών επικλήσεων και τελετών.
Οι σφραγίδες και οι ειδικές μαγικές λέξεις που βρίσκονταν σφραγισμένα μέσα στα αγάλματα περιελάμβαναν στοιχεία όπως τα επτά φωνήεντα, που αντιστοιχούσαν στους επτά πλανήτες. Ο σωστός τρόπος εκφώνησης των μαγικών λέξεων αποτελούσε επτασφράγιστο μυστικό που παραδίδονταν μόνο προφορικά. Μόλις αυτό επιτυγχανόταν, τότε το αντικείμενο αυτό αποκτούσε μία μαγική δύναμη προστασίας.
Ο Ζώσιμος για παράδειγμα αναφέρει πως θεουργός Νεστόριος έσωσε την Αθήνα από τον σεισμό το 375 μ.χ κατασκευάζοντας με αυτή την τεχνική ένα «τέλεσμα» και αφιερώνοντας το στον Παρθενώνα, σύμφωνα με οδηγίες που έλαβε στον ύπνο του. Ένας από τους πιο διάσημους (κυρίως λόγω της σύγκρισης του με τον Ιησού Χριστού) θεουργούς, ήταν ο Απολλώνιος ο Τυαννέας, ο οποίος εγκατέστησε στην Αντιόχεια ένα «τέλεσμα» - ομοίωμα χάλκινου σκορπιού κατά των σκορπιών, που το έθαψε κάτω από έναν κίονα, και που είχε ως αποτέλεσμα να εξαφανιστούν οι σκορπιοί από την Αντιόχεια.
Ο φιλόσοφος και μάγος της αναγέννησης Marcilio Ficino, εξηγεί τον λόγο κατασκευής των «τελεσμάτων»:«Επειδή οι πρόγονοι μας δεν μπορούσαν να κατασκευάσουν ψυχές, καλούσαν τις ψυχές των δαιμόνων ή των αγγέλων και επιτελώντας ιερές και θειες τελετές, τις τοποθετούσαν μέσα σε εικόνες έτσι ώστε μέσω των ειδώλων αυτών οι ψυχές εκείνες να αποκτήσουν την δύναμη να πράττουν το καλό και το κακό. ..Τα συστατικά των γήινων αυτών θεών αποτελούνταν... από βότανα , πέτρες και αρώματα που κλείνουν μέσα τους μία φυσική θεία δύναμη. Ο λόγος δε για τον οποίο οι άνθρωποι τους ευχαριστούσαν με συχνές θυσίες, με ύμνους και προσευχές και με γλυκείς ήχους που αναπαριστούσαν την αρμονία των ουρανών ήταν ο έξεις: Για να μπορούν τα ουράνια εκείνα όντα, που είχαν ελκυστεί μέσα στα είδωλα μέσω των επαναλαμβανόμενων τελετών, να φέρουν χαρά στους ανθρώπους που θα παραμείνει σε αυτούς για μακρύ διάστημα.»(3)
Απώτερος όμως σκοπός των θεουργικών τελετών ήταν η «πνευματική θεουργία», δια μέσου της εξόδου της Ψυχής από το σώμα, ή άνοδος της στον «εμπύριον τόπον» , και ή «θέαση» των φωτεινών θεϊκών όντων. Ο πλέον πνευματικός τρόπος αυτής της θεουργικής πρακτικής, επιτυγχανόταν δια μέσου των κατάλληλων αναπνευστικών ασκήσεων και του διαλογισμού, ο αποχωρισμός της Ψυχής από την ύλη, και «η πρός το νοητόν πύρ άνοδος», όπως έλεγε ο Ιάμβλιχος. Ο Ιάμβλιχος αναφέρει πως κατά τις μαγικές τελετουργίες το καλούμενο πνεύμα εμφανιζόταν ως μία φλεγόμενη ή φωτεινή μορφή. (4)
Στους μαγικούς πάπυρους περιγράφεται ο τρόπος με τον οποίο μπορεί κάποιος ανυψωθεί τελετουργικά για να επικοινωνήσει με θεία όντα, με αναφορές σε μυστικές φράσεις που πρέπει ο θεουργός να απαγγείλει για να προστατευτεί από τις κακόβουλες θεϊκές ή αγγελικές δυνάμεις. Παραθέτουμε ένα μικρό σχετικό απόσπασμα:
«Έλξε από τις ηλιακές ακτίνες αέρα, απορροφώντας τον όσο μπορείς και θα δεις τον εαυτό σου να ανυψώνεται σε μεγάλο ύψος, ώστε να νομίζεις ότι βρίσκεσαι στο μέσον του αέρα. Και δεν θα ακούς κανένα ούτε άνθρωπο ούτε ζώο, αλλά ούτε θα βλέπεις τίποτα από τα θνητά εκείνη την ώρα ενώ θα βλέπεις τα αθάνατα. Θα δεις τότε να σε κοιτάζουν οι Θεοί και να ορμούν κατά πάνω σου. Εσύ τότε θέσε αμέσως το δεξί δάκτυλο σου στο στόμα και πες: Σιγή , σιγή, σιγή, σύμβολο θεού ζώντος άφθάρτου φύλαξε με σιγή ΝΕΧΘΕΙΡ ΘΑΝΜΕΛΟΥ. Έπειτα σφύριξε με μακρύ σφύριγμα και κατόπιν σφύριξε με κλειστά χείλη λέγοντας…..»
Κατά τη διάρκεια της εκστατικής κατάστασης των θεουργών πολλοί από αυτούς αιωρούντο στον αέρα, κάτι που αποτελούσε μία συχνή πρακτική του Ιαμβλίχου, καθώς σύμφωνα με τους μαθητές του, όταν ο Ιάμβλιχος διαλογιζόταν το σώμα του ανυψωνόταν από την γη, ενώ τα ρούχα του έλαμπαν σαν τον χρυσό. (5)
Αλλά και στα Ερμητικά κείμενα (Λόγος ΙΑ’20), δίνονται οδηγίες για την ανάβαση στις θείες σφαίρες.
«Αύξησε τον εαυτό σου σε αμέτρητο μέγεθος, ξεπερνώντας κάθε σώμα και χρόνο. Φαντάσου πως είσαι παντού στην γη, στην θάλασσα, στον Ουρανό, χωρίς να γεννηθείς ώστε να βρίσκεσαι στην μητρική κοιλιά. Φαντάσου πως είσαι νέος, γέρος και πεθαμένος και πέρα από τον θάνατο. Και όλα αυτά νόησε τα μαζί: τους χρόνους, τους τόπους τα πράγματα, τις ποιότητες και τις ποσότητες και τότε μπορείς να εννοήσεις και τον θεό».
Για τον Πρόκλο5ο αιώνα μ.χ η θεουργία είναι μία δύναμη υψηλότερη από κάθε ανθρώπινη σοφία, που περιέχει όλα τα αγαθά της μαντικής, τις καθαρτικές δυνάμεις της μύησης, και με μία λέξη τις λειτουργίες της θείας κατοχής. (θεολ. Πλατ. σ 63), και μάλιστα ισχυριζόταν πως είχε προσωπικά οράματα φωτεινών φαντασμάτων της Εκάτης. (6)
Στους Χαλδαϊκούς Χρησμούς ( Kroll 57, fr. 146) περιγράφονται χαρακτηριστικά τα θεουργικών οραμάτων που βίωναν οι θεουργοί:
»Θα δεις πυρ όμοιο με παιδί το όποιο θα σκιρτάει στον αέρα ή και πυρ χωρίς μορφή, απ’ οπού θ' ακούσεις φωνή προτρέχουσα, ή (θα δεις) φως άφθονο, που να περιστρέφεται σφυρίζοντας ορμητικά γύρω από τη γη, ή (μπορεί) να δεις ίππον (=σύμβολο της Εκάτης) που αστραφτερό κι από το φως με ένα πύρινο παιδί πάνω στη γρήγορη ράχη του ίππου».
Με την οριστική επικράτηση του Χριστιανισμού και το κλείσιμο των φιλοσοφικών σχολών, η μόνη ατραπός θεογνωσίας πλέον επιτυγχανόταν δια μέσω του Ιησού Χριστού, παρόλα αυτά η νεοπλατωνική θεολογική σκέψη επηρέασε τα μέγιστα όπως σε προηγούμενη μελέτη μας έχουμε αναφέρει (7), την πρώιμη Χριστιανική σκέψη κυρίως δια μέσω του Διονύσιου του Αρεοπαγίτη.
Με την αναγέννηση και την εκ νέου γνωριμία του δυτικού κόσμου δια μέσω του Πλήθωνα του Γεμιστού(8), μετά από οκτώ ολόκληρους αιώνες με την αρχαιοελληνική σκέψη και τον Νεοπλατωνισμό, ξανάρχονται εκ νέου στο προσκήνιο του ενδιαφέροντος, οι «αρχαίες» πλέον παγανιστικές αιρετικές φιλοσοφικές και μυσταγωγικές πρακτικές.
Παρότι λοιπόν έχουμε συνηθίσει να αναφερόμαστε στην αρχαία Ελλάδα ως την μητέρα του ορθολογισμού και των επιστημών, είναι εμφανές πως το παράλογο και το μεταφυσικό, ενυπήρχε σε όλο το διάστημα του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού., καθώς ο μυστικισμός συν πορευόταν με το λαϊκό θρησκευτικό συναίσθημα, εφόσον η ένωση του ανθρώπου με ότι αυτός θεωρεί Θείο, αποτέλεσε και αποτελεί πάντα έναν ενδέμηχο πόθο της ανθρώπινης ψυχής...
Παραπομπές.
(1) . Ο μυστικισμός στις θρησκείες του κόσμου, Τσοπάνης Κωνσταντίνος, εκδόσεις Ιάμβλιχος
(2) . Το κρισιμότερο θεολογικό πρόβλημα που κλήθηκε να λύσει η αρχαιοελληνική φιλοσοφική σκέψη, ήταν το πρόβλημα της θεοδικίας, το πως είναι δηλαδή δυνατόν, ενώ ο θεός είναι το υπέρτατο Αγαθό, και πανταχού παρόν, η αγαθή ουσία του να μένει έξω από αυτό, εφόσον στον δημιουργημένο κόσμο ενυπάρχει το κακό και ο θάνατος. Ο Πλάτωνας για να δώσει απάντηση στο κρίσιμο αυτό θεολογικό ερώτημα, στο έργο του «συμπόσιο», έκανε λόγο για τους «δαίμονες» ως τους μεσάζοντες μεταξύ αιώνιου θεού και αγέννητων όντων, θεών και ανθρώπων. Στον Τίμαιο (47b) ο Πλάτωνας διαχωρίζει τον Δημιουργό Θεό από τους γεννημένους θεούς αστέρες, οι οποίοι είναι ατελείς διότι γεννήθηκαν μέσα στον χρόνο. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει: «Επειδή έχετε δημιουργηθεί κάποτε, γι αυτό δεν είστε αθάνατοι, ωστόσο δεν θα έχετε την μοίρα του θανάτου, χάρη στην δική μου βούληση»
Κατ’ αυτό τον τρόπο ο Πλάτωνας συνειδητά ή ασυνείδητα υπονόμευσε το θεολογικό υπόβαθρο του Ελληνικού δωδεκαθέου. Συν το χρόνο βέβαια και πέρα από τις φιλοσοφικές αντιλήψεις του Πλάτωνα, οι Ολύμπιοι θεοί που παλαιότερα αντιπροσώπευαν φυσικές δυνάμεις, είχαν τώρα εξαδινικευτεί σε Θεούς με ανθρώπινα πάθη , από τους οποίους οι πιστοί ζητούσαν βοήθεια την οποία πολλές φορές αποτύγχαναν να εκπληρώσουν..
(3) «Αρχαίοι Έλληνες μύστες», Διαμαντής Κούτουλας, εκδόσεις Εσοπτρον.
(4) «Μάγοι της φιλοσοφίας», Θεοδ. Πελεγρίνης, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
(5, 6) «Αρχαίοι Έλληνες μύστες», Διαμαντής Κούτουλας, εκδόσεις Εσοπτρον.
(7) βλέπε «Μυστικισμός και Θείο στην Ελλάδα και στον αρχαίο Κόσμο», Χλέτσος Βασίλης, εκδόσεις Γεωργιάδης
(8) Ο Πλήθων ήταν μέλος της ελληνικής (βυζαντινής) αντιπροσωπείας στην σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας για την ένωση των δύο εκκλησιών. Ένα ταξίδι το οποίο αποτέλεσε τον σημαντικότερο ίσως σταθμό για την αναγέννηση, καθώς στην Ιταλία είχε την ευκαιρία να συναντηθεί με επιφανείς Ιταλούς λογίους, και να γίνει ο εισηγητής του πλατωνισμού στην Ιταλία της αναγέννησης και ο εμπνευστής της ίδρυσης της Πλατωνικής Ακαδημίας της Φλωρεντίας.
Πολύ ενδιαφέροντα τα παραπάνω κύριε ΧΛΕΤΣΟ. Απλώς ήθελα να σχολιάσω ότι έχω την υποψία ότι οι αρχαίοι έλληνες με την λέξη θείο αναφέρονταν σε κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που αναφερόμαστε σήμερα. Κάπου άκουσα ότι η λέξη προέρχεται από το ρήμα θέομαι που σημαίνει μεταβάλλομαι. Νομίζω πως οι σημερινοί άνθρωπό δίνουν στην έννοια του θείου μάλλον σταθερές ιδιότητες παρά μεταβλητές.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕχεις δίκιο αγαπητέ φίλε. Εμείς εξάλλου μόνο ερμηνεύουμε τους αρχαίους, συνήθως κατά το δοκούν . Το πιο συχνό λάθος που κάνουν πολλοί είναι ο ιστορικός αναχρονισμός, όπου ερμηνεύουμε τους αρχάιους με βάση τα στοιχεία του δικού μας σύγχρονου πολιτισμού. Συνεπακόλουθα και για το Θείο οι αντιλήψεις σίγουρα διέφεραν απο την ένοια του Θείου όπως το ερμηνεύουμε σήμερα. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι ακόμη και στις αρχαίες (σύγχρονες) φιλοσοφικές σχολές, υπήρχε διαφορά αποψεων περί ΘΕΙΟΥ...!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλησπέρα κύριε Χλέτσο. Το άρθρο σας είναι αρκετά ενδιαφέρον και χωρίς υπερβολές, διαβάζοντας το ήταν σα να περνούσα στην εποχή που συνέβαιναν τα μυστήρια. Θα ήθελα να εντάξω ένα μέρος του σε μία έρευνα μου, αναφερώμενη οπωσδήποτε στο όνομα σας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ ευχαρίστως, ότι χρειάζεσαι στην διάθεση σου.
ΑπάντησηΔιαγραφή