Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2014

Σπήλαια, υπόγειες κρύπτες και μυσταγωγία







Σε όλες τις μυητικές σχολές  του παρελθόντος , οι Ιεροφάντες αποκάλυπταν στους υποψηφίους μύστες  πώς να  «πεθάνουν» ώστε στην συνέχεια να «αναστηθούν» ως «νέοι»  άνθρωποι. Για ποίο λόγο όμως έπρεπε να «αναστηθούν», ενώ ήταν εν ζωή;

Οι  αρχαίοι μυσταγωγοί  μελετώντας  τη φύση  είχαν παρατηρήσει  πως μέσα  από την μεταμόρφωση της κάμπιας σε πεταλούδα λ.χ. ή του σπόρου που πεθαίνει  για να καρποφορήσει,  είχαν συμπεράνει πως  κατ’ αντιστοιχία  υπάρχει ένας  αθάνατος άυλος πυρήνας του ανθρώπου - η ψυχή- , η οποία  δεν πεθαίνει μετά τον σωματικό θάνατο. Για τους αρχαίους μυσταγωγούς η ενατένιση του αθάνατου Θεϊκού  λίκνου της ψυχής,  ήταν εφικτή πριν επέλθει ο σωματικός θάνατος. Αυτή η διαδικασία όμως προϋπόθετε δοκιμασίες και  επίπονες σωματικές και νοητικές ασκήσεις.  Ο Πλούταρχος αναφέρει σχετικά: 

«Η ψυχή, την στιγμή του θανάτου, νοιώθει τις ίδιες εντυπώσεις όπως αυτοί που έχουν μυηθεί στα μεγάλα μυστήρια. Ελάχιστοι φυσικά  επιτύγχαναν όπως μαρτυρά ο Πλάτωνας τον « θάνατο» της κατώτερης φύσης του ανθρώπου και της ανάβαση της ψυχής σε υψηλότερες σφαίρες αντίληψης (Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι φέροντες τον πυρσό, λίγοι όμως είναι οι μύστες). Αυτοί όμως που το επιτύγχαναν  ήταν πλέον οι «αναγεννημένοι». 

Τα μυστηριακά υπόγεια μέρη λειτουργούσαν ως αναπαραστάσεις του Άδη (το ταξίδι της μύησης σε αυτά, νοούνταν ως ένα ταξίδι πέρα από τον θάνατο. Μια τρομακτική αίσθηση κλειστοφοβίας ,  κυριαρχούσε σε αυτόν που βρισκόταν στο απόλυτο σκοτάδι . Το σκοτάδι είναι το σύμβολο της άγνοιας, είναι το πεδίο του Αγνώστου και το φως στο σκοτάδι είναι ή γνώση που έρχεται να φωτίσει το Άγνωστο.  

Ο Πλωτίνος αναφέρει σχετικά : «Πολλάκις αφυπνισθείς από την κατάσταση στην οποία βρισκόμουν μέσα στο σώμα μου και εισελθών στον ίδιο τον εαυτό μου, αποξενώνομαι από κάθε τι άλλο. Μέσα στο εσώτερο είναι μου βλέπω μία θαυμάσια ομορφιά, που με πείθει για την υπέροχη μοίρα που με αναμένει. Η δραστηριότητα του πνεύματος μου βρίσκεται στο ύψιστο σημείο. Είναι ένα με τον Θεό, εδράζομαι σε αυτόν ευρισκόμενος υπεράνω κάθε νοητού. Έπειτα όμως, από την ανάπαυση μου σε αυτόν, αφού κατεβώ στον χώρο του λογισμού και η ψυχή μου επανεισέλθει στο σώμα, απορώ πως "πότε και νύν" ήταν δυνατόν να κατέλθω, και πως η ψυχή μπορούσε να εισέλθει στο σώμα, αφού είναι αυτή που μου αποκαλύφθηκε (κατά την έκσταση μου)».

Για το πώς οι υποψήφιοι μύστες κατάφερναν να «αναγεννηθούν» δια μέσου των μυστηριακών τελετουργιών δεν είναι του παρόντος, είναι κοινή  όμως η πεποίθηση πως κατά την διάρκεια αυτών των  δοκιμασιών μύησης,  η ψυχή του υποψηφίου περισσότερο πάθαινε παρά μάθαινε  ( περισσότερες πληροφορίες  εδώ ).  Ο  άνθρωπος δηλαδή  υποβαλλόταν σε μία «συνειδησιακή μεταστοιχείωση», βιώνοντας την άρρητη ενότητα με την πηγή αλλά και τελικό προορισμό του…. Ο θάνατος και η αναγέννηση λοιπόν αφορούσε μία νοητική και συνειδησιακή κατάσταση,  και όχι φυσικά την υλική υπόσταση του ανθρώπου.  Ήταν η στιγμή που   η «κατώτερη φύση» πέθαινε για να αφήσει τη θέση της στο πνεύμα, σ΄αυτή τη θεϊκή αρχή που βρίσκει τότε τη δυνατότητα να ελευθερωθεί για να δράσει και να αλλάξει τα πάντα.

Σε κάθε περίπτωση η πρώτη και βασικότερη προϋπόθεση «αφύπνισης  και αναγέννησης», με τελικό προορισμό την Θέα του Αγαθού την «Θέωση», αναφέρεται από τον Πλάτωνα στο περί ψυχής  όπου ο Σωκράτης κάνει λόγο  για την ανάγκη αποδέσμευσης του ανθρώπου από τις αισθήσεις: 

«Πότε λοιπόν, αγγίζει η ψυχή την αλήθεια;  Γιατί όταν επιχειρεί με την μεσολάβηση του σώματος να εξετάσει κάτι, τότε, είναι φανερό, το σώμα την εξαπατά. Και αναμφίβολα καλύτερα διαλογάται τότε, όταν κανένα απ’ αυτά δεν την παρενοχλεί, ούτε η ακοή ούτε η όραση ούτε η οδύνη ούτε κάποια ηδονή, αλλά αντίθετα  μένει τελείως μόνη με τον εαυτό της, χωρίς να λογαριάζει  το σώμα και,  στον βαθμό που μπορεί, χωρίς να επικοινωνεί και να έρχεται σε επαφή με αυτό, λαχταρά  αυτό που πραγματικά υπάρχει (το Όν)».

Ας εξετάσουμε τώρα που λάμβαναν χώρα αυτές οι ιερουργίες. Οι χώροι μυήσεως βρίσκονταν σε σπήλαια φυσικά ή τεχνητά (ναοί/ Πυραμίδες), κατ’ αντιστοιχία της γυναικείας μήτρας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι ιεροί αυτοί χώροι- κρύπτες θα έπρεπε να βρίσκονται μέσα στην Γαία, την Δήμητρα, την τροφό του ανθρώπου και της Φύσεως.   Εκεί  όπου και το υλικό σώμα τελικά θα αποσυντεθεί στα στοιχεία εξ όσων αρχικά συνετέθη.

Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες πληροφορίες για ένα τέτοιο χώρο στον Αρχαίο Ελληνικό  χώρο διασώθηκαν στον μύθο του  Τίμαρχου του Χαιρωνέα. Στη σημερινή Λιβαδειά της Βοιωτίας βρισκόταν το Τροφώνιο Άντρο, ένα από ξακουσμένα αλλά  και πιο μυστηριώδη Ασκληπιεία της εποχής εκείνης. (περισσότερες πληροφορίες  εδώ ). 

Ο Τροφώνιος ήταν ένας μυθολογικός ήρωας για τον οποίο πιστευόταν ότι έχτισε το μαντείο και το ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Σύμφωνα με τον μύθο  όταν τελείωσε την κατασκευή, συμβουλεύτηκε ο ίδιος το μαντείο των Δελφών, και όταν ρωτήθηκε τι θα ήθελε ως ανταμοιβή για την υπηρεσία του στο Θεό, εκείνος απάντησε: «Θέλω αυτό που είναι καλύτερο για τον άνθρωπο…» .

Το μαντείο απάντησε ότι την Τρίτη μέρα ή επιθυμία του θα πραγματοποιούνταν και θα είχε αυτό που ήταν καλύτερο για τον άνθρωπο. Και έπειτα από τρεις ημέρες, ο Τροφώνιος βρέθηκε νεκρός. Το καλύτερο λοιπόν για τον άνθρωπο είναι να πεθάνει...

Στην συνέχεια το  μαντείο των Δελφών ζήτησε  να εγκαθιδρυθεί ή λατρεία του Τροφώνιου στη Λιβαδειά και να χτιστεί εκεί ένα μαντείο αφιερωμένο σε αυτόν και ήταν ένα υπόγειο μαντείο. Ο χώρος του Τροφωνείου χωρίζεται από την πόλη της Λεβάδειας από τον ποταμό Έρκυνα, όπου καθαίρονταν όσοι επρόκειτο να ζητήσουν χρησμό.  Εκεί καθώς έπαιζε η κόρη του Τροφώνιου Έρκυνα, και θεσπίστρια της λατρείας της Ευρώπης Δήμητρας με την Κόρη της Δήμητρας, της έφυγε μια χήνα που κρατούσε στην αγκαλιά και η οποία μπήκε μέσα σε ένα σπήλαιο. Η κοπέλα την ακολούθησε και μετακινώντας μια πέτρα για να την πιάσει ανέβλυσε το νερό της πηγής του ποταμού που γι” αυτό ονομάστηκε Έρκυνας. 

Όσοι επιθυμούσαν χρησμό, παρέμεναν αρκετές μέρες στο ιερό άλσος σε ένα κτίριο αφιερωμένο στον Αγαθό Δαίμονα και την Αγαθή Τύχη, κάνοντας λουτρά στα κρύα νερά της Έρκυνας και τρώγοντας το κρέας των κριαριών που θυσιάζονταν. Αν οι θυσίες ήταν ευνοϊκές, τότε δύο δεκατριάχρονα αγόρια που ονομάζονταν Ερμαί, τον έπλεναν και τον άλειφαν με λάδι στις πηγές του ποταμού. Ύστερα οι ιερείς του έδιναν να πιει από το νερό της Λήθης για να λησμονήσει όσα είχε στο μυαλό του. Μόνο τότε τον κατέβαζαν στο μαντείο και όταν επιστρέψει του δίνουν να πιει από το νερό της Μνημοσύνης, για να θυμηθεί όσα είδε και όσα άκουσε

Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ένα μεγάλο σμήνος από άγριες μέλισσες εμφανίστηκε στη Λιβαδειά, κάποιοι το ακολούθησαν ως την τεράστια κυψέλη του κάτω από τη γη, κι αυτό τους οδήγησε στην ανακάλυψη του Μαντείου.

Γι’ αυτόν τον λόγο ο Τροφώνιος συχνά απεικονίζεται να κρατά μία κυψέλη μελισσών. Αυτή η διήγηση της ανακάλυψης μοιάζει αλληγορική, ο Παυσανίας μιλάει συμβολικά  καθώς η «κυψέλη κάτω από τη γη» θα μπορούσε να υπονοεί ένα υπόγειο δίκτυο στοών που υπήρχε στο Τροφώνιο. Οι μέλισσες  ως σύμβολο συνδεόταν με τα Ελευσίνια μυστήρια (Οι μέλισσες θεωρούντο ιέρειες της Δήμητρας)  αλλά και  τους Δελφούς, και το σμήνος που ακολουθείται ως το Μαντείο του Τροφώνιου υπονοεί την εντολή του Μαντείου των Δελφών για να ιδρυθεί ένας τόπος λατρείας του Τροφώνιου στη Λιβαδειά.

Ο Παυσανίας διηγείται τα  εξής για το τι συνέβαινε εκεί : 

«Όταν κάποιος αποφασίσει να κατεβεί στον Τροφώνιο, πρώτα ζει καθορισμένες ημέρες σε οίκημα, το οποίο είναι αφιερωμένο στον αγαθό Δαίμονα και στην αγαθή Τύχη. Όσο ζει εκεί, και κατά τα άλλα μένει καθαρός και απέχει από θερμά λουτρά, λούζεται στον ποταμό Έρκυνα....(...)...
Μέσα στον περίβολο υπάρχει άνοιγμα γης, όχι φυσικό, αλλά χτισμένο με μεγάλη τέχνη και αρμονία. Το οικοδόμημα αυτό έχει σχήμα φούρνου… Για να κατέβει κανείς στο βάθος δεν έχει χτιστή σκάλα, αλλά όταν κανείς έρχεται στον Τροφώνιο του φέρνουν μια σκάλα στενή κι ελαφριά.
Στο βάθος υπάρχει τρύπα ανάμεσα στο δάπεδο και στο οικοδόμημα… Αυτός λοιπόν που κατεβαίνει, ξαπλώνει ανάσκελα στο έδαφος κρατώντας γλυκά ζυμωμένα με μέλι (μελόπιτες) και βάζει πρώτα μέσα στην τρύπα τα πόδια του για να μπει μετά και ο ίδιος. Αν τα γόνατα του βρεθούν μέσα στην τρύπα, το υπόλοιπο σώμα τραβιέται αμέσως ακολουθώντας τα γόνατα, όπως ο μεγαλύτερος και γρηγορότερος ποταμός μπορεί να ρουφήξει τον άνθρωπο που τον άρπαξε με τη δίνη του. (!!) Έπειτα, για όσους βρεθούν στο άδυτο, δεν υπάρχει ένας μόνο τρόπος για να μάθουν το μέλλον, αλλά άλλος βλέπει και άλλος ακούει».

Τις σημαντικότερες όμως πληροφορίες μας τις δίνει ο Πλουταχος “Περί Σωκράτους Δαιμονίου”, ας εξετάσουμε τι μας περιγράφει:

... Αυτός λοιπόν (ο Τίμαρχος), ποθώντας να μάθει ποια δύναμη είχε το δαιμόνιο του Σωκράτη (καθώς ήταν μάλιστα ευγενής νέος και μόλις είχε πάρει μια γεύση της Φιλοσοφίας), αφού ανακοίνωσε μόνο σε μένα και τον Κέβητα το σχέδιο του, κατέβηκε στο άντρο του Τροφώνιου, έχοντας τελέσει τις καθιερωμένες γύρω από αυτό το μαντείο τελετές. Αφού παρέμεινε εκεί κάτω για δυο νύχτες και μια ημέρα, κι ενώ οι περισσότεροι άρχισαν πια να χάνουν την ελπίδας τους για αυτόν και οι συγγενείς του οδύρονται, ανέβηκε πάνω το πρωί πολύ χαρούμενος.
Προσκύνησε τον θεό και, μόλις ξέφυγε από τον όχλο, μας διηγούνταν πολλά πράγματα εκπληκτικά και να τα δεις και να τα ακούσεις.

Μας είπε, λοιπόν, πως όταν κατέβηκε στο μαντείο συνάντησε στην αρχή βαθύ σκοτάδι. Κατόπιν, αφού προσευχήθηκε, έμεινε ξαπλωμένος για πολύ ώρα, δίχως να καταλαβαίνει με απόλυτη ενάργεια αν ήταν σε εγρήγορση ή αν ονειρευόταν.
Πλην, όμως, του φάνηκε ότι δέχτηκε ένα χτύπημα στο κεφάλι με συνοδεία κρότου και ότι οι ραφές του κρανίου χωρίστηκαν και άφησαν να φύγει η ψυχή.
Καθώς αυτή αναχωρούσε και αναμιγνυόταν χαρούμενη με αέρα καθαρό, νόμισε πως τότε ανέπνεε για πρώτη φορά, αφού πριν και για πολύ καιρό ήταν περιορισμένη, και πως έγινε μεγαλύτερη από πρωτύτερα, σαν ιστίο που ξεδιπλώνεται. Κατόπιν νόμισε ότι άκουσε θολά ένα σφύριγμα που γύριζε πάνω από το κεφάλι του και άφηνε μια γλυκιά φωνή.

Όταν σήκωσε το βλέμμα του δεν είδε πουθενά την Γη, αλλά νησιά (πλανήτες) που έλαμπαν με απαλό πυρ και αντάλλασσαν μεταξύ τους κάθε φορά και άλλο χρώμα, σαν βαφή, ενώ ταυτόχρονα το φως ποίκιλε ανάλογα με τις μεταβολές του.  (Είναι σκόπιμη εδώ μία παρέμβαση στην διήγηση. Ο Σωκράτης στον διάλογο του με τον Σιμμία, δίνει  την παρακάτω περιγραφή για την Γη: «Η Γη αυτή, αν τη δει κανείς από ψηλά, μοιάζει σαν τις σφαίρες --μπάλες , που έχουν φτιαχτεί από δώδεκα χρωματιστά είδη δέρματος ..») .

Του Φαίνονταν αναρίθμητα στο πλήθος και υπερφυείς στο μέγεθος. Δεν ήταν όλα ισομεγέθη μεταξύ τους, αλλά όλα ήταν εξίσου στρογγυλά. Θεώρησε, μάλιστα, πώς ήταν εξαιτίας της δικής τους κυκλικής περιφοράς που ο αιθέρας σφύριζε ελαφρά και γλυκά. 

Γιατί ήταν σύμφωνη με την ομαλότητα της κίνησή τους η γλυκύτητα της φωνής εκείνης, η οποία προερχόταν από την συναρμογή όλων των κινήσεων. Δια μέσω αυτών των νησιών απλωνόταν μια θάλασσα ή λίμνη, η οποία έλαμπε από τα χρώματα. Λίγα από αυτά τα νησιά περνούσαν πλέοντας από ένα πέρασμα και διακομίζονταν πέρα από το ρεύμα, πολλά άλλα όμως παρασύρονται στην κίνησή του, ενώ και η ίδια η θάλασσα γλιστρούσε από κάτω σε ομαλή και ήρεμη κυκλική κίνηση.

Σε άλλα σημεία της θάλασσας υπάρχει πολύ βάθος, προπάντων κατά τον νότο, και σε άλλα σημεία υπήρχαν αραιά τενάγη και μικρά. Σε πολλά μέρη η θάλασσα ξεχειλίζει λίγο και πάλι αποσύρονταν, χωρίς να απλώνεται πολύ. Το χρώμα της ήταν άλλοτε καθαρό και πελαγίσιο, κι άλλοτε όχι καθαρό αλλά συγκεχυμένο και λιμνώδες. Μόλις τα νησιά κατόρθωναν να σκαρφαλώσουν στο κύμα, αμέσως επέστρεφαν πίσω, όχι όμως με τέτοιο τρόπο, ώστε το τέλος της κίνησή τους να είναι στο ίδιο σημείο με την αρχή της, ούτε έτσι ώστε να σχηματίζουν κύκλο, αλλά κάθε επιστροφή τους διέφερε ελαφρά από την προηγούμενη, με αποτέλεσμα να διαγράφουν έτσι έλικα με την περιστροφή.

Η θάλασσα που περιείχε τα νησιά αυτά είχε μια κλίση λίγο μικρότερη από οχτώ μέρη του παντός, όπως φάνηκε στον Τίμαρχο, κυρίως προς το μεσαίο και μεγαλύτερο τμήμα της ζώνης που την περιέβαλλε. Και η θάλασσα αυτή είχε δύο στόμια που δέχονταν μέσα τους την εισροή δυο ποταμών πυρός αντίθετων ο ένας στον άλλος, με αποτέλεσμα η θάλασσα, οπισθοχωρώντας σε μια πολύ μεγάλη έκταση, να κοχλάζει και να ασπρίζει το γλαυκό της χρώμα.

Αυτά λοιπόν έβλεπε και ευφραινόταν με το θέαμα. Όταν όμως κοίταξε προς τα κάτω, του φανερώθηκε χάσμα μέγα και στρογγυλό σαν σφαίρα που κόπηκε στην μέση, τρομερά φοβερό και βαθύ, γεμάτο με σκοτάδι πολύ που δεν έμενε ήρεμο, αλλά αναταρασσόταν και πολλές φορές φούσκωνε. Απ’ την κατεύθυνσή του ακούγονταν αναρίθμητα ουρλιαχτά και στεναγμοί ζώων, κλαυθμοί αναρίθμητων βρεφών και οδυρμοί ανάμικτοι ανδρών και γυναικών, κάθε είδους άναρθροι ήχοι και θόρυβοι που ανέβαιναν αμυδροί μακριά από τα βάθη και οι οποίοι πολύ τον κατατρόμαξαν.

Αφού πέρασε ένα χρονικό διάστημα, είπε κάποιος προς αυτόν αθέατος:

“Τίμαρχε, τι ποθείς να μάθεις;”

 Και αυτός απάντησε:

“Τα πάντα! Γιατί τι από όλα αυτά δεν είναι αξιοθαύμαστο;”

“Όμως εμείς”, είπε η φωνή, “μικρή σχέση έχουμε με τον κόσμο εκεί πάνω. Γιατί αυτός ανήκει στην δικαιοδοσία άλλων θεών. Την επικράτεια, όμως, της Περσεφόνης, την οποία εμείς διευθύνουμε, και η οποία αποτελεί το ένα τέταρτο του σύμπαντος, όπως ορίζεται από την Στύγα, αν το επιθυμείς είναι δυνατόν να το εξετάσεις”.

Κι όταν ο Τίμαρχος ρώτησε “ποια είναι η Στύγα;”, η φωνή απάντησε:

“Οδός για τον Άδη που περνά από απέναντι σου και με την κορυφή της χωρίζει το φως από το σκοτάδι. Γιατί, καθώς βλέπεις, ανεβαίνει από κάτω, από τον Άδη, προς τα πάνω και, στα σημεία όπου στριφογυρνώντας ακουμπά το φως, ορίζει την έσχατη περιοχή του σύμπαντος”.

Τέσσερις είναι οι αρχές των πάντων : η πρώτη της ζωής, η δεύτερη της κίνησης, η τρίτη της γέννησης και η τελευταία της φθοράς. Την πρώτη με την δεύτερη αρχή τις συνδέει η Μονάδα στο αόρατο. Τη δεύτερη με την τρίτη ο Νους στον ήλιο. Την τρίτη με την τέταρτη η Φύση στην Σελήνη. Σε κάθε μία από τις συνδέσεις αυτές κάθεται κλειδούχος μια Μοίρα, θυγατέρα της Ανάγκης. Στην πρώτη σύνδεση η Άτροπος, στην δεύτερη η Κλωθώ και στην σύνδεση που βρίσκεται στην περιοχή της Σελήνης η Λάχεσις, όπου βρίσκεται και η καμπή της γένεσης.

Γιατί τα άλλα νησιά έχουν θεούς. Η Σελήνη, όμως, είναι το βασίλειο των επιχθόνιων δαιμόνων και ξεφεύγει από την Στύγα, γιατί περνά λίγο ψηλότερά της. Συλλαμβάνεται, εντούτοις, μια φορά στα εκατόν εβδομήντα επτά δεύτερα μέτρα. Όταν η Στύγα ορμά πάνω της, οι ψυχές βοούν φοβισμένες. Γιατί ο Άδης αρπάζει πολλές από αυτές, καθώς γλιστρούν προς τα κάτω. Άλλες, πάλι, τις ξαναπαίρνει πίσω η Σελήνη, καθώς κολυμπούν από κάτω προς το μέρος της.
Είναι εκείνες που το τέλος του κύκλου των γεννήσεών τους ήρθε πάνω στην κατάλληλη στιγμή. Εξαιρούνται οι μιαρέ και οι ακάθαρτες : αυτές η Σελήνη, αστράφτοντας και μουγκρίζοντας φοβερά, δεν τις αφήνει να την πλησιάσουν. Κι εν μέρει θρηνώντας τον εαυτόν τους γλιστρούν και παρασύρονται πάλι κάτω για μια άλλη γέννηση, καθώς βλέπεις.

Και ο Τίμαρχος είπε : “Όμως δε βλέπω τίποτε άλλο εκτός από πολλά άστρα να πάλλονται γύρω από το χάσμα, αλλά να βυθίζονται σε αυτό και άλλα να αναπηδούν πάλι από κάτω προς τα πάνω”.

“Επομένως, χωρίς να το ξέρεις βλέπεις τους ίδιους τους δαίμονες”, είπε η φωνή.

“Γιατί το πράγμα έχει ως εξής : κάθε ψυχή διαθέτει νου και δεν υπάρχει ψυχή δίχως λογική και νου. Το κομμάτι της, όμως, που, τυχόν θα αναμιχθεί με την σάρκα και τα πάθη αλλοιώνεται και γίνεται, ακολουθώντας τις ηδονές και τους πόνους, μη λογικό. Δεν αναμιγνύονται, όμως, όλες οι ψυχές με τον ίδιο τρόπο : άλλες βυθίζονται ολόκληρες μέσα στο σώμα και εξ ολοκλήρου διαταραγμένες άγονται απολύτως στην ζωή τους από τα πάθη.

Άλλες, πάλι, εν μέρει όμως αφήνουν έξω από την σάρκα το καθαρότερο τμήμα τους δίχώς να απορροφάται. Εκείνο το τμήμα μοιάζει σαν βουλιαγμένο στον βυθό. Και κρατώντας ορθή την ψυχή τη βαστά για όσο καιρό εκείνη το υπακούει και δεν κυριαρχείται από τα πάθη. Το τμήμα, λοιπόν, που μένει βυθισμένο στο σώμα λέγεται ψυχή. Το τμήμα που δεν υπόκειται σε φθορά οι πολλοί το αποκαλούν νου και νομίζουν ότι βρίσκεται εντός τους, όπως νομίζουν ότι είναι μέσα στους καθρέπτες τα είδωλα της αντανάκλασης. Όσοι, όμως, έχουν ορθή αντίληψη το αποκαλούν δαίμονα που βρίσκεται εκτός τους.

Για τα άστρα που φαίνονται να σβήνουν, Τίμαρχε, να θεωρείς ότι βλέπεις τις ψυχές που βυθίζονται εξ ολοκλήρου στο σώμα. Εκείνα, όμως, που φαίνονται να ανάβουν και πάλι και να ξαναεμφανίζονται από κάτω, αποτινάζοντας σαν λάσπη κάποιος είδος ομίχλης και ζόφου, να θεωρείς ότι είναι οι ψυχές που πλέουν πάλι προς τα επάνω έχοντας βγει από το σώμα μετά το θάνατο. Τα άστρα, πάλι, που κινούνται ψηλά είναι οι δαίμονες των ανθρώπων που λέμε ότι έχουν νου”. Προσπάθησε να παρατηρήσεις καθενός τον σύνδεσμο, με ποιο τρόπο συνάπτονται με την ψυχή.

Αφού άκουσε αυτά ο Τίμαρχος, άρχισε να προσέχει με μεγαλύτερη ακρίβεια και να παρατηρεί τα άστρα, από τα οποία άλλα σάλευαν περισσότερο και άλλα λιγότερο, όπως ακριβώς βλέπουμε να σαλεύουν στην επιφάνεια οι φελλοί που σημαδεύουν τα δίχτυα στην θάλασσα. Ορισμένα εκτελούσαν μια ταραγμένη και ανώμαλη ελικοειδή πορεία σαν αδράχτι την ώρα του γνεσίματος, καθώς δεν μπορούσαν να καταστήσουν ευθεία την κίνησή τους. Η φωνή του είπε ότι τα άστρα που είχαν μια τακτοποιημένη και ευθεία κίνηση διέθεταν ψυχές ευπειθείς, εξαιτίας της κόσμιας ανατροφής και εκπαίδευσης τους, ψυχές που δεν παρουσίαζαν πολύ σκληρό και άγριο το μη λογικό τους τμήμα.

Τα άστρα, όμως, που εκτρέπονταν ανώμαλα και ταραγμένα πάνω κάτω πολλές φορές, σαν να αγωνιούσαν από κάποια δεσμά, και πάλευαν με απείθαρχα και ανάγωγα ήθη, και πότε κυριαρχούσαν και τραβούσαν προς τα δεξιά, πότε όμως λύγιζαν από τα πάθη και συμπαρασύρονταν από τα αμαρτήματά τους, για να τους αντισταθούν και πάλι και να τα καταπιέσουν. Γιατί ο σύνδεσμος είναι ριγμένος σαν χαλινάρι μέσα στο μη λογικό τμήμα της ψυχής και, όταν ο δαίμονας το τραβήξει προς τα πίσω, φέρνει τη λεγόμενη μεταμέλεια για τις αμαρτίες και ντροπή για τις ηδονές που είναι παράνομες και αχαλίνωτες.

Αυτή τώρα η ντροπή είναι πόνος και πλήγμα για την ψυχή που χαλιναγωγείται από τον κυρίαρχο και κυβερνήτη νου, έως ότου, τιμωρούμενη με αυτόν τον τρόπο, γίνει πειθήνια και φιλική σαν πράο ζώο, νιώθοντας γοργά, δίχως χτυπήματα και πόνους αλλά με σύμβολα και σημεία, το δαίμονα.


“Αυτές, λοιπόν, οι ψυχές”, είπε η φωνή, “οδηγούνται και στερεώνονται στην ορθή συμπεριφορά κάπως αργά και βραδέως. Από εκείνες, όμως, τις ψυχές που είναι ευπειθείς και υπακούουν αρχής εξ αρχής και από την γένεσή τους στον οικείο δαίμονα προέρχεται το γένος των μάντεων και των θεοκλυτούμενων ανθρώπων. 




Μια από αυτές ήταν και η ψυχή του Ερμότιμου του Κλαζομένιου, για τον οποίο έχει βέβαια ακούσει ότι αφήνοντας ολοκληρωτικά το σώμα και κατά την νύχτα και κατά την ημέρα περιπλανιόταν σε μεγάλη έκταση, για να επιστρέψει και πάλι πίσω, έχοντας τύχει και παραβρεθεί σε πολλές συνομιλίες και πράξεις που έγιναν σε μακρινά μέρη.

Μέχρις ότου τον πρόσδωσε η γυναίκα του και οι εχθροί του βρήκαν το σώμα του άδειο από την ψυχή και το έκαψαν στο σπίτι του. Αυτό, όμως, δεν είναι αλήθεια. Γιατί η ψυχή του δεν έβγαινε από το σώμα του, αλλά υποχωρώντας πάντοτε στο δαίμονα και χαλαρώνοντας για χάρη του σο σύνδεσμο, του επέτρεπε να περιπλανιέται και να περιφέρεται, με αποτέλεσμα να τον πληροφορεί εσωτερικά για πολλά από αυτά που είδε και άκουσε έξω. Εκείνοι, πάλι, που αφάνισαν το σώμα του την ώρα που κοιμόταν ακόμη και μέχρι τώρα πληρώνουν την ποινή τους στον Τάρταρο. Αυτά θα τα μάθεις, νεαρέ μου, σαφέστερα” είπε η φωνή, “σε τρείς μήνες. Τώρα όμως φύγε”.

Ο Τίμαρχος είπε ότι όταν έπαψε η φωνή θέλησε να στρίψει και να δει ποιος ήταν αυτός που του μιλούσε. Ένιωσε, όμως, και πάλι σφοδρό πόνο στο κεφάλι του, σαν να συμπιέζεται αυτό βίαια, και δεν είχε πια αντίληψη ούτε αίσθηση για το τι του συνέβαινε. Έπειτα, όμως, από λίγο συνήλθε και είδε τον εαυτό του να κείτεται στο μαντείο του Τροφώνιου, πλάι στην είσοδο, όπου και ξάπλωσε εξ αρχής.

Αυτός ήταν, λοιπόν, ο μύθος του Τίμαρχου. Όταν ήρθε στην Αθήνα και πέθανε τον τρίτο μήνα, όπως προείπε η φωνή, ενημερώσαμε έκπληκτοι τον Σωκράτη για την ιστορία και ο Σωκράτης μας μέμφθηκε που δεν του την αφηγηθήκαμε όσο ζούσε ακόμη ο Τίμαρχος.

Ας δούμε  τώρα μία περιγραφή του Μιθραϊκού  ιερού και τμήμα των τελετών που λάμβαναν χώρα εκεί.  Θα πρέπει εδώ να αναφέρω πως ο  Μιθραϊσμός είχε τέτοια απήχηση στο Ρωμαϊκό κόσμο ώστε ο Ερνέστ Ρενάν, έγραψε ότι "αν είχε σταματήσει η εξάπλωση του χριστιανισμού, σήμερα ο κόσμος θα πίστευε στον Μίθρα". Ίσως λοιπόν δεν είναι τυχαίο πως ο Μιθραϊσμός  μοιραζόταν πολλά κοινά στοχεία με τις Χριστιανικές τελετουργίες.

«Το Μιθραϊκό ιερό περιλάμβανε έναν προθάλαμο και ένα μικρό σκευοφυλάκιο, μετά ακολουθούσε το κύριο δωμάτιο, η κρύπτη, στην οποία κατέβαινε μια σκάλα. 

Η κρύπτη ήταν χωρισμένη κατά μήκος σε τρία μέρη, έναν κεντρικό διάδρομο έχοντας ένα μέσο πλάτος 2,50 μέτρων, που απόληγε στο στασίδι των ιεροτελεστιών και στις δύο πλευρές του βρίσκονταν δύο έδρανα τοποθετημένα κατά μήκος των πλαγίων τοίχων, των οποίων η ανώτατη επιφάνεια, πλάτους περίπου 1,50 μέτρου, ήταν κεκλιμένη.

Εδώ γονυπετούσαν ή ανακλίνονταν οι μύστες για να παρακολουθήσουν τις τελετές και για να λάβουν μέρος στα ιερά συμπόσια. Στο βάθος του ναού ήταν συνήθως διαρρυθμισμένη μια υπερυψωμένη θολωτή αψίδα στην οποία ήταν τοποθετημένη κατά κανόνα η αγαλματένια απεικόνιση του «Μίθρα ταυροκτόνου», συνοδευμένη κάποτε και από άλλες θεϊκές απεικονίσεις.
Μπροστά από αυτήν ήταν τοποθετημένα τα θυσιαστήρια στα όποία έκαιγε η ιερή φλόγα. Η παρουσία απεικονίσεων του Μίθρα του ταυροκτόνου στο βάθος των μιθραίων μας αποκαλύπτει τον πρωταρχικό μύθο αυτής της θρησκείας και πιθανώς, εξ’ ίσου, την πιο επίσημη μεταξύ των θυσιών του, καθώς και την σχέση μεταξύ του μύθου, της τελετουργίας και του δείπνου των μυστών.  (περισσότερες πληροφορίες  εδώ ).

Στην συνέχεια λάμβαναν χώρα διάφορες τελετουργιές  όπου οι πιστοί του Μίθρα ( ο οποίος είχε γεννηθεί στις 25 Δεκεμβρίου)  βαφτίζονταν, οι ιερείς  ακολουθώντας ένα συγκεκριμένο τελετουργικό, πρόσφεραν στους κοινωνούς την  Θείας Λειτουργίας, ευλογώντας τον άρτο, το ύδωρ και τον οίνο...

Και ερχόμαστε στην εποχή όταν τελικά επικράτησε ο Χριστιανισμός γύρω στα τέλη του τέταρτου αιώνα στην  Αίγυπτο και την Παλαιστίνη.  Εκείνη την περίοδο  συναντούμε ήδη πολλούς  ησυχαστές  και ερημίτες κατά τα πρότυπα του Αγ. Αντωνίου, ο ποίος είχε αποσυρθεί σε μία σπηλιά στην Αιγυπτιακή έρημο ως ερημίτης. Εδώ θα πρέπει να σημειώσω πως οι πρακτικές αυτές ήταν πολύ κοινές και στους Εσσαίους οι οποίοι επηρέασαν σημαντικά τους πρώτους Χριστιανούς ασκητές. Οι Εσσαίοι ήταν οργανωμένοι κοινοβιακά σε καθεστώς απομόνωσης, ζούσαν κυρίως κοντά στη δυτική όχθη της Νεκράς Θάλασσας, σε σπήλαια στην οροσειρά του Κουμράν.  

Σκοπός των ησυχαστών η κάθαρση της καρδίας καί του νου, αντίστοιχα, από τα πάθη.  Από τα τέλη του 13ου αιώνα  υπήρξε  τόνωση της ησυχαστικής παραδόσεως,  στην Ορθοδοξία  ως συνέχεια της μέσω του αγίου Συμεών, του «Νέου Θεολόγου» με κέντρο το Άγιο Όρος.  

Ακόμη και σήμερα στην Αγιορείτικη σοφία  ακούγεται συχνά το  :«Αν πεθάνεις πριν πεθάνεις, δεν θα πεθάνεις όταν πεθάνεις». 

 Όποιος με την βοήθεια του Θεού νεκρωθεί ως προς τα αμαρτωλά πάθη και ενωθεί με τον Χριστό, «θάνατον ου μη θεωρήση εις τον αιώνα» (Ιωάν. 8, 51). Η υπέρβαση του θανάτου αποτελεί βίωμα του πιστού Xριστιανού, έγκειται δε στην απέκδυση του παλαιού ανθρώπου και στην ένδυση του καινού, «του κατά Θεόν κτισθέντος». Η ένωσή με τον Χριστό, ο οποίος είναι «η ζωή ημών» (Κολασ. 3, 4), εξασφαλίζει αιώνια ζωή.

Ο Απόστολος Παύλος αναφέρει σχετικά με τον θάνατο που επιδιώκει ο ησυχαστής  : «Νεκρώσατε ούν τά μέλη υμών τά επί τής γης, πορνείαν, ακαθαρσίαν, πάθος, επιθυμίαν κακήν καί τήν πλε­ονεξίαν» (Κολ.Γ 5). Ό ενας θάνατος είναι αυτός του παλαιού μας εαυτού, ό θά­νατος των αμαρτιών μας, ή νέκρωση.  Ό άλλος θάνατος είναι ή φυσιολογική κατάληξη της ζωής τού ανθρώπου, ό χωρισμός τής ψυχής άπό τό σώμα, τό μόνο βέβαιον πράγμα «ύπό τόν ήλιον». «Aπόκειται τοίς άνθρώποις άπαξ αποθανείν» (Έβρ· θ' 27).


Για αυτό τον λόγο και ο Ιησούς είπε: «Άν δεν πεθάνετε δεν θα ζήσετε». Η ιδέα της Ανάστασης είναι υποχρεωτικά ενωμένη με αυτή του θανάτου, της αποσύνθεσης. Όσο ο σπόρος δεν πεθαίνει, αντιστέκεται στην εκδήλωση αυτής της δύναμης της Ζωής που είναι χωμένη μέσα του.



Χαρακτηριστικό παράδειγμα ησυχασμού είναι ο  Άγιος Γεράσιμος  Κεφαλληνίας, ο οποίος ασκήτεψε σε τρία σπήλαια, στο Άγιο Όρος, στη Ζάκυνθο και στην Κεφαλλονιά.  Χαρακτηριστικές είναι οι φωτογραφίες που ακολουθούν από την υπόγεια κρύπτη που χρησιμοποιούσε στην Κεφαλλονιά.   

Η είσοδος για τον υπόγειο αυτό χώρο στον οποίο ασκήτεψε ο Άγιος Γεράσιμος, βρίσκεται στο εσωτερικό της εκκλησίας και είναι χαρακτηριστικό ότι η πρόσβαση γίνεται μόνο από μία καταπακτή με άνοιγμα μεσαίου μεγέθους, κατεβαίνοντας από μια παλιά ψηλή μεταλλική σκάλα. Οριζόντια είσοδος δεν υπάρχει, οπότε από την αρχή η κάθοδος προς τα κάτω θα έπρεπε να γινόταν με τη χρήση κάποιας σκάλας.


Οι υπόγειοι χώροι είναι δύο μεγάλα δωμάτια με χτιστά επιχρισμένα τοιχώματα και ψηλή οροφή σχεδόν αψιδωτή, κατασκευασμένη από πέτρες που είναι τοποθετημένες κάπως ακανόνιστα.  Τα δύο αυτά “δωμάτια” επικοινωνούν μεταξύ τους από ένα πολύ χαμηλό πέρασμα, από το οποίο για να περάσει κανείς, πρέπει να συρθεί στο υγρό δάπεδο.






Η καταγραφή θα μπορούσε να συνεχιστεί, αλλά θα ξέφευγε από τα πλαίσια ενός  άρθρου. Σε κάθε περίπτωση  είναι προφανές πως σε όλες τις μυσταγωγικές  πρακτικές έχουμε κοινά επαναλαμβανόμενα  αρχετυπικά μοτίβα, καθώς ο άνθρωπος από την αρχαιότητα έως σήμερα,  ακόμα μοιράζεται τους ίδιους φόβους και τις ίδιες ανησυχίες, με κυρίαρχο ερώτημα  την προέλευση του, και τον τελικό προορισμό του....



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου