Πέμπτη 20 Ιουλίου 2017

Κουκονήσι ένα άγνωστο νησάκι με εξαιρετικά σημαντικό αρχαιολογικό και ιστορικό ενδιαφέρον.

Στο υπό έκδοση μυθιστορήματος μου: "Γλαύκος και Νηρηίδα", εξιστορώ την ιστορία του του δωδεκάχρονου  Γλαύκου στην αρχαία Λήμνο (εποχή Πελοποννησιακού πολέμου),  το νησί του Ηφαίστου του Θεού ύπνου, και των Καβείρων.  Η περιπέτεια ξεκινά, από το νησάκι Κουκονήσι, το οποίο βρίσκεται πολύ κοντά στο χωριό καταγωγής μου,  τα Λύχνα, Λήμνου.   Ιστορικά, Μυθολογικά (και φανταστικά) στοιχεία  για το Κουκονήσι, εντάσσονται στην ιστορία, εκεί  όπου  ο μικρός ήρωας του βιβλίου έχοντας ως πρότυπα τους ήρωες της Αρχαίας Ελλάδος θέλει να γνωρίσει το βασίλειο του Ποσειδώνα. Κάτι  που επιτυγχάνει τελικά με την βοήθεια των Θεών, της όμορφης Νηρηίδας Πρωτομέδειας και του μαγικού της  φίλτρου.  

Άρτι αφιχθείς λοιπόν από την  Ανεμόεσσα Λήμνο όπου ανάμεσα στα άλλα, εξερεύνησα το Κουκονήσι. Πριν διαβάσετε   ιστορικά στοιχεία για το Κουκονήσι, παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα από το μυθιστόρημα μου, το οποίο αφορά το Κουκονήσι από όπου ξεκινά η ιστορία του μικρού Γλαύκου. Ακολουθεί, απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Ο Γλαύκος και η Νηρηίδα».

Ο ΘΡΥΛΟΣ

Σε μία από τις  συζητήσεις που είχε ο πατέρας του  με τον παππού του και άλλους φίλους τους, είχε  ακούσει για έναν θρύλο που αφορούσε το νησάκι Κουκονήσι, που βρισκόταν απέναντι από χωριό του παππού του. Παλαιότερα έλεγαν πως στο Κουκονήσι κατοικούσαν οι Κούκονες, οι οποίοι ήταν πελώριοι, άγριοι και ζούσαν απομονωμένοι στο νησάκι, δίχως να έχουν σχέσεις με τους υπόλοιπους κατοίκους της Λήμνου.

Κάποτε  οι  Κούκονες αποφάσισαν να κλειστούν στα σπίτια τους και να μην ξαναβγούν. Τότε όμως, ξαφνικά, ένα πρωινό της εικοστής πρώτης του μηνός Σκιροφοριών (Ιουνίου)  εξαφανίστηκαν, και δεν τους ξαναείδε ποτέ πια κανείς. Λέγανε πως αυτό έγινε λόγω της υπεροψίας τους απέναντι στον Ποσειδώνα, καθώς υπερηφανεύονταν με έπαρση πώς ήταν τόσο δυνατοί  - αλλά πολύ πιο έξυπνοι  - όσο ο κύκλωπας Πολύφημος, ο γιος του Ποσειδώνα, τον οποίον τύφλωσε ο Οδυσσέας. Για αυτόν τον λόγο, ο Ποσειδώνας διέταξε τον Άδη να φυλακίσει για πάντα τις ψυχές τους στα Τάρταρα. Έτσι εξαφανίστηκαν όλοι εκτός της Κυμοπόλειας, ιέρειας και κόρης του Ποσειδώνα που προσπαθούσε μάταια να τους συνετίσει.

Όταν ο Ποσειδώνας τους επέβαλε τη σκληρή αυτή τιμωρία, η Κυμοπόλεια προσπάθησε να μεταπείσει τον πατέρα της. Αυτός όμως ήταν ανένδοτος, καθώς η ύβρις επιφέρει πάντα την Νέμεση.  Από τότε η απαρηγόρητη Κυμοπόλεια έβαλε σκοπό της ζωής της να βοηθάει τους ταπεινούς και σεβάσμιους ανθρώπους και πήγε να ζήσει στη θάλασσα ως θαλάσσια νύμφη.   

Σύμφωνα με τον ίδιο θρύλο, αν κάποιος τολμούσε να βρεθεί την εικοστή πρώτη του Σκιροφοριών (Ιουνίου) στο νησί, η Κυμοπόλεια, αν αυτός ήταν άνθρωπος ειλικρινής και ταπεινός, τότε θα του πραγματοποιούσε την μεγαλύτερη του επιθυμία. Σε διαφορετική όμως περίπτωση, η ψυχή του θα φυλακίζονταν για πάντα στα Τάρταρα, όπως των  Κουκόνων.

Από τότε πολλοί επιχείρησαν να πάνε στο νησί αυτήν την ημερομηνία,  αλλά οι περισσότεροι δεν γύρισαν ποτέ πίσω. Κι όσοι γύρισαν είχαν χάσει τα λογικά τους.  Για αυτό τον λόγο απαγορεύτηκε με νόμο, να επισκέπτονται οι Λήμνιοι αυτήν την ημερομηνία το νησάκι. 

Για να προστατευτούν μάλιστα οι κάτοικοι του νησιού από τα «κακά πνεύματα» των  Κουκόνων, έχτισαν στο νησάκι σύμφωνα με χρησμό του μαντείου των Δελφών ένα ναό αφιερωμένο στον προστάτη του Νησιού, τον Ήφαιστο. Έτσι τώρα  εκτός από τα ερείπια των μεγάλων σπιτιών των Κουκόνων υπήρχε ο ναός του Ηφαίστου και των Καβείρων που προστάτευαν τους ναυτικούς. Από τότε λοιπόν αυτή την ημερομηνία το νησί επισκέπτονταν μόνο σε ειδικές περιπτώσεις λίγοι μόνο ιερείς του Ηφαίστου, οι οποίοι έκαναν κάποιες «μυστικές» όπως έλεγαν τελετουργίες. Ο ναός αυτός δεν ήταν φυσικά τόσο σημαντικός και μεγάλος όσο αυτός της Ηφαίστειας, αλλά και εδώ γίνονταν τελετές με συμμετοχή του κόσμου.

Αυτό γινόταν κάθε χρόνο τη δέκατη πέμπτη ημέρα του Βοηδρομιών (Σεπτέμβρη), όταν και εκεί πήγαινε κόσμος για να γιορτάσει την τελετή της Πυρφoρίας, την «Έλευση της ιερής φλόγας» από την Δήλο, τον εορτασμό της Μεγάλης μητέρας και την γέννηση του πρώτου ανθρώπου, του «Πρατόλαου» όπως έλεγαν. Η πιθανότητα να μπορέσει να πραγματοποιηθεί η ευχή του και να γίνει πραγματικότητα το όνειρο που έβλεπε συχνά στον ύπνο του, να  γίνει δηλαδή ο ήρωας του βυθού, του γέννησε την παράτολμη ιδέα να επισκεφτεί το νησί στην απαγορευμένη ημερομηνία.

Ήξερε πως αυτό ήταν λάθος, και παρόλο που δεν συνήθιζε να παρακούει τις εντολές των γονιών του,  θα το έκανε. Αυτήν τη φορά το είχε πάρει απόφαση. Δεν θα το καταλάβαινε  κανείς εξάλλου, θα ήταν το μεγάλο του μυστικό, αν φυσικά επέστρεφε! Περίμενε λοιπόν με ανυπομονησία πότε θα έρθει το καλοκαίρι ώστε να πάει με τους γονείς του να μείνουν στο σπίτι του παππού του, που βρισκόταν πολύ κοντά στο Κουκονήσι.

ΣΤΟ  ΚΟΥΚΟΝΗΣΙ

Το πρωί εκείνης της χρονιάς της εικοστής πρώτης Σκιροφοριών (Ιουνίου), όταν οι γονείς του έφυγαν από το σπίτι  του παππού του για δουλειές, έτρεξε στην παραλία όπου ήταν δεμένη η βάρκα τους. Με ένα πήδημα βρέθηκε μέσα κι άρχισε να κωπηλατεί κάτω από τον πρωινό ήλιο. Η θάλασσα ήταν ήρεμη καθώς δεν φύσαγε καθόλου.

Ο θαλασσινός αέρας γέμιζε τα πνευμόνια του Γλαύκου, η καρδία του  όμως πήγαινε να σπάσει από την αγωνία. Κοίταζε συνέχεια πίσω προς την παραλία και το σπίτι, ελπίζοντας πως δεν θα ακούσει κάποια φωνή να του φωνάζει να γυρίσει αμέσως πίσω.

Ο χρόνος μέχρι το Κουκονήσι του φάνηκε αιωνιότητα, παρότι καθώς κωπηλατούσε γρήγορα. Το μέτωπο του είχε γεμίσει με κεχριμπαρένιες σταγόνες ιδρώτα, τις  οποίες σκούπιζε κάθε τόσο με την αναστροφή της παλάμης του. Σε λίγο το Κουκονήσι ήταν πολύ κοντά πια, τα είχε καταφέρει. Πήδηξε στην παραλία και έδεσε την βάρκα του σε μία μεγάλη πέτρα. Αποφάσισε να πάει αμέσως στο ιερό του Ηφαίστου και των Καβείρων, που βρισκόταν σε ένα  πλάτωμα στο κέντρο του νησιού. 

Σε λίγο βρισκόταν μπροστά από την κεντρική είσοδο. Πάνω από την πόρτα έγραφε : «Αμύητον μη εισιέναι», δηλαδή «μη φυτρώνεις εκεί που δεν σε σπέρνουν» !

Η πόρτα ήταν κλειδωμένη φυσικά. Πήγε αμέσως στο πλαϊνό παράθυρο και σκαρφάλωσε ώστε να μπορέσει να κοιτάξει μέσα. Το μόνο που είδε ήταν τα αγάλματα των τριών Καβείρων  του Άλκωνα, του Όννη, του Αιτναίου,  και του πατέρα τους, του Ηφαίστου.

Μπροστά από τον ναό υπήρχε ο βωμός και γύρω του υπήρχαν τρία δέντρα επάνω στα οποία είχε κρεμάσει ο κόσμος κορδέλες, αγαλματάκια και ξύλινες μικρές εικόνες με παρακλήσεις για υγεία. 

Ο Γλαύκος είχε φέρει μαζί του μέλι, αλεύρι και καρπούς για να τα προσφέρει στους Θεούς και στην Κυμοπόλεια. Θα έπρεπε να γίνουν όλα σωστά και με σεβασμό προς τους Θεούς εάν ήθελε να πραγματοποιηθεί η ευχή του, που δεν  ήταν άλλη, από το να μπορέσει να εξερευνήσει τον βυθό της θάλασσας, κάτι αδύνατο φυσικά για έναν άνθρωπο. Αλλά για τους Θεούς τίποτα δεν είναι αδύνατο εάν το επιθυμούν.»


Ακολουθεί προσωπικό φωτογραφικό υλικό από την πρόσφατη επίσκεψη μου στο Κουκονήσι, αλλά και ιστορικά και αρχαιολογικά στοιχεία . Το νησί είναι  γεμάτο θραύσματα από αγγεία, μάλλον ήταν οχυρωμένο κατα μήκος της παραλίας , ενώ το λιμάνι υποθέτω προς ήταν προς την μεριά του Μούδρου (Ανατολικά). Στην παραλία διασώζεται τμήμα λιθόστρωτου δρόμου. 


  Μία στενή λωρίδα γης,  ενώνει το Κουκονήσι με το νησί της Λήμνου.













Το Κουκονήσι είναι μια νησίδα στον κόλπο του Μούδρου της Λήμνου, στην οποία έχει εντοπιστεί σημαντικός προϊστορικός οικισμός. Παραδοσιακά οι κάτοικοι του Μούδρου και των γύρω χωριών, αναφερόμενοι στο Κουκονήσι, το αποκαλούν συνήθως ν’σούδ’ (>νησούδι, δηλαδή νησάκι). Σύμφωνα με έναν τοπικό θρύλο σ’ αυτά κατοικούσαν οι Κούκονες, οι οποίοι ήταν πελώριοι και άγριοι και ζούσαν απομονωμένοι στο νησάκι χωρίς να έχουν σχέσεις με τους υπόλοιπους κατοίκους της Λήμνου. Κάποτε αποφάσισαν να κλειστούν στα σπίτια τους και να μην ξαναβγούν. Έτσι εξαφανίστηκαν. 

Ο θρύλος έχει ενδιαφέρον, αν συνδυαστεί με τους Κίκονες, λαό της Θράκης, τους οποίους αναφέρει ο Όμηρος (Ιλιάδα Β 846, Οδύσσεια ι 39) ως συμμάχους των Τρώων και ο Ηρόδοτος ως τους πρώτους αμπελουργούς της Θράκης. Γενάρχης τους θεωρείτο ο Κίκων, γιος του Απόλλωνα και της Ροδόπης. Δεδομένου ότι θρακικά φύλα είχαν εγκατασταθεί στο νησί, ίσως στο τοπωνύμιο και στο θρύλο επιβιώνει η ανάμνηση της παρουσίας του αρχαίου αυτού θρακικού φύλου στη Λήμνο.

Σε παλαιότερες ξένες χαρτογραφήσεις της Λήμνου η νησίδα σημειώνεται με το όνομα Ispatho, Ispatha, δηλαδή η Σπάθα, όπως πιστοποιούν και αντίστοιχες ελληνικές χαρτογραφήσεις. Στην ερμηνεία του το τοπωνύμιο αυτό θα πρέπει να νοηθεί αναλογικά προς τον συνήθη σχηματισμό ελληνικών τοπωνυμίων επί τη βάσει ομοιοτήτων με διάφορα αντικείμενα (Αγκίστρι, Τηγάνι, Δρέπανον κτλ.). Και πράγματι, ιδωμένη η χθαμαλή νησίδα από τα δυτικά, από τη μεριά δηλαδή της θάλασσας, ή από τα ανατολικά, ήτοι από τη στεριά του Μούδρου, προσφέρει μια επιμήκη εικόνα που θα μπορούσε να παρομοιασθεί με σπαθί. Το ίδιο εξάλλου τοπωνύμιο (Σπάθα, Σπαθί), σχετικά συχνό στον αιγαιακό χώρο, έχει δοθεί κυρίως σε ακρωτήρια αλλά και σε βουνοκορφές ή βραχονησίδες.

Λιγότερο αυτονόητη είναι, αντίθετα, η ονομασία Κουκονήσι. Οι ντόπιοι, εκτός από απλοϊκές ετυμολογήσεις που θα δούμε παρακάτω, δεν θυμούνται πώς πήρε το όνομά της η νησίδα. Από τις πιθανές ετυμολογικές εκδοχές ας αναφερθεί εδώ η πλέον εύλογη: να προέρχεται δηλαδή η ονομασία από τη λέξη κούκ(κ)ος στη μεταφορική χρήση της στο λημνιακό αγροτικό ιδίωμα με τη σημασία των λιθοσωρών που στήνονται στα αγροτεμάχια ως οροθέσια ή κατά τον καθαρισμό τους από τις σκόρπιες πέτρες για απρόσκοπτη καλλιέργεια. 

Η ιδιαζόντως λημνιακή αυτή εκδοχή έχει το πλεονέκτημα να στηρίζεται στη χαρακτηριστική πληθώρα σκόρπιων λίθων της συγκεκριμένης νησίδας, που προέρχονται από την αναμόχλευση με την άροση των αρχαίων οικοδομικών λειψάνων. Έτσι, Κουκονήσι θα σήμαινε η νησίδα με τους πολλούς λιθοσωρούς, τους κούκους. 

Ενισχυτική της άποψής μας έρχεται επιπλέον η ονομασία Κούκονος –ως μεγεθυντικό ή επιτατικό της λέξης κούκος– που δίνουν οι ντόπιοι στο βορειοανατολικό υψηλότερο πλάτωμα της νησίδας, όπου τα οικοδομικά κατάλοιπα απαντούν σε ακόμη μεγαλύτερη πυκνότητα λόγω των εκεί επάλληλων οικιστικών φάσεων.

Αξίζει να παρατεθούν δύο παρετυμολογικές ερμηνείες των ντόπιων που κατέγραψα το φθινόπωρο του 1992 κατά την πρώτη δοκιμαστική ανασκαφή: Ένας μπέης του γειτονικού Μούδρου, σύμφωνα με τη μία, είχε εγκαταστήσει στη νησίδα, τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, τις κοκόνες του, τις γυναίκες δηλαδή του χαρεμιού του (κοκόνα> Κοκονήσι> Κουκονήσι). 

Περισσότερο γλαφυρή η δεύτερη παρετυμολογία διά στόματος του γέροντα αγρότη Δημήτρη Γρατσώνη, που έχει σιτοχώραφα στο Κουκονήσι, αντλεί άμεσα από το αρχαιολογικό παρελθόν της νησίδας, όπως το αναμόχλευε το άροτρο των Μουδρινών. «Ζούσε», του διηγιόταν ο παππούς του, «τον πολύ παλιό καιρό εδώ στο ν’σούδ’ ένας λαός αντρειωμένος. Κούκονες τ’ς λέγαν. Κι ήταν παράξεν’. Όλ’ τ’ς τρέμαν, γιατί δεν ήταν συνηθισμέν’ ανθρώπ’. Πελώριοι ήταν κι αψείς. Περάσαν όμως τα χρόνια, κι αυτοί πάρε δώσε δεν είχαν με κανέναν στ’ Λήμνο. 

Κλειστήκαν μια μέρα στα σπίτια τ’ς αυτοί οι Κούκονες και δε ξαναβγήκαν. Σιγά σιγά πεθάναν όλ’. Να, οι πέτρες όταν ζευγαρίζουμ’ απ’ τα σπίτια τ’ς είναι». 
Η παράδοση προϋποθέτει ερείπια, όπως παρατηρούσε εύστοχα ο Albin Lesky.

Ο Αργοναυτικός και Τρωικός κύκλος ως μυθική προβολή πραγματικών γεγονότων και μακραίωνων ναυτικών εμπειριών ανακρατούν ανάγλυφη αυτήν τη σημασία της Λήμνου. Στην πλεύση τους από την Ιωλκό προς Κολχίδα οι Αργοναύτες σταθμεύουν επί μακρόν στο νησί, πριν διεισδύσουν στον Ελλήσποντο. Από την ερωτική συνεύρεση της τότε βασίλισσας της Λήμνου Υψιπύλης με τον Ιάσονα θα γεννηθούν δύο γιοι, ο Θόας και ο Εύνηος (ή Εύνεος), ο οποίος και θα διαδεχθεί αργότερα τη μητέρα του στη βασιλική εξουσία. Στη Λήμνο θα αγκυροβολήσει και ο ενωμένος στόλος των Αχαιών πριν κατευθυνθεί στην αντικρινή Τροία, κι όσο κρατούσε η πολιορκία, μαθαίνουμε από την Ιλιάδα (Η 467-475), ο βασιλιάς Εύνηος ανέπτυξε ζωηρές εμπορικές δοσοληψίες με τους Αχαιούς πολιορκητές.

Όταν με τις ανασκαφές στην Τροία ο Σλήμαν έδινε ιστορική υπόσταση στο έπος, με τον ίδιο ενθουσιασμό που θα τον έφερνε στις Μυκήνες, την Τίρυνθα και τον Ορχομενό, δεν υποπτευόταν ασφαλώς ότι άνοιγε ένα πολυσήμαντο κεφάλαιο στην ιστορία του ΒΑ Αιγαίου. Μπορεί η Τροία, στο μεταίχμιο των κόσμων του Αιγαίου και της Ανατολής, να αναδείχθηκε στο σημαντικότερο κέντρο της περιοχής, δεν ήταν όμως το μόνο. 

Στον άμεσα γειτονικό νησιωτικό της χώρο αναπτύχθηκαν πολυάριθμοι οικισμοί, προπάντων κατά την Πρώιμη Χαλκοκρατία, συναπαρτίζοντας γεωγραφικά αλλά και από την άποψη του υλικού πολιτισμού τον λεγόμενο παρατρωικό πολιτισμικό κύκλο. Με τις ιταλικές, ειδικότερα, ανασκαφές στην Πολιόχνη, στην ανατολική ακτή της Λήμνου, απέναντι ακριβώς από την Τροία, καταφάνηκε η κεφαλαιώδης σημασία της Λήμνου κατά την 3η χιλιετία π.Χ., εποχή που με την υιοθέτηση και τη διάδοση της μεταλλοτεχνίας, σε συνδυασμό με την εντατικοποίηση εμπορίου και ναυσιπλοΐας, σημάδεψε αποφασιστικά τη μετέπειτα πορεία του αιγαιακού κόσμου (βλ. και παρακάτω). 

Έχοντας η Πολιόχνη σαφή χαρακτηριστικά πρώιμης αστικοποίησης οδήγησε πολλούς μελετητές να την χαρακτηρίσουν ως την αρχαιότερη πόλη της Ευρώπης. Χαρακτηριστικά όμως πρώιμης αστικοποίησης εμφάνιζαν, ως φαίνεται, και μερικά από τα άλλα μεγάλα οικιστικά κέντρα της Πρώιμης Χαλκοκρατίας, όπως η πρόσφατα μερικώς ανασκαμμένη Μύρινα (περιοχή Ρηχά Νερά) στη δυτική ακτή του νησιού, αλλά και το Κουκονήσι, σύμφωνα με τις μέχρι τώρα ανασκαφικές ενδείξεις.


Περισσότερα για το Κουκονήσι στην Μυθαγωγία  


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου