Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2023

Οι Έλληνες λήσταρχοι Ρομπέν των δασών, και οι αυταπάτες.

 


Οι λήσταρχοι «Παππούς», Γιώργης Λύγκος, από Χέλι Αργολίδας και Μήτσος Λαφαζάνης, από Μπούζι Κορινθίας, περίπου 1860.

Τον 19ο αιώνα, ανάμεσα στους φημισμένους ληστές που αλώνιζαν τον Μοριά και τη Ρούμελη, ξεχώριζαν δυο συνεπώνυμοι από το ορεινό Χέλι (Αραχναίο) της Αργολίδας, οι λήσταρχοι Λύγκοι. Ήταν ο Γιώργης Λύγκος, ο επιλεγόμενος παππούς και ο Αναστάσης Λύγκος, ο επιλεγόμενος λεβέντης. Ήσαν θείος και ανιψιός.

Πολλοί οι θρύλοι, που μπερδεύονται με την πραγματική ιστορία, όταν γίνεται αναφορά στους Λύγκους. Αιχμαλώτιζαν και λήστευαν πλούσιους ή τοκογλύφους. Πάντα ήταν ολιγαρκείς.

Πρώτα έπαιρναν πληροφορίες για την οικονομική κατάσταση των υποψηφίων θυμάτων τους. Σύμφωνα με την περιουσία τους, απαιτούσαν, το ένα πέμπτο περίπου. «Να πάρουμε κι εμείς, αλλά να σε αφήσουμε να ζήσεις κι εσύ», έλεγε ο παππούς Λύγκος.

Σε περιπτώσεις που έπαιρναν περισσότερα λύτρα, επειδή αυτός που τους πληροφόρησε για τα περιουσιακά στοιχεία του θύματος είχε κάτι εναντίον τους, τότε ο Λύγκος επέστρεφε ένα σεβαστό μέρος των λύτρων.

Η γενναιοφροσύνη τους κέρδισε την εκτίμηση των χωρικών και πιθανόν και την αγάπη τους. Ακόμα και οι χωροφύλακες των αποσπασμάτων φημολογείται ότι συμπαθούσαν τους Λύγκους. Αρκετοί από αυτούς που πιάστηκαν από τους λήσταρχους, όχι μόνο δεν κακοποιήθηκαν, αλλά ενισχύθηκαν οικονομικά από αυτούς. Ίσως όχι μόνο για φιλανθρωπικούς λόγους…

Για έναν χωροφύλακα, τον Γιάννη Στρίγκα, έτρεφαν ιδιαίτερη συμπάθεια. Έλεγε ο Παππούς: 

«Αν τύχει μωρέ παιδιά και πιαστούμε με σταυρωτήδες καβαλάρηδες, θέλω να προσέξετε. Να μη χτυπήσετε έναν με άσπρο άλογο, με μια ελιά στο πρόσωπο». Συχνά έδιναν χρήματα στους φτωχούς.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει όμως επίσης η φωτογραφία των εικονιζόμενων λήσταρχων (όπως και όλες οι παλιές φωτογραφίες) για την κατανόηση της πολιτισμικής αλλά και φυλετικής κατάστασης που επικρατούσε στην Ελλάδα, μετά την απελευθέρωση από τον Τούρκικο ζυγό.

Να αναφέρω για παράδειγμα πως τον Οκτώβριο του 1833 συντάσσεται ο κατάλογος των προς απαλλοτρίωση κτιρίων χάριν ανασκαφών στην Αθήνα. Στην πρωτεύουσα της Ελλάδος, καταγράφονται 400 σπίτια, 7 φούρνοι και 103 εργαστήρια, μεταξύ των οποίων 2 ελαιοτριβεία και 2 σαπουντζίδικα, μόνο στην περιοχή την οριζόμενη από τις κατοπινές οδούς Ηφαίστου, Μητροπόλεως, Νίκης, Αμαλίας και Λυσικράτους, δηλαδή στο ήμισυ περίπου της παλαιάς πόλης. Οι κάτοικοι ήταν κυρίως ποιμένες πολλοί εκ των οποίων μιλούσαν Αρβανίτικα.

Ο εκ των Αντιβασιλέων Georg Maurer, που έφθασε στην Αθήνα το 1833 κατά τη διάρκεια της πρώτης επίσκεψης του Όθωνα, σημειώνει:

«Η Αθήνα που πριν απ’ τον Απελευθερωτικό Πόλεμο αριθμούσε 3.000 περίπου σπίτια, τώρα δεν είχε ούτε 300. Τα άλλα είχαν μεταβληθεί σ’ έναν άμορφο σωρό από πέτρες».

Τον Αύγουστο του 1832 ο Λουδοβίκος Ρος είχε δηλώσει απογοητευμένος:

« Αυτό δεν είναι αι ιοστεφείς και περίφημοι Αθήναι. Αυτό είναι μονάχα ένας θεόρατος σωρός ερείπια, μια άμορφη [...] γκριζωπή μάζα στάχτης και σκόνης, απ’ όπου ξεπροβάλλουν μια δωδεκάδα φοίνικες και κυπαρίσσια, τα μόνα που αντιστέκονται στην καθολική ερήμωση».

Την ίδια περίπου εποχή (1832-1833) επισκέπτεται την Αθήνα ο αποσπασμένος στο εκστρατευτικό σώμα του Στρατηγού Maison, J.L Lacour, οποίος διαπιστώνει:

«Η καρδιά σφίγγεται φτάνοντας στην Αθήνα. Νέα ερείπια καλύπτουν τα αρχαία, τα καταχωνιασμένα μέσα στη γη. [...] Στενά, σκοτεινά, λασπώδη, ακανόνιστα δρομάκια. Βρώμικα, καπνισμένα και δυσώδη μαγαζιά, με πραμάτειες που θα τις περιφρονούσαν ως και οι πλανόδιοι πωλητές στα χωριάτικα πανηγύρια μας, κι όλα αυτά περικυκλωμένα από ένα χονδροειδές τοιχίο, να τι έχει αντικαταστήσει το Ωδείο του Περικλέους, το Ελευσίνιο, το Λύκειο, τους Κήπους και τον Ναό της Αφροδίτης, τις Πύλες του Ερμού, [...] και τα λοιπά μνημεία, των οποίων μόνον τα ονόματα έχουν απομείνει».

Ο Thomas Abbet-Grasset παρατηρεί τον Οκτώβριο του 1834: 

«Δεν υπάρχουσιν όμως πλέον Αθήναι. Εις τον τόπον της ωραίας δημοκρατίας απλούται σήμερον πενιχρά πολίχνη, μαύρη εκ των καπνών, σιωπηλή ως φύλαξ των νεκρών μνημείων, με στενούς και ασύμμετρους δρομίσκους».

Είναι προφανές καταρχήν ότι οι αυτόπτες αυτοί μάρτυρες αποτύπωναν στα λόγια τους όχι μόνο τη θλίψη τους για ό,τι έβλεπαν αλλά και την απογοήτευση τους για ό,τι δεν έβλεπαν: 

«τας ιοστεφείς και περίφημους Αθήνας», «την ωραία δημοκρατία», «το Ωδείο του Περικλέους», και «τις Πύλες του Ερμού».

Είναι γεγονός πάντως ότι η πόλη είχε υποστεί σοβαρότατες καταστροφές, ιδιαίτερα στο διάστημα της ενδεκάμηνης πολιορκίας της από τον Κιουταχή, μεταξύ Ιουνίου 1826 και Μαΐου 1827.

Η Τουρκική φρουρά αποχώρησε οριστικά από το φρούριο της Ακροπόλεως την 31η Μαρτίου 1833. Στο διάστημα που προηγήθηκε, ιδιαίτερα κατά την τριετία 1830-1833, δεν διαδραματίστηκαν σοβαρά πολεμικά γεγονότα στην περιοχή.

Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα Πρωτόκολλα της Ανεξαρτησίας προέβλεπαν ασυζητητί την απελευθέρωση της Αθήνας, επέτρεψε τη βαθμιαία αναγέννηση της Πόλης.

Τον Νοέμβριο του 1831 οι αρχιτέκτονες Σταμάτης Κλεάνθης και Eduard Schaubert, μαθητές του σημαντικότερου ίσως Γερμανού νεοκλασικού αρχιτέκτονα Karl Friedrich Schinkel, εγκαθίστανται στην Αθήνα, όπου βάζουν μπρος το έργο της συστηματικής τοπογράφησης της πόλης και στη συνέχεια συντάσσουν την πολεοδομική τους πρόταση, εν όψει της πιθανής εγκατάστασης εκεί της πρωτεύουσας του νεοπαγούς κράτους.

Αξίζει να αναφέρω πως κατά τον σχεδιασμό της πόλεως εξετάστηκε και το ενδεχόμενο ανέγερσής τους πάνω στην ίδια την Ακρόπολη, βάσει σχεδίων του Schinkel, η ιδέα όμως κατακρίθηκε και από τον ίδιο τον Λουδοβίκο της Βαυαρίας.

Τα πρώτα ονόματα των οδών δόθηκαν από τους Κλεάνθη και Schaubert, όταν διαμόρφωναν την πολεοδομική τους πρόταση για την Αθήνα, το έτος 1832. Όπως ήταν επόμενο, τα αρχαιοελληνικής έμπνευσης ονόματα κυριάρχησαν εξ ολοκλήρου στις επιλογές τους, με μοναδικές ίσως εξαιρέσεις τα Βουλεβάρια και τις πλατείες Ανακτορίων, Βόρσας και Θεάτρου. 

Από τα ονόματα εκείνα, ένας μικρός αριθμός αντιστοιχούσε σε κάποια τοπογραφική πραγματικότητα, Λόγου χάριν, η Πειραιώς κατευθύνονταν πράγματι προς τον Πειραιά, η Μεσογείων προς τα Μεσόγεια, η Σταδίου, στην αρχική της σύλληψη, έφθανε ως το Στάδιο, η Αρείου Πάγου σκόπευε τον ομώνυμο βράχο και η Αθηνάς αντίστοιχα το Ναό της Παλλάδας, ενώ η Λυσικράτους έφθανε ως το ομώνυμο μνημείο και η Αιόλου ως τον υποτιθέμενο Ναό του Αιόλου, δηλαδή το Ωρολόγιο του Ανδρόνικου Κυρρήστου.

Τα κτίρια που ανεγέρθηκαν ακολούθησαν την νεοκλασική αρχιτεκτονική η οποία στα τέλη του 18ου και στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα υπήρξε ένα διεθνές στυλ που γεννήθηκε ως απάντηση στα περίκομψα και διακοσμητικά αυλικά αισθητικά ρεύματα του Μπαρόκ και του Ροκοκό. Στην Ελλάδα ο ρυθμός αυτός ήρθε διαμέσου της Γερμανίας.

Πως καταφέραμε λοιπόν να κάνουμε την Αθήνα των 400 σπιτιών του μία απέραντη τσιμεντούπολη είναι απορίας άξιο, ίσως και όχι…


Πηγή για την Αθήνα του 19 ου αιώνα το άρθρο του Λεωνίδα Καλλιβρετάκη, Ιστορικός, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών / Ε.Ι.Ε, :

"Η Αθήνα τον 19ο αιώνα: Από επαρχιακή πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πρωτεύουσα του Ελληνικού Βασιλείου" [https://archaeologia.eie.gr/archaeologia/gr/chapter_more_9.aspx]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου