Σάββατο 9 Μαρτίου 2024

Φριτιλλάρια (Fritillaria graeca), ο μύθος.

 


Στην αρχαία Ελληνική μυθολογία, δεν υπάρχει σχετικός μύθος για την Φριτιλλάρια. Εμπνεόμενος, από το όμορφο φυτό και τις αντίστοιχες μυθολογικές ιστορίες του Οβίδιου στις «μεταμορφώσεις», συνέθεσα εγώ μια μικρή μυθολογική ιστορία, στα πρότυπα των προγόνων μας.

Η Φριτιλλάρια ήταν μια πανέμορφη ιέρεια του Απόλλωνος στην αρχαία Ελλάδα. Σύζυγος της ήταν ο Όνειρος, φημισμένος αθλητής της δισκοβολίας, με καταγωγή από την Λήμνο, όμορφος σαν το θεό που υπηρετούσε η Φριτιλλάρια τον Απόλλωνα, και ρωμαλαίος σαν το Ηρακλή.

Το όμορφο ζευγάρι ήθελε να αποκτήσει ένα αγόρι, το οποίο θα ξεπερνούσε κάθε άλλο στην ομορφιά και την ρώμη. Όταν η Φριτιλλάρια, βρέθηκε σε ενδιαφέρουσα κατάσταση, θαύμαζε σκοπίμως καθημερινά το άγαλμα του θεού, ευχόμενη να της χαρίσει ο Απόλλων, ένα αγόρι τόσο όμορφο, όσο ο Θεός που θαύμαζε, αγαπούσε και υπηρετούσε.

Ο καιρός πέρασε και η Φριτιλλάρια, όντως γέννησε ένα πανέμορφο αγόρι, στον οποίο έδωσαν το όνομα Απολλόδωρος, εφόσον ήταν τον δώρο του Απόλλωνα σε αυτή και τον σύζυγο της, Όνειρο.

Ο Θεός Απόλλων προίκισε όντως τον γιο της με απίστευτη σωματική και πνευματική ομορφιά. Όταν ο Απολλόδωρος έφτασε στην εφηβεία, η φήμη του για την ομορφιά και την σωματική του ρώμη ξεπέρασε τα όρια της Λήμνου.

Η Φριτιλλάρια ένοιωθε τόσο περήφανη για τον Απολλόδωρο, που έφτασε στο σημείο να υπερηφανευτεί πως ο γιός της ξεπέρασε σε ομορφιά ακόμα και τον ίδιο τον Θεό Απόλλωνα.

Η αυθάδης και αλαζονική αυτή στάση της απέναντι στον Απόλλωνα, επέφερε την οργή του Θεού. Στην αρχαία Ελλάδα εξάλλου, η ύβρις επέφερε πάντα την Νέμεση. Ο θεός Απόλλωνας, εκτός από Θεός του Φωτός, της μουσικής των τεχνών και της θεραπείας, είχε και το προσωνύμιο «Απολλύων», ο καταστροφέας δηλαδή.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα σκληρή τιμωρία του Απόλλωνος στον Μαρσύα ο οποίος γδάρθηκε ζωντανός, ως τιμωρία για την Ύβρι που διέπραξε να προκαλέσει θεό Απόλλωνα στην μουσική τέχνη. Η Φριτιλλάρια μέσα στην υπερηφάνεια της το παρέβλεψε αυτό.

Ο Απόλλων έστειλε με τα βέλη του ανίατη ασθένεια στον Απολλόδωρο. Ο νέος μαράζωσε, το κάλλος και το σφρίγος του χάθηκαν από το άλλοτε υπέροχο κορμί του.

Η Φριτιλλάρια κατάλαβε το λάθος της, ικέτευε τον Θεό για συγχώρεση, και τον παρακαλούσε να πάρει την δική της ζωή, αντί του μονάκριβου γιού της, αλλά ήταν πλέον αργά.

Η ύβρις είχε συντελεστεί, η Φριτιλλάρια είχε υπερβεί τη θνητή της φύση, θεωρώντας πως ο γιός της ένας θνητός, είχε εξομοιωθεί με τους θεούς. Ο Απολλόδωρος πέρασε τελικά τις πύλες του Άδη, με αποτέλεσμα η μητέρα του να αρνηθεί την ίδια της την ζωή.

Η Φριτιλλάρια σκυμμένη πάνω από το μνήμα του νεκρού της γιού, αργοπέθαινε βασανιστικά αρνούμενη να κοιμηθεί, να φάει και να πιεί οτιδήποτε. Ο θεός Απόλλωνας τελικά την λυπήθηκε και την μεταμόρφωσε στην ομώνυμη όμορφη μικρή τουλίπα που ανθοφορεί την άνοιξη, και γέρνει πάντα το άνθος της προς το έδαφος, μοιρολογώντας για τον χαμένο της γιό...

📷 Φριτιλλάρια η Ελληνική, με την πρωινή υγρασία. Την συναντάμε αυτή την εποχή. Ένα όμορφο ενδημικό και απειλούμενο βολβώδες φυτό (με άσχημο άρωμα), το οποίο συγγενεύει με τις τουλίπες. Το άνθος της στρέφεται προς τη γη, ενώ οι ανθήρες της είναι κιτρινωποί.


Φωτογραφία, μυθοπλασία, Χ.Β , «Μ.Μ».

Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2024

Η Οδός Ερμού των Αθηνών, οι Βαυαροί, και η Νεο Ελληνική τέχνη.

Η Αθήνα το 1833 μετά την απελευθέρωσή της από τους Οθωμανούς, ήταν μία μικρή κωμόπολη γύρω από τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης, η οποία αριθμούσε περίπου  4.000 κατοίκους, με περίπου 150 μικρές φτωχές κατοικίες, πολλά χαλάσματα και ερείπια. 

Στις 30 Σεπτεμβρίου 1834 υπογράφηκε το Βασιλικό Διάταγμα για την μεταφορά της πρωτεύουσας από το Ναύπλιο στην Αθήνα. Ο φιλέλληνας πατέρας του νεαρού Γερμανού βασιλιά (βασιλιάς της Βαυαρίας, Λουδοβίκου Α’ 1786-1868) ) Όθωνας (1815-1867), ανέθεσε την ανοικοδόμηση της Αθήνας στον Βαυαρό Εδουάρδο Σάουμπερτ (Eduard Schaubert, 1804-1864), και τον μαθητή τ ου Έλληνα αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη (1802 -1862), με αυστηρή εντολή να μη καταστραφούν οι αρχαιολογικοί χώροι.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η σχέση των ποιμένων κατοίκων της Αθήνας, αυτό τον καιρό, με την αρχαία Ελλάδα ήταν ανύπαρκτη. Οι ακόλουθοι του Όθωνα αλλά και των ξένων περιηγητών, τονίζουν πως οι άνθρωποι που κατοικούν στην πάλαι ποτέ πρωτεύουσα της Δημοκρατίας και των τεχνών, δεν έχουν καμία πολιτισμική σχέση με την αρχαία Ελλάδα.

Οι περιγραφές των ξένων περιηγητών είναι χαρακτηριστικές.

«Στην Αθήνα δεν υπάρχει ούτε ένας χαραγμένος δρόμος, ούτε μια οδός, ενώ σε κάθε μας βήμα αναγκαζόμαστε να πατάμε πάνω σε σωρούς από πέτρες, σε τμήματα τοίχων και σε αρχαίες κολόνες», αναφέρει ο Ζοζέφ Φρανσουά Μισώ. Ο φον Μάουερ, αναφέρει επίσης:

«Οι άνθρωποι έμεναν είτε σε σπίτια είτε σε καλύβες αλλού χωμάτινες και αλλού φτιαγμένες από πέτρες που τις είχαν βάλει απλώς την μία πάνω στην άλλη».

Το πρώτο δίτροχο κάρο το έφερε ο ναύαρχος σερ Πουλτένεϊ Μάλκολμ τον χειμώνα του 1833, και εκατοντάδες κάτοικοι των Πατησίων έτρεξαν να το δουν από κοντά και να τα θαυμάσουν.

Οι Σάουμπερτ και Κλεάνθης, οι οποίοι κλήθηκαν το 1832 να εκπονήσουν το πρώτο πολεοδομικό σχέδιο της πρωτεύουσας, έθεσαν ως στόχο να υπάρξει σύνδεση της νέας πόλης με το ένδοξο παρελθόν των αρχαίων χρόνων, έτσι επιλέχθηκαν τοπωνύμια στους δρόμους τα οποία είχαν σχέση με την αρχαία Ελλάδα.

Με αυτό το σκεπτικό και με δεδομένο ότι εκείνα τα χρόνια ήταν η εποχή της ακμής του κλασικισμού, τα περισσότερα ονόματα των δρόμων που χαράχτηκαν ήταν αρχαιοελληνικής έμπνευσης (π.χ. Αιολική οδός - Αιόλου, Ερμαϊκή οδός - Ερμού, Αθηνάς, Αρείου Πάγου κ.ά.). Έως τότε, οι περισσότεροι δρόμοι ήταν ανώνυμοι και τα κτίρια προσδιορίζονταν ή βάσει του επωνύμου του ιδιοκτήτη, ή τοπόσημων ή των ορίων της ενορίας στην οποία βρίσκονταν.

Η οδός Ερμού όπως προαναφέρθηκε,  πήρε το όνομα του Θεού του εμπορίου, του Ερμή, καθώς εξαρχής ο συγκεκριμένος δρόμος, δημιουργήθηκε με το όραμα να γίνει ένας από τους κεντρικότερους εμπορικούς δρόμους της πόλης, όπου θα μπορούσαν να συγκεντρωθούν καταστήματα και υπηρεσίες που είχε ανάγκη η Αθήνα. Δε θα μπορούσε, λοιπόν, να μην έχει και ένα όνομα που να ταιριάζει σε αυτό. Και επιλέχθηκε να της δοθεί το όνομα του αγγελιαφόρο των Θεών και προστάτη του εμπορίου. Του Ερμή!

Στο αρχικό σχέδιο μάλιστα προβλεπόταν πως η Ερμού θα ήταν σε όλο το μήκος της ένας  φαρδύς, αλλά οι παρεμβάσεις δύο δημοτικών συμβούλων της εποχής που είχα εκεί οικόπεδα, αλλάζουν τη χάραξή της, ενώ ο αρχικός σχεδιασμός διατηρείται μόνο στην είσοδο της στη πλατεία Συντάγματος.

Τα χρόνια περνούν και η πόλη των Αθηνών γίνεται μία μεγάπολη, μία αφιλόξενη τσιμεντούπολη με το μικρότερο ποσοστό πρασίνου ανά κάτοικο στην Ευρώπη, με σχεδόν τον μισό πληθυσμό, της Ελλάδος να κατοικεί σε μία πόλη όπου σε τίποτα δεν θυμίζει το αρχαίο κλέος της,  εκτός από τα αρχαία ερείπια και τα ελάχιστα νεοκλασικά που δεν κατεδαφίστηκαν.

Η τέχνη, στην σύγχρονη Ελλάδα, ακολουθεί σύγχρονες φόρμες εφόσον το αρχαίο κλέος θεωρείται δεδομένο, παρότι η Ελλάδα δεν έχει αναδείξει επαρκώς την πολιτιστική της κληρονομιά η οποία αποτελεί και το συγκριτικό της πλεονέκτημα τόσο ιστορικά, πολιτισμικά, όσο και τουριστικά.

Σε αντίστοιχη με την δική μας εμπορική οδό Ερμού, για παράδειγμα στην Βουδαπέστη (οδοί Váci και Régiposta utca), υπάρχει σιντριβάνι με άγαλμα του Θεού Ερμή [φωτογραφίες 1, 2].




Εμείς αντίστοιχα στην δική μας οδό Ερμού, έχουμε δύο συνθέσεις διότι αγάλματα δεν θα μπορούσαμε να τα ονομάσουμε :

«Μία βουτιά στον κόσμο μας», έργο του Κυριάκου Ρόκου 2000. Ένα κουβάρι από δάχτυλα γόνατα και πέλματα, σε ένα παράξενο εναγκαλισμό. Εικόνες του κόσμου μας ( ; ), σύμφωνα με τον καλλιτέχνη! [Φωτογραφία 3η].


H «Αναδυομένη», έργο του του Δημήτριου Αρμακόλα 1975. Μια τεμαχισμένη γυμνή γυναικεία μορφή χωρίς χέρια και πόδια (μάλλον είναι αυτά που έχουν καρφωθεί στο προηγούμενο καλλιτέχνημα) σε στάση αποθέωσης, που πασχίζει να βγει από κάτι που μοιάζει με σκάλα, με μια πέτρινη βεντάλια και ένα δοκάρι όπου ξεκουράζεται ο χιτώνας της (διότι η γυμνή είναι αρχαία). [Φωτογραφία 4η].



H σύγχρονη τέχνη είναι φυσικά το ζητούμενο στις σύγχρονες κοινωνίες, αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν θα μπορούσαν σε κεντρικά σημεία της πόλης να υπάρχουν αγάλματα που να παραπέμπουν στην αρχαία ιστορία και μυθολογία. Ας μην ξεχνάμε πως τα σημεία αρχαιολογικού και ιστορικού ενδιαφέροντος αποτελούν πόλο έλξης των επισκεπτών της πόλης, εφόσον η σύγχρονη ιστορικής της ταυτότητα έχει σε μεγάλο βαθμό χαθεί.

Το παράδειγμα υπάρχει σε όλες τις δυτικές και όχι μόνο με αγάλματα αλλά και κλασσικά οικοδομήματα αρχαιο Ελληνικού ρυθμού, όπως λ.χ , το κοινοβούλιο της Αυστρίας, το αντίγραφο του Παρθενώνα στο Νασβιλ των Η.Π.Α, αλλά και στην πόλη Ρέγκενσμπουργκ της Βαυαρίας ( Βαλχάλα), Και τόσα άλλα.


Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2023

Διονυσιακά και Ορφικά μυστήρια.


Αφορμή για το άρθρο που ακολουθεί υπήρξε ο εικονιζόμενος πίνακας: «Ο Θάνατος του Ορφέα»- Death of Orpheus (detail) του Émile Lévy (1826-1890) 1866. Στον εν λόγο πίνακα ο Γάλος ζωγράφος, απεικονίζει τις Μαινάδες να δολοφονούν τον Ορφέα εμπνεόμενος από τον σχετικό αρχαίο Ελληνικό μύθο. Ας μην λησμονούμε πως η αναγέννηση η οποία μας χάρισε υπέροχα έργα τέχνης βασίστηκε στον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό, και στην θεματολογία του.

Οι Μαινάδες ή Θυϊάδες γνωστές και ως Βάκχες αποτελούσαν τις ιέρειες του Διονύσου, οι οποίες ήταν γυναίκες αφιερωμένες στο Θεό Διόνυσο, και αποτελούσαν το ιερατείο της διονυσιακής λατρείας. Ο Ορφέας αργότερα τις απέκλεισε από τα αναμορφωμένα μυστήρια του και αυτές εκδικούμενες, σύμφωνα με τον μύθο, τον φόνευσαν.

Ας ξετυλίξουμε λοιπόν το νήμα των της μυθικής παράδοσης που συνδέει τον Ορφέα με τον Διόνυσο…

Ο Θεός Διόνυσος, ήταν αρχικά ένας χθόνιος θεός (όπως όλοι οι μετέπειτα θεοί του Ολύμπιου πάνθεου),  του κυνηγιού και της αγροτικής ζωής, ένας θεός της φύσης και της βλάστησης, που εξασφάλιζε καλές σοδειές. Δεν ήταν ακόμα ο Διόνυσος θεός του κρασιού και της κραιπάλης.

Ούτε στην Ιλιάδα, ούτε στους παλιότερους ποιητές και συγγραφείς φαίνεται ο Διόνυσος να έχει τέτοια ιδιότητα. Την ιδιότητά του αυτή την προσέδωσαν οι Έλληνες και αργότερα οι Ρωμαίοι, αιώνες μετά την αρχική του και καθαρή λατρεία από τους Θράκες.

Τα Διονυσιακά μυστήρια άρχιζαν με εξαγνιστικές τελετουργίες. Μέσα στα σκοτάδια της νύχτας, (Παυσανίας, Βιργιλίου Γεωργικά κ.λ.π.), ο πιστός έμενε γυμνός. Ο ιερέας τον έπλενε με αγιασμένο νερό, μετά τον άλειβε με πίτυρα και στο πρόσωπο τον άλειβε με γύψο κι έβαζε πάνω του νεβρίδα, δηλαδή δέρμα νεαρού ελαφιού, όπως για όλα αυτά μας λέγει ο Δημοσθένης στον Περί Στεφάνου λόγο του.

Στη διάρκεια των δέκα ημερών που προηγούνταν της τελετουργίας αυτής, κατά τον Ρωμαίο Λίβιο, ο πιστός έπρεπε ν’ απέχει από κάθε σεξουαλική σχέση κι έτσι αγνός και καθαρισμένος κι από τα προσωπικά του αμαρτήματα αλλά κι από το αρχικό αμάρτημα των Τιτάνων, (που το όνομά τους προήλθε από τη λέξη «τιτανός», που σήμαινε γύψος, ασβέστης), προγόνων του ανθρωπίνου γένους, όταν αυτοί είχαν κομματιάσει τον Διόνυσο Ζαγρέα, να προσέλθει στις εξαγνιστικές τελετές και να συμμετάσχει στην ακατανόητη για τους αρχαίους Έλληνες ωμοφαγία του θυσιασμένου ζώου, στο οποίο πιστευόταν ότι ενσαρκώνεται ο Θεός, μέσα από την αυθυποβολή που προκαλούσε η ιερή μανία, (έξαψη).

Στις Διονυσιακές τελετές θα επανέλθω στο τέλος του άρθρου όπου γίνεται σύγκριση των Διονυσιακών και των Ορφικών μυστηρίων, και τελετουργιών.

Ο Ορφέας, που σύμφωνα με όλες τις αρχαίες πηγές ήταν θρακικής καταγωγής, ήταν κατά τη μυθολογία γιός του Οιάγρου, βασιλέα της Θράκης και της Καλλιόπης, της πιο γνωστής από τις εννέα Μούσες και ζούσε στην Πίμπλεια, πόλη της Πιερίας του Ολύμπου. Ήταν μεγάλος τραγουδιστής, μουσικός και ποιητής.

Ο Ορφέας εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ιστορία σ’ ένα ποίημα του Ίβυκου τον 6ο αιώνα π.Χ. στο οποίο μνημονεύεται μεταξύ επιφανών αντρών. Πριν από αυτό αναφέρεται στον μύθο της Αργοναυτικής εκστρατείας, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τον ίδιο στα Αργοναυτικά του. Ο Ορφέας έμεινε γνωστός στην ιστορία ως μουσικός.

Ο Ορφέας λατρευόταν ως ιερός μουσικός αλλά και ως ιδρυτής μυστηρίων. Το όνομά του συνδεόταν με νέες τελετές και αποκαλύψεις. Για τους ανθρώπους ήταν κάτι περισσότερο από έναν έξοχο μουσικό που με τη μελωδία του κατείχε τη δύναμη να επηρεάζει τα έμψυχα και τα άψυχα πλάσματα της φύσης, όπως εκείνος επιθυμούσε.

Θεωρούνταν πατέρας της Ελληνικής θεογονίας, εισηγητής της Ελληνικής θρησκείας και διδασκαλίας για αγνό βίο, καθώς και ιδρυτής των μυστικών τελετών στη λατρεία του Διόνυσου. Ήταν αυτός που καθιέρωσε την κυριαρχία του Δία στη Θράκη και του Απόλλωνα στους Δελφούς.

Για το θάνατο του Ορφέα υπήρχαν διάφοροι μύθοι. Η αρχαιότερη από αυτές είναι η εκδοχή του Αισχύλου που παρουσιαζόταν σε ένα από τα χαμένα έργα του, στην τραγωδία Βασσάρες. Η αρχαία παράδοση ήθελε τον Ορφέα εχθρό του Διόνυσου, καθώς ο Ορφέας ήταν λάτρης του θεού Απόλλωνα. Συνήθιζε να πηγαίνει κάθε πρωί στο όρος Παγγαίο και περίμενε την ανατολή του Ήλιου, τον οποίο λάτρευε και τον αποκαλούσε επίσης Απόλλωνα.

Προκάλεσε έτσι την οργή του Διόνυσου και ο θεός έστειλε εναντίον του τις άγριες ακόλουθές του, τις Μαινάδες. Αυτές τον κατακρεούργησαν και τον διαμέλισαν με τον ίδιο τρόπο που κομμάτιαζαν τα ζώα στα όργιά τους. Ο φόνος του Ορφέα παρουσιάστηκε επίσης ως αποτέλεσμα βακχικής μανίας που προκλήθηκε ύστερα από την περιφρόνηση με την οποία εκείνος συμπεριφερόταν στις Μαινάδες μετά τον θάνατο της Ευρυδίκης.

Ο Παυσανίας αναφέρει πως οι γυναίκες της Θράκης έσφαξαν και διαμέλισαν τον Ορφέα, επειδή παρέσυρε τους συζύγους τους μακριά τους, ενώ ο Κόνων θεωρούσε πως ο θάνατος του ήταν αποτέλεσμα της άρνησής του να τις μυήσει στα μυστήριά του.

Ο Πλάτων στο Συμπόσιο αναφέρει πως ο Ορφέας, σαν μουσικός και ποιητής ήταν λάτρης του θεού της μουσικής, του Απόλλωνα. Όταν λοιπόν ο Απόλλων ήλθε κάποτε πάνω στο Παγγαίο, το Ιερό όρος του Διονύσου, ο Ορφέας έκανε σύγκριση ανάμεσα στους δυο θεούς η οποία ταπείνωνε και υποβίβαζε τον μεγάλο Θράκα θεό.

Μια τέτοια σύγκριση, γενόμενη από θνητό ήταν μεγάλη ασέβεια προς τους θεούς, τους οποίους εξόργισε και την οποία έπρεπε η Νέμεσις να τιμωρήσει σκληρά. Έτσι ο Διόνυσος με την βοήθειά της έστειλε τις Βασσαρίδες, Θράκισσες γυναίκες που ήταν μυημένες στα μυστήριά του και τελούσαν την οργιαστική λατρεία του, οι οποίες και κομμάτιασαν τον Ορφέα πάνω στο Παγγαίο.

Οι εννέα μούσες μετέφεραν αυτά τα κομμάτια πολύ μακριά, στο βασίλειο τους στα Λείβηθρα, (που βρισκόταν εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το Λιτόχωρο) όπου και τα έθαψαν, μέχρι δε την εποχή του περιηγητή Παυσανία, (1ος αι. π.Χ.) οι κάτοικοι των Λειβήθρων έδειχναν τον τάφο του.

Ο Ορφέας φαίνεται να συγχέεται πολλές φορές με τον θεό Απόλλωνα. Παρουσιάζει αρκετά Απολλώνια στοιχεία και έτσι τεκμηριώνεται η άποψη πως αρχικά αποτελούσε μέρος της ηλιακής θρησκείας των Ελλήνων, ως ιερέας του Απόλλωνα. Εμφάνιζε μάλιστα αρκετά κοινά χαρακτηριστικά με τον θεό που υπηρετούσε.

Όταν συναντήθηκε όμως με τον Διόνυσο έγινε ο εκφραστής μιας μυσταγωγικής θρησκείας. Ο  Ορφέας υπήρξε ιδρυτής μιας θρησκείας που αποτελούσε ένα είδος της Βακχικής θρησκείας και παρόλο που ο ίδιος απείχε κατά πολύ από το να είναι μία βακχική μορφή κήρυξε και ταυτόχρονα αναμόρφωσε τη θρησκεία του Διόνυσου, η οποία διαδόθηκε σε όλη την Ελλάδα.

Η Ορφική θρησκεία ήταν ένα ηθικοθρησκευτικό, μυστικιστικό και μυστηριακό ρεύμα κατά τον έβδομο και έκτο αιώνα π.Χ. και αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα μυστικιστικά ρεύματα της αρχαϊκής εποχής. Συνδεόταν με τον ασκητισμό και με ασυνήθιστα δόγματα σχετικά με τη σχέση αυτής της ζωής αλλά και της επόμενης, είχε συνεπώς ένα σωτηριολογικό χαρακτήρα.

Το σύνθετο αυτό θρησκευτικό κίνημα συγκεντρώνονταν όλα τα διαφορετικά στοιχεία, τα οποία προηγουμένως βρίσκονταν διασκορπισμένα σε διάφορους τομείς . Ο Ορφισμός συνεπώς αντιμετωπίστηκε από πολλούς ως μία αίρεση της οποίας ιδρυτής θεωρήθηκε ο Ορφέας.

Μέσα στα πλαίσια ενός στενού κύκλου καλλιεργήθηκε ένας ορισμένος τύπος λατρείας, ο οποίος δεν ήταν αποδεκτός από την επίσημη θρησκεία. Και παρόλο που ο Ορφισμός πορευόταν παράλληλα με τη θρησκεία της πόλης ήταν τελείως διαφορετικός από αυτή.

Ο Ορφισμός παρουσιάστηκε στην Ελλάδα ως μία νέα θρησκευτική τάση και έμπνευση, στον μυστικισμό της οποίας εμπεριέχονταν τα ονόματα του Διόνυσου και του Ορφέα. Ο Διόνυσος από θεός της βλάστησης έγινε ο θεός μυσταγωγός προς την αθανασία και την αναγέννηση.

Οι οπαδοί του Ορφισμού διακατέχονταν από αυστηρότητα και πειθαρχία και ήταν αιρετικοί της λατρείας του Διόνυσου, τις τελετές του οποίου αναμόρφωσε ο Ορφέας. Παρόλο που η Ορφική λατρεία ήταν σε πολλά σημεία ανάλογη με τη διονυσιακή, ήταν ανεξάρτητη και αρκετές φορές μάλιστα φαίνεται να αντιτίθεται σε αυτή.

Σύμφωνα με μία άλλη άποψη, ο Ορφισμός αποτέλεσε εξέλιξη της Διονυσιακής λατρείας, καθώς ο Ορφέας προσέδωσε στην τελετή του Διόνυσου νέα πνευματική σημασία. Τελετές όπως η Ωμοφαγία και ο Ιερός Γάμος, που προϋπήρχαν του Ορφισμού, πέρασαν σε αυτόν και προσέλαβαν νέες διαστάσεις, πνευματικές, εκστατικές και μυστικιστικές.

Εκείνο που έκανε τους Ορφικούς να αποσπώνται και να αποσχίζονται από τη Διονυσιακή θρησκεία ως αιρετικοί ήταν η απότομη αλλαγή του μυστηριακού χαρακτήρα της Διονυσιακής λατρείας με την προσχώρηση πλήθους κόσμου στους Διονυσιακούς θιάσους ή με τη διάλυση των θιάσων αυτών εξαιτίας της επισημοποίησης της διονυσιακής θρησκείας από την πολιτική της τυραννίας.

Οι Ορφικοί μετασχημάτισαν λοιπόν στοιχεία της Διονυσιακής λατρείας σε ένα σύστημα εσχατολογικών πίστεων. Από την ομαδική Διονυσιακή ένωση με τον θεό διαμόρφωσαν ένα δόγμα ατομικής σωτηρίας. Οι Ορφικές τελετές ωστόσο δε σταμάτησαν να διέπονται από το Διονυσιακό πνεύμα.

Συγκεκριμένα, η πλειοψηφία των Ορφικών ύμνων ήταν αφιερωμένοι στον Διόνυσο, ενώ οι τελετές τους περιλάμβαναν και την αναπαράσταση των παθών του. Ο Ορφισμός εμφανιζόταν ως θρησκεία των εκλεκτών, μια αίρεση που ακολουθούσαν οι λίγοι.

Ο Θεός Διόνυσος και ο Ορφέας, υπέστησαν αμφότεροι  την ίδια μορφή θανάτου, τον διαμελισμό. Ο Διόνυσος Ζαγρέας κομματιάστηκε από τους Τιτάνες και ο Ορφέας από τις μαινόμενες γυναίκες της Θράκης. Ακόμη, κατέβηκαν και οι δύο στον Άδη.

Η μεγάλη διαφορά τους έγκειται στο γεγονός πως ο Ορφέας μέσα από τους μύθους παρουσιάζεται ως άνθρωπος και όχι ως θεός. Αποτελεί επίσης μορφή ειρηνική και γαλήνια, και δε φέρει ομοιότητες ως προς αυτό με τον οργιαστικό και άγριο θεό του, τον Διόνυσο.

Όσον αφορά τα μυστήρια, τα Ορφικά αποτέλεσαν αναμόρφωση των Διονυσιακών μυστηρίων, εκφράσεις της διονυσιακής λατρείας, στην οποία προστέθηκαν νέα στοιχεία. Η Διονυσιακή λατρεία εορταζόταν δημόσια και επιτελούνταν σε διάφορους τόπους. Ο θεός λατρευόταν σε πολλές δημόσιες εορτές και στα πλαίσιά τους εορταζόταν και η μυστηριακή λατρεία.

Ο χαρακτήρας τους ήταν περισσότερο άσεμνος. Στη Διονυσιακή λατρεία κυριάρχησε το πρωτόγονο δόγμα της θεϊκής κατάληψης, το οποίο δημιουργούνταν κυρίως από τη μέθη. Το κρασί έφερνε στους πιστούς έμπνευση και στιγμές ξαφνικής φώτισης. Η οινοποσία, η μέθη, οι εκστατικοί χοροί, η μανία και τα τελετουργικά όργια, αποτελούσαν τα κύρια στοιχεία της διονυσιακής λατρείας.

Οι Βακχικές τελετές τροποποιήθηκαν και αναμορφώθηκαν από τον Ορφέα. Οι Ορφικές τελετές ήταν αυστηρά ιδιωτικού χαρακτήρα, λάμβαναν χώρα τη νύχτα και δεν υπήρχαν καθιερωμένες τοποθεσίες για την τέλεσή τους, ούτε ορισμένο κέντρο λατρείας. Δεν πραγματοποιούνταν σε ναούς αλλά σε οικήματα, τους ιερούς οίκους. Η Ορφική λατρεία ανέπτυξε ένα ανώτερο πνευματικό νόημα.

Ο Ορφέας, διατηρώντας τη Βακχική πεποίθηση ότι ο άνθρωπος μπορεί να γίνει θεός, δημιούργησε μία νέα αντίληψη σχετικά με το τι είναι θεός, και η προσπάθεια απόκτησης αυτής της θεότητας προσεγγίστηκε με εντελώς διαφορετικά μέσα. 

Οι Ορφικοί, παρόλο που γνώριζαν την ευθυμία του κρασιού, αποστράφηκαν από αυτό. Η έκστασή τους ήταν εσωτερική και αφορούσε τον ασκητισμό. Δεν επιδιωκόταν λοιπόν η σωματική μέθη αλλά η πνευματική έκσταση και τα μέσα που υιοθετήθηκαν δεν ήταν πλέον η οινοποσία αλλά η αποχή και οι τελετές καθαρμού. Ο Ορφισμός λοιπόν αποτελούσε μία μορφή αίρεσης, που ιδρυτής της ήταν ο Ορφέας.

Ο  χαρακτήρας των Ορφικών μυστηρίων ήταν μυστικιστικός. Δε λάμβαναν χώρα δημόσιες εορτές, ούτε ευθυμίες. Τα δόγματα τα οποία ασπαζόταν, αφορούσαν τη σχέση αυτής της ζωής και της επόμενης. 

Ο θεός που λατρευόταν και στα δύο είδη μυστηρίων ήταν ο Διόνυσος. Στη Διονυσιακή λατρεία ο Διόνυσος αποτελούσε τον θεό του κρασιού, της βλάστησης και των ζώων. Από τους πιστούς, ο θεός Διόνυσος, ο γιος της Σεμέλης και του Δία, λατρευόταν ως ενθουσιαστική οντότητα. Μέσω του κρασιού, με το οποίο ο θεός ευεργέτησε τους ανθρώπους, οι πιστοί έφταναν στη μέθη, όχι όμως μόνο τη σωματική. Η μέθη αυτή αποτελούσε μία μορφή κατοχής από τον θεό και ευχαρίστησης.

Οι λάτρεις καταλαμβάνονταν από θεϊκή τρέλα και ένιωθαν πως κάτι νέο υπήρχε μέσα τους. Έφταναν στη θεϊκή έκσταση και γίνονταν ένθεοι, περιφρονώντας την ανθρώπινη λογική. Οι Ορφικοί αντίθετα λάτρευαν τον Διόνυσο ως χθόνια θεότητα. Ο Διόνυσος – Ζαγρέας ήταν οντότητα του Κάτω Κόσμου, γεννημένος από το Δία και την Περσεφόνη. Λατρευόταν επίσης ως θεός της αθανασίας, καθώς μέσω της λατρείας του οι μυημένοι είχαν την πεποίθηση ότι θα φτάσουν στη μακαριότητα.

Η χθόνια μορφή του Διόνυσου βέβαια δεν αποκλείστηκε εντελώς από τα Διονυσιακά μυστήρια, καθώς ο Διόνυσος συνδέθηκε τόσο με τη ζωή όσο και με τον θάνατο. Η σύνδεσή του με τον θάνατο προέκυψε από την προσπάθεια του ατόμου να ελέγξει την εμπειρία του θανάτου μέσω της μυστηριακής λατρείας.

Στις μυστηριακές τελετές των Διονυσιακών και των Ορφικών μυστηρίων λάμβανε χώρα η αναπαράσταση του θείου δράματος του Διόνυσου, ο φόνος δηλαδή του θεού από τους Τιτάνες και η επάνοδός του στη ζωή. Ο σπαραγμός του θεού αποτελούσε τον εικονικό θάνατο του μυουμένου, οπότε οι πιστοί περνούσαν τα ίδια πάθη με τον θεό. Ο σπαραγμός ολοκληρωνόταν με την αποκατάσταση στη ζωή. Οι μυούμενοι βίωναν μία κατάσταση αγωνίας και δέους από την οποία λυτρώνονταν, όταν έφτανε το τέλος του εικονικού θανάτου.

Κατά τη διάρκεια της μύησης, αναπαρίστατο η διαδικασία του θανάτου μέσω μίας ελεγχόμενης μορφής τελετουργίας και πραγματοποιούταν για τους μυουμένους μία εμπειρική γνωριμία του μεταφυσικού. Μέσω της δραματοποίησης της περιπέτειας του θανάτου, ο μύστης οδηγούνταν στην ευδαιμονία, καθώς ξέφευγε από τα δεινά του παρόντος κόσμου και απαλλασσόταν από το μυθολογικό έγκλημα που διαπράχθηκε μεν από τους Τιτάνες αλλά τιμωρούνταν γι’ αυτό οι άνθρωποι.

Με τη μύηση διασφαλιζόταν η ευτυχία των μυστών στον άλλο κόσμο. Η ένωση με τον θεό που πραγματοποιούνταν μέσω της αλληγορικής αποκάλυψης των γεγονότων στους μυουμένους κατά τη Διονυσιακή λατρεία είχε περισσότερο μανιακό χαρακτήρα.

Το θείο δράμα έπαιρνε τη μορφή δραματικής παράστασης και κατά τη διάρκεια της τελετής εμφανίζονταν στοιχεία θηλυπρέπειας και παρενδυσίας. Ακόμα καταναλωνόταν κρασί στη μυητική τελετουργία και λάμβαναν χώρα εκστατικοί χοροί. Στα Ορφικά μυστήρια αντίθετα δε πραγματοποιούνταν ευθυμίες και χοροί, καθώς ο χαρακτήρας τους ήταν περισσότερο εσωτερικός και η μύηση είχε ατομικιστικό χαρακτήρα.

Όσον αφορά την ψυχή, οι πιστοί θεωρούσαν πως βρισκόταν φυλακισμένη μέσα στο σώμα και επιθυμούσε να ξεφύγει από αυτό. Με τους καθαρμούς η ψυχή κατάφερνε να διαχωριστεί από το σώμα και συνέχιζε να ζει. Γινόταν αθάνατη ακόμα και αν το σώμα καταστρεφόταν.

Οι Ορφικοί πίστευαν ακόμη στην προΰπαρξη της ψυχής. Σύμφωνα με την Ορφική θρησκεία, η παρούσα ζωή αποτελούσε μία τιμωρία και οι ψυχές ξεπλήρωναν τα αμαρτήματα τους στον Κάτω Κόσμο. Ο άνθρωπος για τους Ορφικούς αποτελούσε ένα είδος θεού, που έχασε τη θεϊκότητά του. Η ψυχή έπεσε από τη σφαίρα των θεών στη σφαίρα των θνητών υπάρξεων.

Για να μπορέσει λοιπόν να βρει τη θεϊκότητά της έπρεπε να εξαγνιστεί. Πρεσβευόταν ακόμη η ιδέα της μετενσάρκωσης, σύμφωνα με την οποία η ψυχή μετά τον θάνατό αναγεννιέται σε άλλο σώμα και για να ξεφύγει από τον συνεχή κύκλο επαναγγενήσεων, οι πιστοί έπρεπε να μυηθούν και να ακολουθούν ηθικό βίο, υποτάσσοντας τα πάθη και τις ορέξεις τους.

Οι πιστοί υποβάλλονταν σε νηστείες, ζούσαν με εγκράτεια και απείχαν από την κρεοφαγία. Δεν προέβαιναν ούτε σε θυσίες ζώων, σε αντίθεση με τους οπαδούς της διονυσιακής θρησκείας, οι οποίοι δε ζούσαν με στερήσεις.

Η μέθη και ο οργιαστικός χαρακτήρας των τελετών τους και γενικότερα της ζωής τους ήταν το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της Διονυσιακής θρησκείας. Κοινές τελετές των δύο θρησκειών αποτελούσαν η ωμοφαγία, ο ιερός γάμος και τα λικνοφόρια. Η ωμοφαγία αποτελούσε μία από τις σπουδαιότερες τελετές των μυστηρίων.

Οι μυημένοι διαμέλιζαν έναν ταύρο, ο οποίος ταυτιζόταν με τον Διόνυσο, και στη συνέχεια κατανάλωναν το ωμό κρέας του. Οι λάτρεις ένιωθαν πως ενώνονταν με τον θεό. Μια ακόμη κοινή τελετή, ο ιερός γάμος, αποτελούσε μία παράσταση στην τελετή των μυστηρίων του ιερού γάμου της ψυχής με τον Διόνυσο.

Τα λικνοφόρια αφορούσαν την αποκάλυψη ιερών αντικειμένων στους μυούμενους κατά τη διάρκεια της μύησής τους. Τα αντικείμενα αυτά βρίσκονταν μέσα στο λίκνο, δηλαδή σε καλάθι. Η τελετή αυτή συνδέθηκε με τον καθαρμό και την αναγέννηση. Σχετικά με τους θιάσους, είναι φανερό ότι η σύσταση του ορφικού θιάσου ήταν το αποτέλεσμα της παρέκκλισης των πιστών από τη Διονυσιακή λατρεία.

Οι πιστοί του θεού που αποσχίστηκαν σαν αιρετικοί, οδηγήθηκαν στην απόφαση αυτή, εξαιτίας της απότομης αποβολής του μυστηριακού χαρακτήρα της Διονυσιακής θρησκείας, επειδή στη Διονυσιακή λατρεία προσχώρησε πλήθος οπαδών ή επειδή επισημοποιήθηκε η Διονυσιακή θρησκεία.

Ο Ορφισμός αποτέλεσε τη θρησκεία των εκλεκτών, μία θρησκεία που την ακολουθούσαν οι  λίγοι και διέθετε ιερούς λόγους, βιβλία, δόγματα και δοξασίες. Οι Ορφικές τελετές βέβαια συνέχισαν να διέπονται από το Διονυσιακό πνεύμα, καθώς οι Ορφικοί ύμνοι ήταν αφιερωμένοι στον Διόνυσο και οι τελετές που λάμβαναν χώρα αναπαριστούσαν τα πάθη του.

Οι Ορφικοί διατηρώντας λοιπόν τα στοιχεία της Διονυσιακής λατρείας και προσαρμόζοντάς τα στα στοιχεία της λατρείας ενός αντίστοιχου μυστηριακού θεού, τα μετέτρεψαν σε ένα σύστημα όσιας ζωής και εσχατολογικών πίστεων. Από τον μετασχηματισμό των στοιχείων αυτών προέκυψε μία νέα ιδέα σχετικά με την ψυχή.

Οι Ορφικοί θίασοι που δημιουργήθηκαν εμφάνιζαν σημαντικές διαφορές συγκριτικά με τους διονυσιακούς τόσο στη σύσταση όσο και στη λειτουργία. Ο Διονυσιακός θίασος είχε γυναικεία σύσταση και η λειτουργία του ήταν μαγικοθρησκευτική, καθώς βασιζόταν σε τέτοιου είδους ιερουργίες. Μέσω της γυναικείας του σύστασης εκφράστηκε μία αντίδραση στον ζυγό της πατριαρχίας, που κυριαρχούσε την εποχή εκείνη.

Αργότερα ο Διονυσιακός θίασος απέκτησε μικτή σύσταση και αποτελούνταν από γυναίκες και άντρες. Στη μορφή του αυτή, ο καταπιεσμένος αγροτικός πληθυσμός κατέφευγε στη λατρεία ενός θεού που με τη μετάληψη ενωνόταν μαζί του και η σκληρή πραγματικότητα μέσω της έκστασης μεταμορφωνόταν σε έναν κόσμο θαυμάτων. Ακόμη, μέσω της ένωσης αυτής με τον θεό ο λάτρης ήλπιζε σε μία ευδαιμονική μετά θάνατον ζωή.

Ο Ορφικός θίασος αντίθετα είχε αυστηρά αντρική υπόσταση. Σε μία εκδοχή μάλιστα του μύθου σχετικά με τον θάνατο του Ορφέα παρουσιάζεται η εχθρότητα των γυναικών προς το πρόσωπό του και τελικά η δολοφονία του, εξαιτίας της άρνησής του να διδάξει στις γυναίκες τις τελετές του.

Η λειτουργία του θιάσου ήταν ηθικοθρησκευτική. Οι Ορφικοί ακολουθούσαν έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής. Συμμορφώνονταν με τους ορφικούς νόμους προκειμένου να μπορέσουν να φτάσουν στην τελετουργική αγνότητα, η οποία αποτελούσε τον σκοπό της ζωής τους.

Ο Ορφικός θίασος είχε σωτηριολογικό χαρακτήρα. Μέσω του ηθικού βίου και της μύησης, ο μύστης κατάφερνε να ξεφύγει από τον κύκλο των μετενσαρκώσεων και να κατακτήσει τη θεϊκή ευδαιμονία. Η οργιαστική λατρεία του Διονυσιακού θιάσου λοιπόν αντικαταστάθηκε από ένα σύστημα όσιας ζωής.

Αντικαταστάθηκαν επίσης οι μυήσεις ομαδικού χαρακτήρα του Διονυσιακού θιάσου από την ατομική μύηση των Ορφικών, που στόχο είχε την ανάδειξη του ατόμου. Οι οπαδοί του Ορφέα ήταν περισσότερο εσωτερικοί. Ο Ορφέας αποδοκιμάστηκε αλλά κατάφερε να εδραιώσει μια νέα πίστη, η οποία βασίστηκε στην παλιά. Ο Ορφισμός αποτέλεσε έναν ασκητικό Διονυσιασμό.

Κοινό στόχο και των δύο λατρειών αποτελούσε η λύτρωση του ατόμου από τις γήινες συνθήκες και η ένωσή του με τον θεό. Το κύριο στοιχείο που τις διαφοροποιούσε ήταν ο τρόπος με τον οποίο οι δύο αυτές λατρείες επεδίωκαν τον στόχο τους.

Ο Διονυσιασμός  ακολουθούσε έναν εκστατικό και ενθουσιαστικό τρόπο, ενώ ο τρόπος με τον οποίο επιδιωκόταν η λύτρωση στον ορφισμό ήταν περισσότερο συνειδητός, ελεγχόμενος και διανοητικός. Τόσο τα Διονυσιακά όσο και τα Ορφικά μυστήρια πάντως έδωσαν την ελπίδα στους ανθρώπους να ξεπεράσουν τα όριά τους, μέσω της θείας έκστασης.

Για την συγγραφή του παρόντος άρθρου αντλήθηκαν από την μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία της Κανύχης Στεφανίας:  «Η μυστηριακή λατρεία στα Διονυσιακά και Ορφικά μυστήρια», Πανεπ. Αιγαίου.