Κυριακή 16 Απριλίου 2023

Παγανισμός και Χριστιανισμός.

 


«Ο παγανισμός δεν ήταν ποτέ θρησκεία και δεν υπήρχαν ειδωλολάτρες πριν από τον Χριστιανισμό. Οι Xριστιανοί επινόησαν τον παγανισμό, όχι μόνο ως όρο, αλλά και ως σύστημα».

Maijastina Kahlos (διδάκτωρ Λατινικής και Ρωμαϊκής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι και Ισόβιο Μέλος του Clare Hall, University of Cambridge. Ειδικεύεται στη μετανάστευση και την κινητικότητα στην ύστερη αρχαία Μεσόγειο, την καθημερινή ζωή στην αρχαία Ρώμη και τις αρχαίες θρησκείες. ), Debate and Dialogue: Christian and Pagan Cultures c. 360-430.

Oταν µιλάµε για «παγανισµό», δεν εννοούµε ένα συγκροτηµένο και οµοιογενές θρησκευτικό σύστηµα, αλλά µια θάλασσα παραδόσεων, εθίµων και πράξεων µεεσωτερική ποικιλοµορφία, αντιθέσεις και ιδιαιτερότητες.

Ούτε, άλλωστε, ο Xριστιανισµός, παρά την ιεραρχική του οργάνωση µε σχετικάσταθερό σηµείο αναφοράς τις Γραφές, αποτελούσε (ή αποτελεί σήµερα) µια µονολιθική θρησκευτική δοµή, αφού χαρακτηριζόταν (και χαρακτηρίζεται ακόµη) από επιµέρους οµάδες και ρεύµατα, µε αγεφύρωτο, πολλές φορές, µεταξύ τους χάσµα.

Ακόµη και η αρχαία Εβραϊκή θρησκεία, το λίκνο του Χριστιανισµού, δεν λειτουργούσε ως κλειστό σύστηµα, αλλά αντλούσε συνεχώς στοιχεία από το περιβάλλον της, πλουµίζοντας το υφαντό της µε Xανανιτικά, Αιγυπτιακά, Μεσοποταµιακά και Ελληνικά πολιτιστικά στοιχεία. Αυτή τη ρευστότητα, ένθεν και ένθεν, δεν πρέπει κανείς να την παραβλέπει.

Στη δηµοτική σκέψη, γράφει οΓιώργος Κοντογιώργης, «δεν υπάρχει ένας, αλλά πολλοί θεοί (ο Άδης, ο Χάρος, η Χάρισα, ο ‘Θεός’, οι Άγιοι, η Γη, η Παναγία κ.ά.).Μολονότι διαφαίνονται µια σχετική εσωτερική ιεράρχηση κι έναςσαφής καταµερισµός έργων, αναγνωρίζεται σε καθένα από τους θεούς αυτούς πλήρης αυτονοµία δράσης [...] Ο θεός Χάρος συνυπάρχει µε τον Θεό, αποτελεί ως προς αυτό την προσωποποίηση της ανοµίας, ενσαρκώνει την απόλυτη αδικία, το απόλυτο κακό»(Κοντογιώργης 2006:18).

H µετάβαση από τους θεούς στον Θεό ήταν διαδικασία αργή, σταδιακή, σύνθετη και, συνήθως, µη βίαιη [η ιστορία μας διδάσκει το αντίθετο, εδώ κατά την γνώμη μου ο συγγραφέας καταλήγει σε λάθος συμπεράσματα. Η διαδικασία αυτή συνήθως ήταν βίαιη].

Η διαδικασία τούτη εξαρτιόταν [ και σε μικρό βαθμό - θα ήταν πιο σωστό κατά την γνώμη μου ] από παράγοντες πέραν της αυτοκρατορικής καταστολής του παγανισµού, όπως η φυσική καταστροφή των παγανιστικών ιερών από σεισµούς, η ιδιωτικοποίηση της παγανιστικής θρησκείας και ο ενοθεϊσµός, δηλαδή η λατρεία ενός ύψιστου θεού, µιας µέγιστης µορφής ανάμεσα σε άλλες, κατώτερες θεότητες (Rautman 2002. Mitchell-Nuffelen 2010. Panayides2016a. Mavrojannis 2016-2017. Deligiannakis 2018).

Για τον David Frankfurter, «ο εκχριστιανισµός [...] του µεσογειακού χώρου δεν πρέπει πλέον να θεωρείται προϊόντης οριστικής και απόλυτης επίδρασης ιδεολογιών και θεολογικών διδασκαλιών», εφόσον η επιβίωση παγανιστικών στοιχείων αποκαλύπτει τον τρόπο µε τον οποίο «Χριστιανικά σύµβολα, ιδέες, εξουσίες, ονοµασίες και άγιοι προσλαµβάνονταν και τύγχαναν διαπραγµάτευσης σε τοπικό επίπεδο - όχι µόνο σε συγκεκριµένες περιοχές, αλλά σε διάφορα επίπεδα, στο σπίτι και στο εργαστήριο, στις γιορτές των αγίων και στο µυαλό όσων ασχολούνταν µε το λειτουργικό τελετουργικό. Αυτοί ήταν οι κοινωνικοί χώροι, οι θρησκευτικοί κόσµοι, του εκχριστιανισµού - το χωνευτήρι της θρησκευτικήςδράσης» (Frankfurter 2018:31).

Για την καλύτερη κατανόηση της αλληλεπίδρασης παγανισµού και Χριστιανισµού, ο Frankfurter προτείνει την αξιοποίηση της θεωρίαςτου ανθρωπολόγου Robert Redfield περί «Μεγάλης» και «ΜικρήςΠαράδοσης».

«Η κουλτούρα µιας αγροτικής κοινότητας», γράφει οRedfield, «δεν είναι αυτόνοµη. Αποτελεί πτυχή της [ευρύτερης] κουλτούρας στην οποία εντάσσεται. Όπως ακριβώς η αγροτική κοινωνία είναι ελλιπής [ως κοινωνικό σύνολο], έτσι και η αγροτική κουλτούρα είναι ελλιπής [...] Χρειάζεται µιαν άλλη κουλτούρα για να συνεχίσει να λειτουργεί. Η διανοητική και, συχνά, θρησκευτική και ηθική ζωήτου χωριού παραµένει συνεχώς µη πλήρης [...] Το χωριό µάς προσκαλεί να εξετάσουµε τη µακρά αλληλεπίδραση µεταξύ της τοπικήςκοινότητας και των πολιτιστικών κέντρων» (Redfield 1955:13-14).

Η«Μεγάλη Παράδοση» είναι για τον Redfield η κουλτούρα του πυρήνα,των ελίτ, της άρχουσας τάξης. Από την άλλη, η «Μικρή Παράδοση» αναπνέει στο υπέδαφος, είναι η κουλτούρα των µικρών ανθρώπων,των αγροτών, των αγροτικών κοινοτήτων. «Ο πολιτισµός», καταλήγειο Redfield, «διαθέτει τοπικό εύρος και µεγάλο ιστορικό βάθος. Είναι ένα µεγάλο σύνολο, στον χώρο και τον χρόνο, εξαιτίας της πολυπλοκότητας της οργάνωσής του που διατηρεί και καλλιεργεί τις επιµέρους παραδόσεις», µε τη Μεγάλη Παράδοση να διαχέει πολιτιστικάχ αρακτηριστικά προς τις «πολλές και διαφορετικές µικρές τοπικές κοινωνίες που εµπεριέχονται σ’ αυτήν» (Redfield 1955:21).

Στην περίπτωσή µας, ο Χριστιανισµός διαδραµατίζει τον ρόλο της Μεγάλης Παράδοσης, αφού υποστηρίζεται από το αυτοκρατορικό  κέντρο.  Ταυτόχρονα, συµβιώνει σε τοπικό επίπεδο µε πληθώρα προχριστιανικών αξιών, πρακτικών και εθίµων.

Η Μικρή αυτή Παράδοση προσλαµβάνει τη Μεγάλη µε διαφορετικούς τρόπους και σε διαφορετικόβαθµό (βλ., π.χ., Frankfurter 2018:257-258).Ο Carlo Ginzburg αντιλαµβάνεται την εκδήλωση προχριστιανικών εθίµων, πράξεων και αντιλήψεων ως προϊόν συνύπαρξης µεταξύ της προφορικής κουλτούρας των λαϊκών µαζών και της γραπτής κουλτούρας της άρχουσας τάξης (Ginzburg 1980).

Πηγή: «Ο θάνατος των θεών: παγανισμός και μαγεία στη μεσαιωνική Κύπρο», δρ Χρυσοβαλάντης Κυριάκου.

 

Σάββατο 15 Απριλίου 2023

Περί λαμπάδων, ιερού φωτός και μυήσεων στην αρχαία Ελλάδα.

 Κατά την αρχαιότητα, από την Ιερά Πύλη που βρισκόταν στον χώρο του Κεραμεικού διερχόταν λαμπαδηδρομία, η πορεία με αναμμένες λαμπάδες (θύρσους) των Αθηναίων οι οποίοι διέσχιζαν νύχτα το Αιγάλεω μέχρι την Ελευσίνα για την τέλεση των Ελευσινίων Μυστηρίων (μύθος Δήμητρας Περσεφόνης, αναγέννηση φύσεως). Από αυτούς μόνο οι μυημένοι συνέχιζαν μέχρι το Τελεστήριο.

Η «Πομπή των Παναθηναίων» ( λατρεία της θεάς Αθηνάς), ξεκινούσε από το «Πομπείον» (4ος αι. π.Χ.), πλάι στα τείχη του Κεραμεικού, και περνώντας από την αρχαία Αγορά έφθανε στην Ακρόπολη.

                              Πομπείον, Κεραμεικός                                         

Οι λαμπάδες (θυρσοί -λυχνάρια) ήταν και το σύμβολο των Καβείρων. Κατά την τέλεση των Καβειρίων μυστηρίων στην Λήμνο επίσης, πριν από τις τελετές έσβηναν κάθε φωτιά στο νησί, έως ότου έρθει η ιερή φλόγα την Δήλου.

ΟΙ μύησεις γινόταν τη νύχτα, υπό το φως των δαδιών και λυχναριών των μυημένων που παραβρίσκονταν στην τελετή. Πλήθος είναι τα λυχνάρια που βρέθηκαν στις ανασκαφές με εγχάρακτο το γράμμα «Θ» δηλωτικό των Μεγάλων Θεών.

Στα Ασκληπιεία της αρχαιότητας επίσης, οι πυροφόροι έφεραν δάδες. Σε επιγραφές ιαμάτων, καλείται ο πυροφόρος και παις ο των θεών πυρφορών. Οι πυρφόροι ήταν βοηθοί στις ιατρικές εργασίες, οι οποίες λάμβαναν χώρα στα φημισμένα Ασκληπιεία.

Πυροφόρος μουσείο Επιδαύρου

Ο πυροφόρος προσφέρει πολλά αναθήματα στους θεούς, το ίδιο βέβαια και ο ιερεύς πολλές φορές προσφέρει από κοινού μετά από τον ιερέα (Επιδ. επιγρ. 56, 59) και άλλοτε εις το όνομα του ιερέως με αναγραμμένο και το δικό του όνομα για να δηλωθεί η χρονολογία στο ανάθημα. Ο πυροφόρος δεν μπορεί να τελέσει για δεύτερο έτος ή να γίνει ισόβιος.Το αξίωμα του είναι ενιαύσιο και σε μεταγενέστερη περίοδο γίνεται σπουδαίο.

Λόγω της σχέσης του θεού Ασκληπιού με τα μυστήρια στην Ελευσίνα και το ιερό της λατρείας των Ελευσίνιων θεών, κατά την μεταγενέστερη ρωμαϊκή περίοδο, οι ιερείς του Ασκληπιού φέρουν και τίτλους του ιερατικού αξιώματος των ιερέων της Ελευσίνος.

Έτσι ο ιερεύς του Ασκληπιού ονομάζεται και δαδούχος των Ελευσίνιων μυστηρίων, ο δε ιερεύς Διογένης,ο οποίος φέρει και τα περισσότερα αναθήματα, ονομάζεται σε αυτά Δηούς πρόπολος και ταυτόχρονα και ιεροφάντης.

Επανερχόμενος στο «Πομπείον» ο Παυσανίας, ομιλεί περί κτίσματος που χρησίμευε για την προπαρασκευή των πομπών (προφανώς εννοεί την πομπή των Παναθηναίων).

Πολυάριθμα ίχνη από τρύπες πασσάλων, διασκορπισμένα σε μεγάλη ακτίνα εντός του χώρου, αποτελούν σαφείς ενδείξεις ότι πριν από την ανέγερση του κλασσικού Πομπείου κατασκευάζονταν εκεί προσωρινά καταλύματα (σκηνές ή τέντες), που χρησιμοποιήθηκαν ως εγκαταστάσεις για την διοργάνωση της εορτής των Παναθηναίων.

Τα λείψανα που διατηρούνται σήμερα κατά χώρας αποκαθιστούν το Πομπείον ως μακρόστενο κτίριο ορθογώνιας κάτοψης με περίστυλη εσωτερική αυλή, δυτικά και βορείως της οποίας ανοίγονταν εφαπτόμενες με αυτήν συνεχόμενες αίθουσες συμποσίων, και με μνημειακό πρόπυλο στο βόρειο τμήμα της ανατολικής πλευράς του.

Στην περιβαλλόμενη από κίονες αυλή θα μπορούσε να χωρέσει το πλοίο της πομπής των Παναθηναίων, στα ιστία του οποίου αναρτούσαν τον πέπλο της θεάς Αθηνάς, με τον οποίο θα έντυναν το πανάρχαιο λατρευτικό ξόανό της στην Ακρόπολη.

Οι αίθουσες συμποσίων πιθανότατα προορίζονταν για την συνάθροιση των αξιωματούχων της πόλης για την εορταστική συνεστίαση προς τιμήν της Αθηνάς, στην οποία συμμετείχε και ο υπόλοιπος λαός, που συγκεντρωνόταν μάλλον σε γειτονικό χώρο (στην μεγάλη αυλή του Διπύλο.

Εάν κρίνουμε από την ευρύχωρη περίστυλη αυλή και τις επιγραφές εφήβων στην εσωτερική πλευρά της, το Πομπείον πρέπει να λειτούργησε και ως γυμνάσιο για την άθληση των νέων, ίσως ακόμα και ως σιταποθήκη σε περιόδους που παρουσιαζόταν ανάγκη.

Με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία, φαίνεται ότι η είσοδος στον χώρο του ήταν ελεύθερη για όλους· αυτό συνάγεται και από την μαρτυρία του Διογένους του Λαέρτιου, ο οποίος μας πληροφορεί ότι στο Πομπείον ήταν στημένος ένας χάλκινος ανδριάντας του Σωκράτους, έργο του Λυσίππου, και ότι εκεί διέτριβε κατά διαστήματα ο φιλόσοφος Διογένης.

Τέλος, ο Πλούταρχος αναφέρει την ύπαρξη μιας τοιχογραφίας, όπου απεικονιζόταν ο ρήτορας Ισοκράτης, μαζί με άλλες τοιχογραφίες κωμωδιογράφων, μεταξύ των οποίων θα συγκαταλεγόταν και ο Μένανδρος, του οποίου το όνομα σώζεται στο εσωτερικό του κτιρίου, δίπλα από την μικρή θύρα.

Με την εισβολή των Ρωμαίων του Σύλλα το 86 π.Χ. το Πομπείον καταστράφηκε, για να αντικατασταθεί, έπειτα από μία μακρά περίοδο ερήμωσης, κατά τον 2ο αι. μ.Χ., μάλλον επί αυτοκράτορος Αντωνίνου Πίου (138-161 μ.Χ.), από ένα νέο ευρύχωρο τρίκλιτο κτίσμα με στοές, το λεγόμενο «κτίριο των αποθηκών».

Το οικοδόμημα αυτό ισοπεδώθηκε κατά την εισβολή των Ερούλων το 267 μ.Χ. Έναν περίπου αιώνα αργότερα, την θέση του πήραν δύο επιμήκεις στοές εμπορικού χαρακτήρα, οι οποίες στέγαζαν καταστήματα και έφεραν αψιδόμορφη πύλη σε σχήμα θριαμβικού τόξου.

Πληροφορίες για το «Πομπείον» αντλήθηκαν από την ιστοσελίδα:

https://archaeologia.eie.gr/ και για τους Πυροφόρους από τον Ορέστης Πυλαρινός