Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2024

Η Οδός Ερμού των Αθηνών, οι Βαυαροί, και η Νεο Ελληνική τέχνη.

Η Αθήνα το 1833 μετά την απελευθέρωσή της από τους Οθωμανούς, ήταν μία μικρή κωμόπολη γύρω από τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης, η οποία αριθμούσε περίπου  4.000 κατοίκους, με περίπου 150 μικρές φτωχές κατοικίες, πολλά χαλάσματα και ερείπια. 

Στις 30 Σεπτεμβρίου 1834 υπογράφηκε το Βασιλικό Διάταγμα για την μεταφορά της πρωτεύουσας από το Ναύπλιο στην Αθήνα. Ο φιλέλληνας πατέρας του νεαρού Γερμανού βασιλιά (βασιλιάς της Βαυαρίας, Λουδοβίκου Α’ 1786-1868) ) Όθωνας (1815-1867), ανέθεσε την ανοικοδόμηση της Αθήνας στον Βαυαρό Εδουάρδο Σάουμπερτ (Eduard Schaubert, 1804-1864), και τον μαθητή τ ου Έλληνα αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη (1802 -1862), με αυστηρή εντολή να μη καταστραφούν οι αρχαιολογικοί χώροι.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η σχέση των ποιμένων κατοίκων της Αθήνας, αυτό τον καιρό, με την αρχαία Ελλάδα ήταν ανύπαρκτη. Οι ακόλουθοι του Όθωνα αλλά και των ξένων περιηγητών, τονίζουν πως οι άνθρωποι που κατοικούν στην πάλαι ποτέ πρωτεύουσα της Δημοκρατίας και των τεχνών, δεν έχουν καμία πολιτισμική σχέση με την αρχαία Ελλάδα.

Οι περιγραφές των ξένων περιηγητών είναι χαρακτηριστικές.

«Στην Αθήνα δεν υπάρχει ούτε ένας χαραγμένος δρόμος, ούτε μια οδός, ενώ σε κάθε μας βήμα αναγκαζόμαστε να πατάμε πάνω σε σωρούς από πέτρες, σε τμήματα τοίχων και σε αρχαίες κολόνες», αναφέρει ο Ζοζέφ Φρανσουά Μισώ. Ο φον Μάουερ, αναφέρει επίσης:

«Οι άνθρωποι έμεναν είτε σε σπίτια είτε σε καλύβες αλλού χωμάτινες και αλλού φτιαγμένες από πέτρες που τις είχαν βάλει απλώς την μία πάνω στην άλλη».

Το πρώτο δίτροχο κάρο το έφερε ο ναύαρχος σερ Πουλτένεϊ Μάλκολμ τον χειμώνα του 1833, και εκατοντάδες κάτοικοι των Πατησίων έτρεξαν να το δουν από κοντά και να τα θαυμάσουν.

Οι Σάουμπερτ και Κλεάνθης, οι οποίοι κλήθηκαν το 1832 να εκπονήσουν το πρώτο πολεοδομικό σχέδιο της πρωτεύουσας, έθεσαν ως στόχο να υπάρξει σύνδεση της νέας πόλης με το ένδοξο παρελθόν των αρχαίων χρόνων, έτσι επιλέχθηκαν τοπωνύμια στους δρόμους τα οποία είχαν σχέση με την αρχαία Ελλάδα.

Με αυτό το σκεπτικό και με δεδομένο ότι εκείνα τα χρόνια ήταν η εποχή της ακμής του κλασικισμού, τα περισσότερα ονόματα των δρόμων που χαράχτηκαν ήταν αρχαιοελληνικής έμπνευσης (π.χ. Αιολική οδός - Αιόλου, Ερμαϊκή οδός - Ερμού, Αθηνάς, Αρείου Πάγου κ.ά.). Έως τότε, οι περισσότεροι δρόμοι ήταν ανώνυμοι και τα κτίρια προσδιορίζονταν ή βάσει του επωνύμου του ιδιοκτήτη, ή τοπόσημων ή των ορίων της ενορίας στην οποία βρίσκονταν.

Η οδός Ερμού όπως προαναφέρθηκε,  πήρε το όνομα του Θεού του εμπορίου, του Ερμή, καθώς εξαρχής ο συγκεκριμένος δρόμος, δημιουργήθηκε με το όραμα να γίνει ένας από τους κεντρικότερους εμπορικούς δρόμους της πόλης, όπου θα μπορούσαν να συγκεντρωθούν καταστήματα και υπηρεσίες που είχε ανάγκη η Αθήνα. Δε θα μπορούσε, λοιπόν, να μην έχει και ένα όνομα που να ταιριάζει σε αυτό. Και επιλέχθηκε να της δοθεί το όνομα του αγγελιαφόρο των Θεών και προστάτη του εμπορίου. Του Ερμή!

Στο αρχικό σχέδιο μάλιστα προβλεπόταν πως η Ερμού θα ήταν σε όλο το μήκος της ένας  φαρδύς, αλλά οι παρεμβάσεις δύο δημοτικών συμβούλων της εποχής που είχα εκεί οικόπεδα, αλλάζουν τη χάραξή της, ενώ ο αρχικός σχεδιασμός διατηρείται μόνο στην είσοδο της στη πλατεία Συντάγματος.

Τα χρόνια περνούν και η πόλη των Αθηνών γίνεται μία μεγάπολη, μία αφιλόξενη τσιμεντούπολη με το μικρότερο ποσοστό πρασίνου ανά κάτοικο στην Ευρώπη, με σχεδόν τον μισό πληθυσμό, της Ελλάδος να κατοικεί σε μία πόλη όπου σε τίποτα δεν θυμίζει το αρχαίο κλέος της,  εκτός από τα αρχαία ερείπια και τα ελάχιστα νεοκλασικά που δεν κατεδαφίστηκαν.

Η τέχνη, στην σύγχρονη Ελλάδα, ακολουθεί σύγχρονες φόρμες εφόσον το αρχαίο κλέος θεωρείται δεδομένο, παρότι η Ελλάδα δεν έχει αναδείξει επαρκώς την πολιτιστική της κληρονομιά η οποία αποτελεί και το συγκριτικό της πλεονέκτημα τόσο ιστορικά, πολιτισμικά, όσο και τουριστικά.

Σε αντίστοιχη με την δική μας εμπορική οδό Ερμού, για παράδειγμα στην Βουδαπέστη (οδοί Váci και Régiposta utca), υπάρχει σιντριβάνι με άγαλμα του Θεού Ερμή [φωτογραφίες 1, 2].




Εμείς αντίστοιχα στην δική μας οδό Ερμού, έχουμε δύο συνθέσεις διότι αγάλματα δεν θα μπορούσαμε να τα ονομάσουμε :

«Μία βουτιά στον κόσμο μας», έργο του Κυριάκου Ρόκου 2000. Ένα κουβάρι από δάχτυλα γόνατα και πέλματα, σε ένα παράξενο εναγκαλισμό. Εικόνες του κόσμου μας ( ; ), σύμφωνα με τον καλλιτέχνη! [Φωτογραφία 3η].


H «Αναδυομένη», έργο του του Δημήτριου Αρμακόλα 1975. Μια τεμαχισμένη γυμνή γυναικεία μορφή χωρίς χέρια και πόδια (μάλλον είναι αυτά που έχουν καρφωθεί στο προηγούμενο καλλιτέχνημα) σε στάση αποθέωσης, που πασχίζει να βγει από κάτι που μοιάζει με σκάλα, με μια πέτρινη βεντάλια και ένα δοκάρι όπου ξεκουράζεται ο χιτώνας της (διότι η γυμνή είναι αρχαία). [Φωτογραφία 4η].



H σύγχρονη τέχνη είναι φυσικά το ζητούμενο στις σύγχρονες κοινωνίες, αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν θα μπορούσαν σε κεντρικά σημεία της πόλης να υπάρχουν αγάλματα που να παραπέμπουν στην αρχαία ιστορία και μυθολογία. Ας μην ξεχνάμε πως τα σημεία αρχαιολογικού και ιστορικού ενδιαφέροντος αποτελούν πόλο έλξης των επισκεπτών της πόλης, εφόσον η σύγχρονη ιστορικής της ταυτότητα έχει σε μεγάλο βαθμό χαθεί.

Το παράδειγμα υπάρχει σε όλες τις δυτικές και όχι μόνο με αγάλματα αλλά και κλασσικά οικοδομήματα αρχαιο Ελληνικού ρυθμού, όπως λ.χ , το κοινοβούλιο της Αυστρίας, το αντίγραφο του Παρθενώνα στο Νασβιλ των Η.Π.Α, αλλά και στην πόλη Ρέγκενσμπουργκ της Βαυαρίας ( Βαλχάλα), Και τόσα άλλα.