Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2023

Διονυσιακά και Ορφικά μυστήρια.


Αφορμή για το άρθρο που ακολουθεί υπήρξε ο εικονιζόμενος πίνακας: «Ο Θάνατος του Ορφέα»- Death of Orpheus (detail) του Émile Lévy (1826-1890) 1866. Στον εν λόγο πίνακα ο Γάλος ζωγράφος, απεικονίζει τις Μαινάδες να δολοφονούν τον Ορφέα εμπνεόμενος από τον σχετικό αρχαίο Ελληνικό μύθο. Ας μην λησμονούμε πως η αναγέννηση η οποία μας χάρισε υπέροχα έργα τέχνης βασίστηκε στον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό, και στην θεματολογία του.

Οι Μαινάδες ή Θυϊάδες γνωστές και ως Βάκχες αποτελούσαν τις ιέρειες του Διονύσου, οι οποίες ήταν γυναίκες αφιερωμένες στο Θεό Διόνυσο, και αποτελούσαν το ιερατείο της διονυσιακής λατρείας. Ο Ορφέας αργότερα τις απέκλεισε από τα αναμορφωμένα μυστήρια του και αυτές εκδικούμενες, σύμφωνα με τον μύθο, τον φόνευσαν.

Ας ξετυλίξουμε λοιπόν το νήμα των της μυθικής παράδοσης που συνδέει τον Ορφέα με τον Διόνυσο…

Ο Θεός Διόνυσος, ήταν αρχικά ένας χθόνιος θεός (όπως όλοι οι μετέπειτα θεοί του Ολύμπιου πάνθεου),  του κυνηγιού και της αγροτικής ζωής, ένας θεός της φύσης και της βλάστησης, που εξασφάλιζε καλές σοδειές. Δεν ήταν ακόμα ο Διόνυσος θεός του κρασιού και της κραιπάλης.

Ούτε στην Ιλιάδα, ούτε στους παλιότερους ποιητές και συγγραφείς φαίνεται ο Διόνυσος να έχει τέτοια ιδιότητα. Την ιδιότητά του αυτή την προσέδωσαν οι Έλληνες και αργότερα οι Ρωμαίοι, αιώνες μετά την αρχική του και καθαρή λατρεία από τους Θράκες.

Τα Διονυσιακά μυστήρια άρχιζαν με εξαγνιστικές τελετουργίες. Μέσα στα σκοτάδια της νύχτας, (Παυσανίας, Βιργιλίου Γεωργικά κ.λ.π.), ο πιστός έμενε γυμνός. Ο ιερέας τον έπλενε με αγιασμένο νερό, μετά τον άλειβε με πίτυρα και στο πρόσωπο τον άλειβε με γύψο κι έβαζε πάνω του νεβρίδα, δηλαδή δέρμα νεαρού ελαφιού, όπως για όλα αυτά μας λέγει ο Δημοσθένης στον Περί Στεφάνου λόγο του.

Στη διάρκεια των δέκα ημερών που προηγούνταν της τελετουργίας αυτής, κατά τον Ρωμαίο Λίβιο, ο πιστός έπρεπε ν’ απέχει από κάθε σεξουαλική σχέση κι έτσι αγνός και καθαρισμένος κι από τα προσωπικά του αμαρτήματα αλλά κι από το αρχικό αμάρτημα των Τιτάνων, (που το όνομά τους προήλθε από τη λέξη «τιτανός», που σήμαινε γύψος, ασβέστης), προγόνων του ανθρωπίνου γένους, όταν αυτοί είχαν κομματιάσει τον Διόνυσο Ζαγρέα, να προσέλθει στις εξαγνιστικές τελετές και να συμμετάσχει στην ακατανόητη για τους αρχαίους Έλληνες ωμοφαγία του θυσιασμένου ζώου, στο οποίο πιστευόταν ότι ενσαρκώνεται ο Θεός, μέσα από την αυθυποβολή που προκαλούσε η ιερή μανία, (έξαψη).

Στις Διονυσιακές τελετές θα επανέλθω στο τέλος του άρθρου όπου γίνεται σύγκριση των Διονυσιακών και των Ορφικών μυστηρίων, και τελετουργιών.

Ο Ορφέας, που σύμφωνα με όλες τις αρχαίες πηγές ήταν θρακικής καταγωγής, ήταν κατά τη μυθολογία γιός του Οιάγρου, βασιλέα της Θράκης και της Καλλιόπης, της πιο γνωστής από τις εννέα Μούσες και ζούσε στην Πίμπλεια, πόλη της Πιερίας του Ολύμπου. Ήταν μεγάλος τραγουδιστής, μουσικός και ποιητής.

Ο Ορφέας εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ιστορία σ’ ένα ποίημα του Ίβυκου τον 6ο αιώνα π.Χ. στο οποίο μνημονεύεται μεταξύ επιφανών αντρών. Πριν από αυτό αναφέρεται στον μύθο της Αργοναυτικής εκστρατείας, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τον ίδιο στα Αργοναυτικά του. Ο Ορφέας έμεινε γνωστός στην ιστορία ως μουσικός.

Ο Ορφέας λατρευόταν ως ιερός μουσικός αλλά και ως ιδρυτής μυστηρίων. Το όνομά του συνδεόταν με νέες τελετές και αποκαλύψεις. Για τους ανθρώπους ήταν κάτι περισσότερο από έναν έξοχο μουσικό που με τη μελωδία του κατείχε τη δύναμη να επηρεάζει τα έμψυχα και τα άψυχα πλάσματα της φύσης, όπως εκείνος επιθυμούσε.

Θεωρούνταν πατέρας της Ελληνικής θεογονίας, εισηγητής της Ελληνικής θρησκείας και διδασκαλίας για αγνό βίο, καθώς και ιδρυτής των μυστικών τελετών στη λατρεία του Διόνυσου. Ήταν αυτός που καθιέρωσε την κυριαρχία του Δία στη Θράκη και του Απόλλωνα στους Δελφούς.

Για το θάνατο του Ορφέα υπήρχαν διάφοροι μύθοι. Η αρχαιότερη από αυτές είναι η εκδοχή του Αισχύλου που παρουσιαζόταν σε ένα από τα χαμένα έργα του, στην τραγωδία Βασσάρες. Η αρχαία παράδοση ήθελε τον Ορφέα εχθρό του Διόνυσου, καθώς ο Ορφέας ήταν λάτρης του θεού Απόλλωνα. Συνήθιζε να πηγαίνει κάθε πρωί στο όρος Παγγαίο και περίμενε την ανατολή του Ήλιου, τον οποίο λάτρευε και τον αποκαλούσε επίσης Απόλλωνα.

Προκάλεσε έτσι την οργή του Διόνυσου και ο θεός έστειλε εναντίον του τις άγριες ακόλουθές του, τις Μαινάδες. Αυτές τον κατακρεούργησαν και τον διαμέλισαν με τον ίδιο τρόπο που κομμάτιαζαν τα ζώα στα όργιά τους. Ο φόνος του Ορφέα παρουσιάστηκε επίσης ως αποτέλεσμα βακχικής μανίας που προκλήθηκε ύστερα από την περιφρόνηση με την οποία εκείνος συμπεριφερόταν στις Μαινάδες μετά τον θάνατο της Ευρυδίκης.

Ο Παυσανίας αναφέρει πως οι γυναίκες της Θράκης έσφαξαν και διαμέλισαν τον Ορφέα, επειδή παρέσυρε τους συζύγους τους μακριά τους, ενώ ο Κόνων θεωρούσε πως ο θάνατος του ήταν αποτέλεσμα της άρνησής του να τις μυήσει στα μυστήριά του.

Ο Πλάτων στο Συμπόσιο αναφέρει πως ο Ορφέας, σαν μουσικός και ποιητής ήταν λάτρης του θεού της μουσικής, του Απόλλωνα. Όταν λοιπόν ο Απόλλων ήλθε κάποτε πάνω στο Παγγαίο, το Ιερό όρος του Διονύσου, ο Ορφέας έκανε σύγκριση ανάμεσα στους δυο θεούς η οποία ταπείνωνε και υποβίβαζε τον μεγάλο Θράκα θεό.

Μια τέτοια σύγκριση, γενόμενη από θνητό ήταν μεγάλη ασέβεια προς τους θεούς, τους οποίους εξόργισε και την οποία έπρεπε η Νέμεσις να τιμωρήσει σκληρά. Έτσι ο Διόνυσος με την βοήθειά της έστειλε τις Βασσαρίδες, Θράκισσες γυναίκες που ήταν μυημένες στα μυστήριά του και τελούσαν την οργιαστική λατρεία του, οι οποίες και κομμάτιασαν τον Ορφέα πάνω στο Παγγαίο.

Οι εννέα μούσες μετέφεραν αυτά τα κομμάτια πολύ μακριά, στο βασίλειο τους στα Λείβηθρα, (που βρισκόταν εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το Λιτόχωρο) όπου και τα έθαψαν, μέχρι δε την εποχή του περιηγητή Παυσανία, (1ος αι. π.Χ.) οι κάτοικοι των Λειβήθρων έδειχναν τον τάφο του.

Ο Ορφέας φαίνεται να συγχέεται πολλές φορές με τον θεό Απόλλωνα. Παρουσιάζει αρκετά Απολλώνια στοιχεία και έτσι τεκμηριώνεται η άποψη πως αρχικά αποτελούσε μέρος της ηλιακής θρησκείας των Ελλήνων, ως ιερέας του Απόλλωνα. Εμφάνιζε μάλιστα αρκετά κοινά χαρακτηριστικά με τον θεό που υπηρετούσε.

Όταν συναντήθηκε όμως με τον Διόνυσο έγινε ο εκφραστής μιας μυσταγωγικής θρησκείας. Ο  Ορφέας υπήρξε ιδρυτής μιας θρησκείας που αποτελούσε ένα είδος της Βακχικής θρησκείας και παρόλο που ο ίδιος απείχε κατά πολύ από το να είναι μία βακχική μορφή κήρυξε και ταυτόχρονα αναμόρφωσε τη θρησκεία του Διόνυσου, η οποία διαδόθηκε σε όλη την Ελλάδα.

Η Ορφική θρησκεία ήταν ένα ηθικοθρησκευτικό, μυστικιστικό και μυστηριακό ρεύμα κατά τον έβδομο και έκτο αιώνα π.Χ. και αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα μυστικιστικά ρεύματα της αρχαϊκής εποχής. Συνδεόταν με τον ασκητισμό και με ασυνήθιστα δόγματα σχετικά με τη σχέση αυτής της ζωής αλλά και της επόμενης, είχε συνεπώς ένα σωτηριολογικό χαρακτήρα.

Το σύνθετο αυτό θρησκευτικό κίνημα συγκεντρώνονταν όλα τα διαφορετικά στοιχεία, τα οποία προηγουμένως βρίσκονταν διασκορπισμένα σε διάφορους τομείς . Ο Ορφισμός συνεπώς αντιμετωπίστηκε από πολλούς ως μία αίρεση της οποίας ιδρυτής θεωρήθηκε ο Ορφέας.

Μέσα στα πλαίσια ενός στενού κύκλου καλλιεργήθηκε ένας ορισμένος τύπος λατρείας, ο οποίος δεν ήταν αποδεκτός από την επίσημη θρησκεία. Και παρόλο που ο Ορφισμός πορευόταν παράλληλα με τη θρησκεία της πόλης ήταν τελείως διαφορετικός από αυτή.

Ο Ορφισμός παρουσιάστηκε στην Ελλάδα ως μία νέα θρησκευτική τάση και έμπνευση, στον μυστικισμό της οποίας εμπεριέχονταν τα ονόματα του Διόνυσου και του Ορφέα. Ο Διόνυσος από θεός της βλάστησης έγινε ο θεός μυσταγωγός προς την αθανασία και την αναγέννηση.

Οι οπαδοί του Ορφισμού διακατέχονταν από αυστηρότητα και πειθαρχία και ήταν αιρετικοί της λατρείας του Διόνυσου, τις τελετές του οποίου αναμόρφωσε ο Ορφέας. Παρόλο που η Ορφική λατρεία ήταν σε πολλά σημεία ανάλογη με τη διονυσιακή, ήταν ανεξάρτητη και αρκετές φορές μάλιστα φαίνεται να αντιτίθεται σε αυτή.

Σύμφωνα με μία άλλη άποψη, ο Ορφισμός αποτέλεσε εξέλιξη της Διονυσιακής λατρείας, καθώς ο Ορφέας προσέδωσε στην τελετή του Διόνυσου νέα πνευματική σημασία. Τελετές όπως η Ωμοφαγία και ο Ιερός Γάμος, που προϋπήρχαν του Ορφισμού, πέρασαν σε αυτόν και προσέλαβαν νέες διαστάσεις, πνευματικές, εκστατικές και μυστικιστικές.

Εκείνο που έκανε τους Ορφικούς να αποσπώνται και να αποσχίζονται από τη Διονυσιακή θρησκεία ως αιρετικοί ήταν η απότομη αλλαγή του μυστηριακού χαρακτήρα της Διονυσιακής λατρείας με την προσχώρηση πλήθους κόσμου στους Διονυσιακούς θιάσους ή με τη διάλυση των θιάσων αυτών εξαιτίας της επισημοποίησης της διονυσιακής θρησκείας από την πολιτική της τυραννίας.

Οι Ορφικοί μετασχημάτισαν λοιπόν στοιχεία της Διονυσιακής λατρείας σε ένα σύστημα εσχατολογικών πίστεων. Από την ομαδική Διονυσιακή ένωση με τον θεό διαμόρφωσαν ένα δόγμα ατομικής σωτηρίας. Οι Ορφικές τελετές ωστόσο δε σταμάτησαν να διέπονται από το Διονυσιακό πνεύμα.

Συγκεκριμένα, η πλειοψηφία των Ορφικών ύμνων ήταν αφιερωμένοι στον Διόνυσο, ενώ οι τελετές τους περιλάμβαναν και την αναπαράσταση των παθών του. Ο Ορφισμός εμφανιζόταν ως θρησκεία των εκλεκτών, μια αίρεση που ακολουθούσαν οι λίγοι.

Ο Θεός Διόνυσος και ο Ορφέας, υπέστησαν αμφότεροι  την ίδια μορφή θανάτου, τον διαμελισμό. Ο Διόνυσος Ζαγρέας κομματιάστηκε από τους Τιτάνες και ο Ορφέας από τις μαινόμενες γυναίκες της Θράκης. Ακόμη, κατέβηκαν και οι δύο στον Άδη.

Η μεγάλη διαφορά τους έγκειται στο γεγονός πως ο Ορφέας μέσα από τους μύθους παρουσιάζεται ως άνθρωπος και όχι ως θεός. Αποτελεί επίσης μορφή ειρηνική και γαλήνια, και δε φέρει ομοιότητες ως προς αυτό με τον οργιαστικό και άγριο θεό του, τον Διόνυσο.

Όσον αφορά τα μυστήρια, τα Ορφικά αποτέλεσαν αναμόρφωση των Διονυσιακών μυστηρίων, εκφράσεις της διονυσιακής λατρείας, στην οποία προστέθηκαν νέα στοιχεία. Η Διονυσιακή λατρεία εορταζόταν δημόσια και επιτελούνταν σε διάφορους τόπους. Ο θεός λατρευόταν σε πολλές δημόσιες εορτές και στα πλαίσιά τους εορταζόταν και η μυστηριακή λατρεία.

Ο χαρακτήρας τους ήταν περισσότερο άσεμνος. Στη Διονυσιακή λατρεία κυριάρχησε το πρωτόγονο δόγμα της θεϊκής κατάληψης, το οποίο δημιουργούνταν κυρίως από τη μέθη. Το κρασί έφερνε στους πιστούς έμπνευση και στιγμές ξαφνικής φώτισης. Η οινοποσία, η μέθη, οι εκστατικοί χοροί, η μανία και τα τελετουργικά όργια, αποτελούσαν τα κύρια στοιχεία της διονυσιακής λατρείας.

Οι Βακχικές τελετές τροποποιήθηκαν και αναμορφώθηκαν από τον Ορφέα. Οι Ορφικές τελετές ήταν αυστηρά ιδιωτικού χαρακτήρα, λάμβαναν χώρα τη νύχτα και δεν υπήρχαν καθιερωμένες τοποθεσίες για την τέλεσή τους, ούτε ορισμένο κέντρο λατρείας. Δεν πραγματοποιούνταν σε ναούς αλλά σε οικήματα, τους ιερούς οίκους. Η Ορφική λατρεία ανέπτυξε ένα ανώτερο πνευματικό νόημα.

Ο Ορφέας, διατηρώντας τη Βακχική πεποίθηση ότι ο άνθρωπος μπορεί να γίνει θεός, δημιούργησε μία νέα αντίληψη σχετικά με το τι είναι θεός, και η προσπάθεια απόκτησης αυτής της θεότητας προσεγγίστηκε με εντελώς διαφορετικά μέσα. 

Οι Ορφικοί, παρόλο που γνώριζαν την ευθυμία του κρασιού, αποστράφηκαν από αυτό. Η έκστασή τους ήταν εσωτερική και αφορούσε τον ασκητισμό. Δεν επιδιωκόταν λοιπόν η σωματική μέθη αλλά η πνευματική έκσταση και τα μέσα που υιοθετήθηκαν δεν ήταν πλέον η οινοποσία αλλά η αποχή και οι τελετές καθαρμού. Ο Ορφισμός λοιπόν αποτελούσε μία μορφή αίρεσης, που ιδρυτής της ήταν ο Ορφέας.

Ο  χαρακτήρας των Ορφικών μυστηρίων ήταν μυστικιστικός. Δε λάμβαναν χώρα δημόσιες εορτές, ούτε ευθυμίες. Τα δόγματα τα οποία ασπαζόταν, αφορούσαν τη σχέση αυτής της ζωής και της επόμενης. 

Ο θεός που λατρευόταν και στα δύο είδη μυστηρίων ήταν ο Διόνυσος. Στη Διονυσιακή λατρεία ο Διόνυσος αποτελούσε τον θεό του κρασιού, της βλάστησης και των ζώων. Από τους πιστούς, ο θεός Διόνυσος, ο γιος της Σεμέλης και του Δία, λατρευόταν ως ενθουσιαστική οντότητα. Μέσω του κρασιού, με το οποίο ο θεός ευεργέτησε τους ανθρώπους, οι πιστοί έφταναν στη μέθη, όχι όμως μόνο τη σωματική. Η μέθη αυτή αποτελούσε μία μορφή κατοχής από τον θεό και ευχαρίστησης.

Οι λάτρεις καταλαμβάνονταν από θεϊκή τρέλα και ένιωθαν πως κάτι νέο υπήρχε μέσα τους. Έφταναν στη θεϊκή έκσταση και γίνονταν ένθεοι, περιφρονώντας την ανθρώπινη λογική. Οι Ορφικοί αντίθετα λάτρευαν τον Διόνυσο ως χθόνια θεότητα. Ο Διόνυσος – Ζαγρέας ήταν οντότητα του Κάτω Κόσμου, γεννημένος από το Δία και την Περσεφόνη. Λατρευόταν επίσης ως θεός της αθανασίας, καθώς μέσω της λατρείας του οι μυημένοι είχαν την πεποίθηση ότι θα φτάσουν στη μακαριότητα.

Η χθόνια μορφή του Διόνυσου βέβαια δεν αποκλείστηκε εντελώς από τα Διονυσιακά μυστήρια, καθώς ο Διόνυσος συνδέθηκε τόσο με τη ζωή όσο και με τον θάνατο. Η σύνδεσή του με τον θάνατο προέκυψε από την προσπάθεια του ατόμου να ελέγξει την εμπειρία του θανάτου μέσω της μυστηριακής λατρείας.

Στις μυστηριακές τελετές των Διονυσιακών και των Ορφικών μυστηρίων λάμβανε χώρα η αναπαράσταση του θείου δράματος του Διόνυσου, ο φόνος δηλαδή του θεού από τους Τιτάνες και η επάνοδός του στη ζωή. Ο σπαραγμός του θεού αποτελούσε τον εικονικό θάνατο του μυουμένου, οπότε οι πιστοί περνούσαν τα ίδια πάθη με τον θεό. Ο σπαραγμός ολοκληρωνόταν με την αποκατάσταση στη ζωή. Οι μυούμενοι βίωναν μία κατάσταση αγωνίας και δέους από την οποία λυτρώνονταν, όταν έφτανε το τέλος του εικονικού θανάτου.

Κατά τη διάρκεια της μύησης, αναπαρίστατο η διαδικασία του θανάτου μέσω μίας ελεγχόμενης μορφής τελετουργίας και πραγματοποιούταν για τους μυουμένους μία εμπειρική γνωριμία του μεταφυσικού. Μέσω της δραματοποίησης της περιπέτειας του θανάτου, ο μύστης οδηγούνταν στην ευδαιμονία, καθώς ξέφευγε από τα δεινά του παρόντος κόσμου και απαλλασσόταν από το μυθολογικό έγκλημα που διαπράχθηκε μεν από τους Τιτάνες αλλά τιμωρούνταν γι’ αυτό οι άνθρωποι.

Με τη μύηση διασφαλιζόταν η ευτυχία των μυστών στον άλλο κόσμο. Η ένωση με τον θεό που πραγματοποιούνταν μέσω της αλληγορικής αποκάλυψης των γεγονότων στους μυουμένους κατά τη Διονυσιακή λατρεία είχε περισσότερο μανιακό χαρακτήρα.

Το θείο δράμα έπαιρνε τη μορφή δραματικής παράστασης και κατά τη διάρκεια της τελετής εμφανίζονταν στοιχεία θηλυπρέπειας και παρενδυσίας. Ακόμα καταναλωνόταν κρασί στη μυητική τελετουργία και λάμβαναν χώρα εκστατικοί χοροί. Στα Ορφικά μυστήρια αντίθετα δε πραγματοποιούνταν ευθυμίες και χοροί, καθώς ο χαρακτήρας τους ήταν περισσότερο εσωτερικός και η μύηση είχε ατομικιστικό χαρακτήρα.

Όσον αφορά την ψυχή, οι πιστοί θεωρούσαν πως βρισκόταν φυλακισμένη μέσα στο σώμα και επιθυμούσε να ξεφύγει από αυτό. Με τους καθαρμούς η ψυχή κατάφερνε να διαχωριστεί από το σώμα και συνέχιζε να ζει. Γινόταν αθάνατη ακόμα και αν το σώμα καταστρεφόταν.

Οι Ορφικοί πίστευαν ακόμη στην προΰπαρξη της ψυχής. Σύμφωνα με την Ορφική θρησκεία, η παρούσα ζωή αποτελούσε μία τιμωρία και οι ψυχές ξεπλήρωναν τα αμαρτήματα τους στον Κάτω Κόσμο. Ο άνθρωπος για τους Ορφικούς αποτελούσε ένα είδος θεού, που έχασε τη θεϊκότητά του. Η ψυχή έπεσε από τη σφαίρα των θεών στη σφαίρα των θνητών υπάρξεων.

Για να μπορέσει λοιπόν να βρει τη θεϊκότητά της έπρεπε να εξαγνιστεί. Πρεσβευόταν ακόμη η ιδέα της μετενσάρκωσης, σύμφωνα με την οποία η ψυχή μετά τον θάνατό αναγεννιέται σε άλλο σώμα και για να ξεφύγει από τον συνεχή κύκλο επαναγγενήσεων, οι πιστοί έπρεπε να μυηθούν και να ακολουθούν ηθικό βίο, υποτάσσοντας τα πάθη και τις ορέξεις τους.

Οι πιστοί υποβάλλονταν σε νηστείες, ζούσαν με εγκράτεια και απείχαν από την κρεοφαγία. Δεν προέβαιναν ούτε σε θυσίες ζώων, σε αντίθεση με τους οπαδούς της διονυσιακής θρησκείας, οι οποίοι δε ζούσαν με στερήσεις.

Η μέθη και ο οργιαστικός χαρακτήρας των τελετών τους και γενικότερα της ζωής τους ήταν το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της Διονυσιακής θρησκείας. Κοινές τελετές των δύο θρησκειών αποτελούσαν η ωμοφαγία, ο ιερός γάμος και τα λικνοφόρια. Η ωμοφαγία αποτελούσε μία από τις σπουδαιότερες τελετές των μυστηρίων.

Οι μυημένοι διαμέλιζαν έναν ταύρο, ο οποίος ταυτιζόταν με τον Διόνυσο, και στη συνέχεια κατανάλωναν το ωμό κρέας του. Οι λάτρεις ένιωθαν πως ενώνονταν με τον θεό. Μια ακόμη κοινή τελετή, ο ιερός γάμος, αποτελούσε μία παράσταση στην τελετή των μυστηρίων του ιερού γάμου της ψυχής με τον Διόνυσο.

Τα λικνοφόρια αφορούσαν την αποκάλυψη ιερών αντικειμένων στους μυούμενους κατά τη διάρκεια της μύησής τους. Τα αντικείμενα αυτά βρίσκονταν μέσα στο λίκνο, δηλαδή σε καλάθι. Η τελετή αυτή συνδέθηκε με τον καθαρμό και την αναγέννηση. Σχετικά με τους θιάσους, είναι φανερό ότι η σύσταση του ορφικού θιάσου ήταν το αποτέλεσμα της παρέκκλισης των πιστών από τη Διονυσιακή λατρεία.

Οι πιστοί του θεού που αποσχίστηκαν σαν αιρετικοί, οδηγήθηκαν στην απόφαση αυτή, εξαιτίας της απότομης αποβολής του μυστηριακού χαρακτήρα της Διονυσιακής θρησκείας, επειδή στη Διονυσιακή λατρεία προσχώρησε πλήθος οπαδών ή επειδή επισημοποιήθηκε η Διονυσιακή θρησκεία.

Ο Ορφισμός αποτέλεσε τη θρησκεία των εκλεκτών, μία θρησκεία που την ακολουθούσαν οι  λίγοι και διέθετε ιερούς λόγους, βιβλία, δόγματα και δοξασίες. Οι Ορφικές τελετές βέβαια συνέχισαν να διέπονται από το Διονυσιακό πνεύμα, καθώς οι Ορφικοί ύμνοι ήταν αφιερωμένοι στον Διόνυσο και οι τελετές που λάμβαναν χώρα αναπαριστούσαν τα πάθη του.

Οι Ορφικοί διατηρώντας λοιπόν τα στοιχεία της Διονυσιακής λατρείας και προσαρμόζοντάς τα στα στοιχεία της λατρείας ενός αντίστοιχου μυστηριακού θεού, τα μετέτρεψαν σε ένα σύστημα όσιας ζωής και εσχατολογικών πίστεων. Από τον μετασχηματισμό των στοιχείων αυτών προέκυψε μία νέα ιδέα σχετικά με την ψυχή.

Οι Ορφικοί θίασοι που δημιουργήθηκαν εμφάνιζαν σημαντικές διαφορές συγκριτικά με τους διονυσιακούς τόσο στη σύσταση όσο και στη λειτουργία. Ο Διονυσιακός θίασος είχε γυναικεία σύσταση και η λειτουργία του ήταν μαγικοθρησκευτική, καθώς βασιζόταν σε τέτοιου είδους ιερουργίες. Μέσω της γυναικείας του σύστασης εκφράστηκε μία αντίδραση στον ζυγό της πατριαρχίας, που κυριαρχούσε την εποχή εκείνη.

Αργότερα ο Διονυσιακός θίασος απέκτησε μικτή σύσταση και αποτελούνταν από γυναίκες και άντρες. Στη μορφή του αυτή, ο καταπιεσμένος αγροτικός πληθυσμός κατέφευγε στη λατρεία ενός θεού που με τη μετάληψη ενωνόταν μαζί του και η σκληρή πραγματικότητα μέσω της έκστασης μεταμορφωνόταν σε έναν κόσμο θαυμάτων. Ακόμη, μέσω της ένωσης αυτής με τον θεό ο λάτρης ήλπιζε σε μία ευδαιμονική μετά θάνατον ζωή.

Ο Ορφικός θίασος αντίθετα είχε αυστηρά αντρική υπόσταση. Σε μία εκδοχή μάλιστα του μύθου σχετικά με τον θάνατο του Ορφέα παρουσιάζεται η εχθρότητα των γυναικών προς το πρόσωπό του και τελικά η δολοφονία του, εξαιτίας της άρνησής του να διδάξει στις γυναίκες τις τελετές του.

Η λειτουργία του θιάσου ήταν ηθικοθρησκευτική. Οι Ορφικοί ακολουθούσαν έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής. Συμμορφώνονταν με τους ορφικούς νόμους προκειμένου να μπορέσουν να φτάσουν στην τελετουργική αγνότητα, η οποία αποτελούσε τον σκοπό της ζωής τους.

Ο Ορφικός θίασος είχε σωτηριολογικό χαρακτήρα. Μέσω του ηθικού βίου και της μύησης, ο μύστης κατάφερνε να ξεφύγει από τον κύκλο των μετενσαρκώσεων και να κατακτήσει τη θεϊκή ευδαιμονία. Η οργιαστική λατρεία του Διονυσιακού θιάσου λοιπόν αντικαταστάθηκε από ένα σύστημα όσιας ζωής.

Αντικαταστάθηκαν επίσης οι μυήσεις ομαδικού χαρακτήρα του Διονυσιακού θιάσου από την ατομική μύηση των Ορφικών, που στόχο είχε την ανάδειξη του ατόμου. Οι οπαδοί του Ορφέα ήταν περισσότερο εσωτερικοί. Ο Ορφέας αποδοκιμάστηκε αλλά κατάφερε να εδραιώσει μια νέα πίστη, η οποία βασίστηκε στην παλιά. Ο Ορφισμός αποτέλεσε έναν ασκητικό Διονυσιασμό.

Κοινό στόχο και των δύο λατρειών αποτελούσε η λύτρωση του ατόμου από τις γήινες συνθήκες και η ένωσή του με τον θεό. Το κύριο στοιχείο που τις διαφοροποιούσε ήταν ο τρόπος με τον οποίο οι δύο αυτές λατρείες επεδίωκαν τον στόχο τους.

Ο Διονυσιασμός  ακολουθούσε έναν εκστατικό και ενθουσιαστικό τρόπο, ενώ ο τρόπος με τον οποίο επιδιωκόταν η λύτρωση στον ορφισμό ήταν περισσότερο συνειδητός, ελεγχόμενος και διανοητικός. Τόσο τα Διονυσιακά όσο και τα Ορφικά μυστήρια πάντως έδωσαν την ελπίδα στους ανθρώπους να ξεπεράσουν τα όριά τους, μέσω της θείας έκστασης.

Για την συγγραφή του παρόντος άρθρου αντλήθηκαν από την μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία της Κανύχης Στεφανίας:  «Η μυστηριακή λατρεία στα Διονυσιακά και Ορφικά μυστήρια», Πανεπ. Αιγαίου.

Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2023

Περί ευσέβειας και ψευδεπίγραφων βιβλίων, Ολυμπιόδωρος


Κάποτε ο Νεο Πλατωνικός φιλόσοφος Ολυμπιόδωρος  6ος αιώνας  μ.Χ. αναφέρει [*] πως κάποιος φιλόσοφος δίψασε έντονα και αναγκάστηκε να εισέλθει σε ένα καπηλειό, ώστε να ξεδιψάσει. Κατά την έξοδο του από το καπηλείο συνάντησε κάποιον που ερχόταν από ένα κοντινό ιερό, και ο οποίος δεν έχασε την ευκαιρία να μειώσει τον φιλόσοφο λέγοντας του:

- «Εσύ αν και φιλόσοφος εξέρχεσαι από το καπηλειό;»,

για να λάβει την αποστομωτική απάντηση του φιλοσόφου:

- « Εγώ εξέρχομαι από το καπηλειό με ευσέβεια σα να βρισκόμουν σε ιερό, εσύ όμως καταφθάνεις από το ιερό σα να βρισκόσουν σε καπηλείο!!».

Η Ιστορία αυτή μας θυμίζει μια ιστορία Ζεν, σύμφωνα με την οποία, δύο μοναχοί ταξίδευαν μαζί. Όταν έφτασαν σε ένα ποτάμι, είδαν μια νέα γυναίκα ανήσυχη να κοιτά το ποτάμι. Όταν τους είδε, τους ρώτησε εάν μπορούν να την κουβαλήσουν στην απέναντι όχθη, διότι φοβόταν ότι θα πνιγεί. 

Ο ένας μοναχός δίστασε, μιας και απαγορεύεται σε μοναχούς να αγγίζουν γυναίκες.  Ο άλλος όμως χωρίς δισταγμό, ανέβασε την γυναίκα στους ώμους του και την πέρασε απέναντι. 

Καθώς συνέχιζαν το ταξίδι τους, ο πρώτος μοναχός πάλευε συνέχεια με τις σκέψεις του: Πως τόλμησε να την αγγίξει; Πώς είναι δυνατόν να έκανε κάτι τέτοιο; Ξέχασε τους όρκους αγαμίας που έχουμε δώσει; Αυτές οι σκέψεις τον βασάνιζαν, ώσπου δεν άντεξε, και φώναξε στον δεύτερο μοναχό:

- «Πως τόλμησες να την αγγίξεις, και μάλιστα να την πάρεις αγκαλιά;»

Τότε ο δεύτερος μοναχός του απάντησε:

- «Φίλε μου, εγώ την άφησα στο ποτάμι, εσύ γιατί την κουβαλάς ακόμη;»

Ο Ολυμπιόδωρος, γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια τον 6ο μ.Χ. αιώνα,  μαθήτευσε δίπλα στον Αμμώνιο, και Θεωρείται ο τελευταίος γνωστός επικεφαλής της νεοπλατωνικής σχολής της Αλεξάνδρειας. Ο Ολυμπιόδωρος έλεγε πως τα έργα του Πλάτωνος ήταν αυτά που τον στήριξαν όταν αισθάνθηκε ότι δεν υπήρχε πια λόγος να ζει.

Στα Προλεγόμενά του (CIAG, XII, 1, 13) γίνεται εκτεταμένη μνεία για τον τρόπο με τον οποίο νοθεύονταν τα βιβλία, ιδιαίτερα την εποχή των Πτολεμαίων. Αναφέρεται στον υπέρμετρο ζήλο των βασιλέων της Αιγύπτου για τον εμπλουτισμό της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, που είχε ως συνέπεια τη σύνταξη πλήθους κίβδηλων συγγραμμάτων.

Τα αυθεντικά, μάλιστα έργα, συνυφαίνονταν αριστοτεχνικά με τα πλαστά και έτσι, χρειαζόταν συχνά μεγάλη επιδεξιότητα, χρόνος και γνώση, για να εκτιμηθεί η αξιοπιστία τους.

Μαρτυρεί λοιπόν ο Ολυμπιόδωρος ότι από παλιά κυκλοφορούσαν ψευδεπίγραφα βιβλία: είτε εξαιτίας της προσωπικής φιλοδοξίας των βασιλέων, είτε λόγω της πρόθεσης των μαθητών να κολακέψουν τους δασκάλους τους, είτε, τέλος, εξαιτίας απλής συνωνυμίας. Λόγου χάρη, ο Ιοβάνης, βασιλιάς της Λιβύης, ήταν «ερωτευμένος» με τα πυθαγόρεια συγγράμματα και ο Πτολεμαίος ο Φιλάδελφος με τα αριστοτελικά, ενώ ο τύραννος των Αθηνών Πεισίστρατος με τα Oμηρικά.

Οι ηγεμόνες αυτοί πρόσφεραν σημαντικά χρηματικά ποσά σε όσους τους προμήθευαν σπάνια έργα των συγγραφέων αυτών, χωρίς να ελέγχουν την αξιοπιστία και την ποιότητά τους. Έτσι, αγόραζαν τυχαία και άσχετα βιβλία με ψευδεπίγραφους τίτλους, πυροδοτώντας ταυτόχρονα μία δραστηριότητα που βρήκε τελικά πολλούς αποδέκτες (Βιβλ. Ι, 197).

Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα, με την χρήση του διαδικτύου πλέον. Κάθε ένας ερμηνεύει στην καλύτερη περίπτωση κατά το δοκούν τους αρχαίους φιλοσόφους και όχι μόνο, αν δεν μεταφέρει ψευδείς πληροφορίες και γνώσεις.

Παραπομπή: 

[*] Ολύμπ. Φιλ., Εις Γοργ., 1.6.16


Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2023

Οι συμβολισμοί στις μετώπες του Παρθενώνα.

Η φωτογραφία είναι από τον βωμό της Περγάμου 

Έχετε αλήθεια σκεφτεί πως ο Παρθενώνας, εκτός από ένα θαύμα αρχιτεκτονικής και τέχνης, αποτελούσε επίσης μία συμβολική καλλιτεχνική κιβωτό του θριάμβου της λογικής, και της τάξης, έναντι του παραλόγου, και της αταξίας;

Αυτός ο θρίαμβος του Ελληνικού πνεύματος απεικονιζόταν όχι τυχαία στον ναό της σοφίας, στις μετόπες του Παρθενώνα.

Πιο συγκεκριμένα, στις μετόπες της ανατολικής πλευράς απεικονίζεται η Γιγαντομαχία, στη δυτική η Αμαζονομαχία, στη νότια η Κενταυρομαχία και στη βόρεια, σκηνές από τον Τρωικό πόλεμο.

Στο ανατολικό αέτωμα και πάνω ακριβώς από την είσοδο, υπήρχε η αναπαράσταση της γέννησης της Αθηνάς, ενώ στο δυτικό η διαμάχη της με τον Ποσειδώνα.

Είναι τυχαίο λοιπόν πως στις μετόπες επέλεξαν οι Αθηναίοι να απεικονίσουν μάχες Θεών, ανθρώπων, αλλά και ανθρώπων με Κενταύρους;

“ Πόλεμος πάντων μὲν πατήρ ἐστι, πάντων δὲ βασιλεύς, καὶ τοὺς μὲν θεοὺς ἔδειξε τοὺς δὲ ἀνθρώπους, τοὺς μὲν δούλους ἐποίησε τοὺς δὲ ἐλευθέρους”, αναφέρει ο Ἡράκλειτος, και ο πόλεμος έχει την τιμητική του στις μετώπες του ναού ο οποίος ήταν αφιερωμένος στην θέα της σοφίας την θεά Αθηνά, πολιούχο και προστάτιδα της πόλεως των Αθηνών.

Στην ανατολή του χρόνου λοιπόν σύμφωνα με τον μύθο εμφανίζονται οι Τιτάνες, απόγονοι αρχέγονων θεοτήτων, οι οποίοι προήλθαν από το Χάος το οποίο κυριαρχούσε στο απέραντο σύμπαν. Οι πρώτοι Τιτάνες προήλθαν από την ένωση της Γαίας και του Ουρανού.

Αργότερα οι Ολύμπιοι θεοί, με επικεφαλής τον Δία, εναντιώθηκαν στους Τιτάνες τους οποίους νίκησαν στην Τιτανομαχία. Ένας από τους Τιτάνες ήταν και ο Προμηθέας ο οποίος έκλεψε τη φωτιά παρά τις επιθυμίες του Δία και την έδωσε στην ανθρωπότητα.

Οι χαοτικές κοσμικές και φυσικές δυνάμεις είναι εχθρικές στην προσπάθεια επιβίωσης των πρώτων ανθρώπων, συν το χρόνω όμως, καθυποτάσσονται όταν αυτός χειραγωγεί την φύση, και τις φυσικές δυνάμεις μέσω του λόγου, δημιουργώντας τον πολιτισμό.

Η Αμαζονομαχία, συμβολίζει το τέλος της μητριαρχίας,  τον θρίαμβο της πατριαρχίας, για αυτό και παριστάνονται στην δυτική μετόπη του ναού της Αθηνάς.

Στην βόρεια Μετώπη εικόνες από τον Τρωικό πόλεμο, ο οποίος αφορά ουσιαστικά, μία υπενθύμιση των παθών, των αδυναμιών, του φόβου, της ματαιοδοξίας και προπάντων των ορίων της ανθρώπινης ύπαρξης.

Ο άνθρωπος είναι η μοναδική ύπαρξη στον πλανήτη Γη, που έχει γνώση του χρόνου, συνεπώς γνωρίζει ότι θα πεθάνει. Οι πρωταγωνιστές της Ιλιάδας δεν έβρισκαν ηθική υποστήριξη στους θεούς, αλλά στους συνανθρώπους τους, στους θεσμούς και τα έθιμα, που ρύθμιζαν τη ζωή τους. Η ανθρώπινη ύπαρξη αφορά μία πορεία προς το θάνατο.

Ο όρος μοίρα επανέρχεται συχνά, κυρίως στην Ιλιάδα, η μοίρα του ανθρώπου είναι ο μόρος, δηλαδή ο θάνατος.

Ο άνθρωπος είναι θνητός, με την οριστική και τελική έννοια και αυτό δεν ωραιοποιείται παρά μόνο με την δόξα και την υστεροφημία. Για αυτό το λόγο, ενώ ο Αχιλλέας γνωρίζει ότι τίποτα δεν αξίζει όσο η ζωή, εντούτοις δεν επιστρέφει στη Φθία, αλλά στο τέλος του εσωτερικού διαλόγου της ψυχής με τον εαυτό της κατά την έκφραση του Σωκράτη και του Πλάτωνα, προχωρά προς τη μάχη, σίγουρος ότι θα βρει τη δόξα, αλλά και το θάνατο!

Η φωτογραφία είναι από τον βωμό της Περγάμου.

Η Κενταυρομαχία τέλος, συμβολίζει την πολιτισμική ανάγκη να εδραιωθεί η θέση του ανθρώπου στην φύση, να ερμηνευθεί ο κόσμος λογικά, και να καθυποταχτεί εν τέλει το άγνωστο.

Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο οι πρόγονοι μας δημιούργησαν τους αρχετυπικούς ήρωες, χαρακτήρες, οι οποίοι αν και ήταν υποταγμένοι στην μοίρα και τις αδυναμίες των θνητών, δημιούργησαν τα πρότυπα ενός πολιτισμού υπέρβασης των συλλογικών φόβων και κινδύνων, δαμάζοντας μυθικά ή υπερφυσικά πλάσματα, όπως οι Κένταυροι, ο Μινώταυρος, η Μέδουσα και τόσα άλλα.

Οι Κένταυροι υπό αυτό το πρίσμα συμβολίζουν στην ανθρώπινη διάστασή τους το πνευματικό εκείνο νοήμον ον, το οποίο αποτελεί την κορωνίδα της δημιουργίας, τον άνθρωπο, ο οποίος φέρει εντός του τον θεϊκό σπινθήρα.

Σηματοδοτούν όμως ταυτόχρονα και το ά-λογο στοιχείο με τη μορφή του κτήνους, το οποίο λειτουργεί αντανακλαστικά, όταν κυριαρχείται από τα πάθη και τα ένστικτά του, στοιχεία τα οποία τρέφονται από τον εγωισμό, τη φιλοδοξία, την υπεροψία, τη μισαλλοδοξία.

Η μορφή των Κενταύρων κατ’ αυτόν τον τρόπο αλληγορεί την εικόνα του ανθρώπου, ο οποίος διχασμένος ανάμεσα στα πάθη και τη λογική χάνει τον προσανατολισμό στον σκοτεινό λαβύρινθο του υποσυνειδήτου του.

Οι πρόγονοι μας απεικόνισαν πιθανόν καλλιτεχνικά όλες αυτές τις μάχες στο ναό της σοφίας, θέλοντας να τονίσουν και να συμβολίσουν την καταλυτική υπεροχή της ηθικής και της λογικής, απέναντι στο παράλογο και ανεξέλεγκτο συναίσθημα. Η λογική στην αρχαία Αθήνα θριάμβευσε μέσω της φιλοσοφίας, της τέχνης, των επιστημών!

Στο εξωτερικό τμήμα του ναού της σοφίας αναδεικνύεται ο ασταμάτητος πόλεμος πνεύματος και ύλης, λογικής και παραλόγου, και ο τελικός θρίαμβος της νόησης.

Και αν στο εσωτερικό του ναού το άβατον , κατοικεί η θέα της νόησης και της σοφίας, στο εσωτερικού του ανθρώπου κατοικεί ο θεϊκός σπινθήρας του ανθρώπου..!

 


Τρίτη 15 Αυγούστου 2023

Οι μυθικές γοργόνες, από την αρχαιότητα έως σήμερα.


 

Στην αρχαία Ελληνική μυθολογία η γοργόνα έχει πολύ μακρινό παρελθόν. Ο Όμηρος (9ος - 8ος αι. π.Χ.) πρώτος κάνει λόγο για δύο Ωκεανίδες την Ευρυνόμη (Ιλιάδα, Σ 398-9)30 και την Πέρση/ Περσηίδα (Οδύσσεια, κ 439)31 .

Κατά τον Ησίοδο (8ος - 7ος αι. π.Χ) οι Ωκεανίδες, που συναντώνται και ως Ωκεανίνες ή Ωκεανίτιδες ή Ωγενίδες (Θεογονία, 340-370, 908) ήταν τρεις χιλιάδες, ωστόσο αναφέρει μόνο σαράντα μία, από τις οποίες η Ευρυνόμη ήταν η μητέρα των Χαρίτων από τον Δία και η Περσηίδα ήταν σύζυγος του Ήλιου και μητέρα του Αιήτη -βασιλιά της Κολχίδας-, του Πέρση, της Κίρκης και της Πασιφαής .

Οι Ωκεανίδες ήταν κόρες του τιτάνα Ωκεανού και της Τηθύος, θεωρούνταν ιδεατές ανθρωπόμορφες έννοιες των πηγών, που κατά το ήμισυ ήταν κοπέλες, εκείνων που τα ύδατά τους μεταφέρονταν από τους ποταμούς στην ανοικτή θάλασσα (αρχαίο Ωκεανό), και κατά το άλλο ήμισυ ψάρι, καταλήγοντας σε απλή εκβολή (ένα ουραίο πτερύγιο) ή σε δέλτα (διπλό ουραίο πτερύγιο).

Αλλά και οι Νηρηίδες, ήταν νύμφες που λατρεύονταν ως θεές της ήρεμης θάλασσας, και προσωποποιούσαν τις καταστάσεις και τα χαρακτηριστικά της θάλασσας. Ήταν κόρες του Νηρέα και της Ωκεανίδας Δωρίδας και εξ αυτής εγγονές του Ωκεανού. Ήταν γύρω στις πενήντα, ενώ έφταναν και τις εκατό, κατά άλλη άποψη.

Οι Νηρηίδες ζούσαν στο βυθό της θάλασσας, στο παλάτι του πατέρα τους και περνούσαν τη μέρα τους κολυμπώντας και παίζοντας με δελφίνια, ή καθισμένες σε χρυσούς θρόνους ή βράχους τραγουδώντας και υφαίνοντας ή στεγνώνοντας τα πλούσια και μακριά μαλλιά τους.

 Δεν επέτρεπαν σε καμία θνητή να παραβάλλεται με αυτές στην ομορφιά. Είχαν τη δύναμη να ταράζουν τη θάλασσα αλλά και να την ηρεμούν. Γενικά ήταν πάντοτε περιχαρείς για την αθανασία τους, συνόδευαν τα άρματα των ενάλιων θεών και οι φωνές τους γοήτευαν και τα τραγούδια τους είχαν έλξη ακατανίκητη. Οι Νηρηίδες, ωστόσο, περιγράφονται με ανθρωπόμορφα χαρακτηριστικά και έχουν ανθρώπινα πόδια, που μπορούν να κολυμπούν.

Οι νεράιδες έχουν ταυτιστεί περισσότερο με τις Νηρηίδες εκ παραφθοράς, που βγήκαν στη στεριά με τα ίδια γνωρίσματα των θαλασσινών αδελφών τους . Άλλες θαλάσσιες θεότητες που ονομάζονται και γοργόνες είναι οι Φορκίδες και οι επτά Πλειάδες που μεταμορφώθηκαν στον αστερισμό της Πούλιας από τον Δία . Παρόλο που οι Ωκεανίδες, ως νύμφες των υδάτων είχαν ψαρίσια ουρά, το όνομα του είδους της γοργόνας το έδωσε μια διαφορετική μυθολογική οντότητα, η Γοργώ (ή Γοργών, -όνος).

Νύμφες της θάλασσας ήταν λοιπόν και οι γοργόνες, κόρες της Κητούς και του Φόρκυ. Αυτές ήταν η Σθενώ, η Ευρυάλη και η Μέδουσα, το κεφάλι της οποίας έκοψε ο Περσεύς, καθώς  ήταν η μόνη θνητή από τις τρείς.

Ο μύθος της Μέδουσας εξελισσόταν μέχρι τα ελληνιστικά χρόνια και φυσικά οι όποιες προσθήκες, αφαιρέσεις, μετατροπές συμβάδιζαν με τις επιταγές και την ιδεολογία του χρόνου και των τόπων. Έτσι, η Μέδουσα μετατράπηκε σε όμορφη κοπέλα  περήφανη και υπεροπτική, που τόλμησε να συγκρίνει την ομορφιά της με της Αθηνάς και να τη βρει ανώτερη. Και η Αθηνά άλλαξε τα μαλλιά της σε φίδια.

Σύμφωνα με την Ρωμαϊκή εκδοχή του μύθου από τον Οβίδιο, η Μέδουσα ήταν μία πανέμορφη ιέρεια της Αθηνάς που ο Ποσειδώνας τη βίασε μεταμορφωμένος σε άλογο, στον ιερό χώρο της Αθηνάς. Η θεά, εξοργισμένη με το γεγονός, δεν μπορούσε να έρθει σε ρήξη με τον Ποσειδώνα και έτσι μεταμόρφωσε την Μέδουσα σε απεχθές τέρας, που αντί για μαλλιά είχε φίδια. Η ασχήμια της ήταν τέτοια, που όποιος την κοιτούσε στο πρόσωπο πέτρωνε.

Η Μέδουσα και ειδικά το κεφάλι της, που ονομάζονταν γοργόνειο, χρησιμοποιούνταν από πολύ παλιά ως προστασία και αποτροπαϊκό σύμβολο και γι' αυτό χρησιμοποιούνταν ως ακροκέραμο σε ναούς και σπίτια αλλά και ως διακόσμηση σε πανοπλίες, όπλα, ασπίδες, άρματα και διάφορα αντικείμενα.

Μέσα από τους μύθους και τις δοξασίες η μυθική γοργόνα επιβιώνει αιώνες τώρα στην Ελληνική συνείδηση ανάμεσα στο χάσμα δύο κόσμων του γήινου και του θαλάσσιου. Καθώς, η Ελλάδα είναι θαλάσσια χώρα, η πανάρχαια αλλά και διαχρονική αυτή οντότητα εμφανίζεται στην παράδοσή της με ποικίλους τρόπους που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα μορφών. Από εκείνη της τρομοκρατικής και αποτρόπαιης μορφής της αρχαιότητας στην διακοσμητική εικόνα του μεσαίωνα, και τέλος, στη συναισθηματική γυναίκα των νεότερων χρόνων,

Συν τω χρόνω η μορφή των γοργόνων λαμβάνει στην λαϊκή φαντασία  την μορφή νεαρής γυναίκας από την μέση και επάνω και ψαριού από την μέση και κάτω.  Στα νεότερα χρόνια, η σύγχρονη μυθοπλασία, εμφανίζει μία  γοργόνα να είναι αδερφή του Μ. Αλεξάνδρου. Σύμφωνα με αυτό το μύθο ο Μ. Αλέξανδρος είχε εμπιστευτεί στην αδερφή του το νερό της αθανασίας, το οποίο είχε αποκτήσει αφού σκότωσε το δράκο που το φύλαγε.

Η αδερφή του όμως το έχυσε πριν προλάβει ο αδερφός της να το χρησιμοποιήσει κι έτσι αυτός την καταράστηκε να γίνει ψάρι από την μέση και κάτω και να πλανιέται μέσα στις θάλασσες. Εκείνη όμως γνωρίζοντας το κακό που είχε κάνει στον αδερφό της δεν του κράτησε κακία και με αγωνία σταματά τα καράβια που θα βρεθούν στο δρόμο της και ρωτά τους ναυτικού «ζει ο Μ. Αλέξανδρος;». Κι αν πάρει τη σωστή απάντηση: 

- «Ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει», τότε ευχαριστημένη χάνεται στα βάθη της θάλασσας, ειδάλλως παίρνει μαζί της και το καράβι.

Ένας άλλος επίσης μεταγενέστερος μύθος, συνδέει με τον Οδυσσέα με μία γοργόνα. Σε κάποιο σημείο του ταξιδιού του, ο Οδυσσέας συνάντησε μια πανέμορφη γοργόνα, μια θαλάσσια νύμφη δηλαδή, της οποίας το σώμα είναι από την μέση και πάνω ανθρώπινο, και από την μέση και κάτω σώμα ψαριού.

Έχοντας ακούσει ότι το σπάνιο αυτό πλάσμα συγγενεύει με τις σειρήνες   και έτσι ο Οδυσσέας θέλησε να ακούσει για μια ακόμη φορά το ίδιο πανέμορφο τραγούδι που είχε ακούσει από τις σειρήνες, και το οποίο τραγουδούσε και η γοργόνα.

Ο Οδυσσέας είχε ενημερωθεί από την Κίρκη για το γοητευτικό τραγούδι τους με το οποίο παγίδευαν τους ανυποψίαστους ταξιδιώτες, που πλησιάζοντας είτε ξεχνούσαν τον προορισμό τους, είτε κατασπαράζονταν απ΄ αυτές, κι έτσι διέταξε σε όλο το πλήρωμα του να βάλουν κερί στα αυτιά τους ώστε να μην ακούν το τραγούδι των Σειρήνων, ενώ ό ίδιος ζήτησε να τον δέσουν στο κατάρτι ώστε όταν ακούσει το τραγούδι τους να μη παρασυρθεί στη γοητεία τους. 

Πριν τον Οδυσσέα μόνο οι Αργοναύτες είχαν καταφέρει να περάσουν από την περιοχή τους, όταν ο Χείρων είχε προειδοποιήσει τον Ιάσονα να πάρει μαζί του τον Ορφέα ο οποίος με το τραγούδι του ξεπέρασε σε ομορφιά τις σειρήνες και κατόρθωσαν τελικά να διαφύγουν χωρίς απώλειες.

Θέλοντας να ξανακούσει το θελκτικό τραγούδι των σειρήνων, επισκέφτηκε με τους συντρόφους του την σπηλιά της ακίνδυνης γοργόνας, σε ένα μικρό νησάκι στα ανοιχτά του Ιονίου πελάγους.

Εκεί μαγεύτηκε από το τραγούδι της, και θέλησε να την πάρει κοντά του στα ταξίδια του. Καθ' ότι όμως αυτή ήταν ψάρι από την μέση και κάτω, δεν μπορούσε να φύγει από την ασφάλεια της σπηλιάς της στην ακροθαλασσιά, εφόσον οι άνθρωποι θα την κυνηγούσαν και θα την σκότωναν. Έτσι, αφού ο έρωτάς τους ήταν καταδικασμένος, ο μαγεμένος Οδυσσέας κρατούσε τους συντρόφους του στο νησί όλο και περισσότερες μέρες για να ακούει το πανέμορφο τραγούδι της.

Κάποια στιγμή αυτοί κουράστηκαν να περιμένουν και διαμαρτυρήθηκαν. Τότε η γοργόνα χάρισε στον Οδυσσέα ένα μαγικό κοχύλι, το οποίο μόλις το ακουμπούσε στο αυτί του μπορούσε να ακούσει το τραγούδι της. Και έτσι αυτός πείστηκε επιτέλους να αναχωρήσει από το νησί.

Κάποια μέρα όμως που βρισκόταν στο κατάστρωμα του καραβιού και είχε κολλήσει το κοχύλι στο αυτί του, φύσηξε δυνατός άνεμος και έγινε τρικυμία μεγάλη, με αποτέλεσμα το κοχύλι να του πέσει στην θάλασσα. Αυτός έκλαιγε μέρα - νύχτα, χωρίς να μπορεί κανείς να τον παρηγορήσει. Τότε η γοργόνα παρουσιάστηκε στον ύπνο του και του έδωσε την λύση: του είπε πως θα μπορούσε να συνεχίσει να ακούει το ίδιο μαγευτικό τραγούδι από οποιοδήποτε άλλο κοχύλι.

Από τότε φημολογείται ότι αν κάποιος βάλει στο αυτί του ένα οποιοδήποτε απλό κοχύλι, μπορεί να ακούσει την ίδια μαγευτική μελωδία που άκουσε ο Οδυσσέας από την γοργόνα.

Το αρχέτυπο της γοργόνας το συναντάμε και σε ένα μικρό ξωκλήσι της Λέσβου την Σκάλα Συκαμινιάς, υπάρχει μία παράξενη και συνάμα μοναδική απεικόνιση της Παναγιάς ως Γοργόνας. Από την μέση και πάνω έχει την συνηθισμένη μορφή της Παναγιάς, ενώ από την μέση και κάτω έχει σώμα ψαριού, όπως και οι γνωστές από τους θρύλους και τις παραδόσεις γοργόνες. Στο ένα χέρι κρατάει ένα καΐκι, ενώ στο άλλο το σύμβολο του Ποσειδώνα, μία τρίαινα, ως προστάτιδα προφανώς των ναυτικών..

Ο Στράτης Μυριβήλης (1890-1969) εμπνέεται τη  προαναφερθείσα  τοιχογραφία Παναγία Γοργόνα, που υπήρχε στο εκκλησάκι και παρουσίαζε την Παναγία με ουρά γοργόνας, έργο άγνωστου λαϊκού ζωγράφου. Τη φήμη του, όμως, την οφείλει στο ομότιτλο έργο του Μυριβήλη. Το μυθιστόρημα «Η Παναγιά η Γοργόνα» που δημοσιεύτηκε σε μια πρώτη μορφή το 1939 αρχικά με τον τίτλο «Η Παναγιά η Ψαροπούλα», παρουσιάζει τη ζωή ανθρώπων του νησιού και των Μικρασιατών προσφύγων που κατέφυγαν εκεί.

Ο  Μυριβήλης στο έργο αυτό προσπαθεί να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα περισσότερο ποιητική και εξωπραγματική. Αυτή την άποψη υποστηρίζει στη μελέτη της και η Ana Chikovani ότι «ο πολιτισμένος άνθρωπος διατηρεί, αν και ασυνείδητα, εκείνες τις αρχαϊκές ή πρωτογονικές περιοχές της γνώσης που είχε περιχαρακώσει με τρόπο έμμεσο μέσα στη λαογραφία».

Η ίδια υποστηρίζει ότι στο λογοτεχνικό έργο του 20ού αιώνα προχριστιανικές δοξασίες συνενώνονται με την ελληνική θρησκεία και το σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό . Η ψαρογυναίκα αναμείχθηκε και με ένα ιερό πρόσωπο της Χριστιανικής πίστης, την Παναγία ως σύμβολο ευσέβειας για τους χριστιανούς και φόβου για τους αντικείμενους εχθρούς.

Με μια άλλη ανάγνωση του μυθιστορήματος, η Παναγία πάνω στους βράχους σαν γοργόνα είναι εκείνη που σώζει τους κατατρεγμένους πρόσφυγες της μικρασιατικής καταστροφής και με την τρίαινα τους προστατεύει από όλους τους εχθρούς.

Ο Μυριβήλης έτσι περιγράφει την εικόνα:

«Σαν ήρθε η ώρα της παρτέντζας, πήρε στη ράχη το μπογαλάκι με τα σύνεργα του, έκοψε με αλύγιστη καρδιά την πρυμάτσα της αραξιάς του και χάθηκε. Όμως απόμεινε πίσω τ’ όνομά του, απόμεινε ακόμα, αύτη πάνω απ’ όλα, μια παράξενη ζουγραφιά, που την άφησε στορισμένη πάνω στον τοίχο της μικρής εκκλησίας.

Στέκεται κει ως τα σήμερα, μισοσβησμένη από τον αγέρα και τ’ αλάτι της θάλασσας, και είναι μια Παναγιά, η πιο αλλόκοτη μέσα στην Ελλάδα και σ’ όλο τον κόσμο της χριστιανοσύνης […].Το κεφάλι της είναι έτσι όπως το ξέρουμε από τις τοιχογραφίες της Πλατυτέρας. Πρόσωπο μελαχρινό, ψιλοσήμαδο, συσταζούμενο στην έκφρασή του.

Έχει στρογγυλό πηγούνι, μυγδαλωτά μάτια και μικρό στόμα. Έχει βυσσινί μαφόρι ως το κούτελο, έχει και το κίτρινο τ’ αγιοστέφανο γύρω στο κεφάλι, όπως όλα τα κονίσματα. Μόνο που τα μάτια της είναι πράσινα και υπερφυσικά πλατιά. Όμως απ’ την μέση και πέρα είναι ψάρι με γαλάζια λέπια και στα χέρια της βαστά ένα καράβι απ’’ τη μια, κι απ’ την άλλη ένα τρικράνι, σαν κι αυτό που κρατά ο αρχαίος θεός της θάλασσας ο Ποσειδώνας».

Ο Παναγιώτης Μαστροδημήτρης προσλαμβάνει διαφορετικά την εικόνα τονίζοντας ότι:

 «η Παναγιά η Γοργόνα είναι το κεντρικό σύμβολο της σύνθεσης των διαφορετικών εμπειριών και δυνάμεων που προέκυψαν μέσα από αυτόν τον πολιτισμό, έτσι όπως την ζωγραφίζει ο Καπτά Λιάς, στον τοίχο της εκκλησίας».

Μια από τις ηγεμονικές γυναικείες θεότητες των κυμάτων που βρίσκονται στους αρχαίους μύθους του Αιγαίου συγχωνευμένη στην χριστιανική πίστη, όπου οι νησιώτες εξέφραζαν τις ευχές και τις δεήσεις για καλό ταξίδι των ναυτικών του τόπου. Όσον αφορά την έμπνευση του αγιογράφου, ο Μυριβήλης, εμπλέκει την αρχαία Eλληνική εκδοχή γέννησης της Αθηνάς, από το κεφάλι του πατέρα της Δία.

Αναφέρει χαρακτηριστικά:

«Και κανείς δεν στοχάστηκε πως εκείνη τη μέρα μέσα από το κεφάλι του γεροκοσμοκαλόγερου (του ζωγράφου), όπως μέσα από το κεφάλι του Δία, πήδηξε και στυλώθηκε πάνω στο μοναδικό θαλλασόβραχο του αιγαιοπελαγίτικου νησιού μια καινούρια Ελληνική θεότητα, που έδεσε με τον πιο θαυμαστό τρόπο όλες τις εποχές και όλο το νόημα της φυλής. Μιας φυλής που ζει και αγωνίζεται με τα στοιχειά και με τις φουρτούνες του κόσμου, η μισή στη στεριά κι η μισή στη θάλασσα, με το ινί και με την καρίνα, πάντοτε κάτω από μια θεότητα πολεμική, θηλυκιά και παρθένα»..!

Στοιχεία αντλήθηκαν από την Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία της Κωνσταντίας Γιουβανούδη «Η γοργόνα στην Παιδική Λογοτεχνία: Από τη λαϊκή παράδοση και τη μυθολογία στο σύγχρονο παραμύθι». Παν. Ιωαννίνων. 

 

Κυριακή 6 Αυγούστου 2023

Ηρακλής και Κέρβερος. Η μύηση του Ηρακλή και η κάθοδος στον Άδη.


Ο  Ηρακλής αποδείχθηκε πιο ικανός από όσο θα περίμενε ο βασιλιάς της Τίρυνθας Ευρυσθέας. Κατάφερε έντεκα ήδη άθλους, οι οποίοι φάνταζαν αδύνατοι, ίσως τελικά η θέα Ήρα, να μην ήταν τόσο ισχυρή, ή ο Δίας και η «αμήτωρ» κόρη του Αθηνά, υπερκέρασαν με την βοήθεια τους στον Ηρακλή το μένος της Ήρας..

Σε κάθε περίπτωση, ο Ευρυσθέας, μετά από πολύ σκέψη επινόησε μία τελευταία αποστολή για τον Ηρακλή. Έναν  σημειολογικό άθλο, μία αποστολή που ήταν αδύνατο να στεφθεί με επιτυχία, καθώς  σηματοδοτούσε τον αντίθετο πόλο της ζωής, τον θάνατο, την κάθοδο δηλαδή στο βασίλειο του Άδη.  

Η κάθοδος στον Άδη σηματοδοτούσε ένα δρόμο δίχως επιστροφή. Εδώ η ισχύς και ο λόγος του Διός δεν είχε καμιά σημασία, το βασίλειο του Άδη, ήταν το αντίθετο όριο της ζωής, ρυθμισμένο από τότε που η βασιλεία του κόσμου μοιράστηκε στους τρείς γιούς του έκπτωτου Κρόνου, του Δία, του Ποσειδώνα, και του Άδη.

Και εάν τα δύο πρώτα βασίλεια των Αιθέρων, της Γης, και των υδάτων τα οποία ρύθμιζαν ο Δίας, και ο Ποσειδώνας ήταν αλληλοεξαρτώμενα ως πηγές και συντηρητές της ζωής, το τρίτο το βασίλειο του Άδη, ήταν το χθόνιο βασίλειο του θανάτου, της σήψης, και της εκμηδένισης, και της ανακύκλωσης της ζωής, ήταν αυτόνομα και αυτθύπαρκτο. Αυτή η τελευταία ιδιότητα της ανακλώσης, και του κρυμμένου φυτικού πλούτου έδωσε στον Άδη και το προσωνύμιο Πλούτωνας.

Ο τελευταίος και δωδέκατος άθλος λοιπόν θα ήταν η κάθοδος στον Άδη, και η απαγωγή του τρομερού Κέρβερου. Κανείς δεν είχε κατέβει έως τώρα στον Άδη και να επιστρέψει πίσω στον κόσμο των ζωντανών. Ο Κέρβερος ο τρικέφαλος φύλακας, σκύλος του Άδη, έστεκε άχρονος φρουρός των πυλών του κάτω κόσμου. Τα τρία του κεφάλια συμβόλιζαν ακριβώς το τέλος του χρόνου για την έμβιο ζωή.

Εδώ το παρελθόν, και το μέλλον  απλά δεν υπήρχαν κυριαρχούσε μόνο το σκιώδες και γκρίζο παρόν, ένα παρόν δίχως πριν και μετά, αιώνιο και αμετάκλητο. Όταν κάποιος νεκρός έφτανε στον Άδη, ο Κέρβερος κουνούσε την ουρά του χαιρετώντας τον, εάν όμως κάποιος από αυτούς που είχαν διαβεί περάσει την Πύλη τολμούσε να επιχειρήσει να επιστρέψει στον κόσμο των ζωντανών, τον κατασπάραζε.  

Εδώ τα πάντα λειτουργούν αντίστροφα. Στον πάνω κόσμο ότι μπαίνει βγαίνει,  εδώ δεν ίσχυε αυτό. Και όχι μόνο αυτό, συνήθως στον πάνω κόσμο, πιο δύσκολα μπαίνεις κάπου, και εύκολα βγαίνεις, εδώ γινόταν τον αντίστροφο, εύκολα μπαίνεις ποτέ δεν βγαίνεις. Αυτός ήταν ο νόμος των Θεών και δεν μπορούσε να αλλάξει διότι θα διασαλευόταν η κοσμική τάξη.

-        Καλά τα κατάφερες Ηρακλή, αναπάντεχα καλά πρέπει να το αναγνωρίσω, του είπε χαιρέκακα ο Ευρυσθέας. Υπάρχει λοιπόν μία τελευταία αποστολή για εσένα, αν την φέρεις και αυτή εις πέρας  είσαι ελεύθερος από εμένα.

-        Δεν ικανοποιήθηκες ακόμα Ευρυσθέα, τι άλλο σκαρφίστηκες πάλι;, τον ρώτησε γεμάτος οργή, ο Ηρακλής. Θα ήθελε να τον συντρίψει στα χέρια του, αλλά έπρεπε να καθαρθεί από τα λάθη και τα πάθη του έπρεπε να υπομείνει και τον τελευταίο αυτό άθλο. Αυτή ήταν η επιταγή των Θεών.

-        Τον έφαγες τον γάιδαρο, Ηρακλή, στην ουρά θα κολλήσεις του είπε χαμογελώντας χαιρέκακα ο Ευρυσθέας. Θέλω να μου φέρεις αλυσοδεμένο τον σκύλο φύλακα του Άδη τον Κέρβερο.

-        Τι μου ζητάς Ευρυσθέα είπε ο χλωμός πλέον Ηρακλής; Αυτό είναι αδύνατο, κανείς δεν μπορεί να περάσει τα σύνορα του Άδη, χωρίς να μείνει για πάντα εγκλωβισμένος εκεί, δεν μπορεί να μου ζητάς κάτι τέτοιο, να μπω στο κρύο βασίλειο των νεκρών να πάρω τον Κέρβερο και να στον φέρω εδώ, κανείς δεν το έχει κάνει έως τώρα και ούτε πρόκειται να ξαναγίνει στο μέλλον.

-        Είσαι γιός του παντοδύναμου Διός Ηρακλή, αυτή είναι η τελευταία μου επιθυμία και δεν αλλάζει. Θα την βρεις την λύση, πάντα την βρίσκεις…

Ο Ηρακλής έχασε την γη κάτω από τα πόδια του. Τι και εάν ήταν γιός του Διός, στο βασίλειο του Άδη ο πατέρας του δεν είχε καμιά αρμοδιότητα και ισχύ.  Χρειαζόταν μία άλλη βοήθεια, μία βοήθεια, εκ των έσω. Δεν χρειαζόταν να το σκεφθεί και πολύ. Η μόνη δυνατή βοήθεια θα ερχόταν από την βασίλισσα του κάτω κόσμου την Περσεφόνη, και την μητέρα της Δήμητρα.

Ακόμα και ο ισχυρότερος άντρας χρειάζεται την αρωγή και το μυαλό μιας γυναίκας. Αν έχεις στο πλάι σου δύο, ακόμα καλύτερα, άτρωτος.

Και οι δύο ήταν χολωμένες με τον Άδη λόγω της απαγωγής της κόρης Περσεφόνης, συνεπώς ίσως τον βοηθούσαν, κινώντας κάποια νήματα που θα τον βοηθούσαν στο δύσκολο αυτό εγχείρημα.

Για να λάβει την βοήθεια της Δήμητρας της κόρης, έπρεπε όμως να μυηθεί στα Ελευσίνια Μυστήρια, γι' αυτό και αποφάσισε να επισκεφτεί την Αθήνα, και την Ελευσίνα . Υπήρχε όμως δύο σημαντικό προβλήματα για τη μύηση του. Πρώτον τα Μυστήρια δεν ήταν ανοιχτά σε όσους είχαν βάψει τα χέρια τους με αίμα και ο Ηρακλής είχε κυριολεκτικά λουστεί στο αίμα, και δεύτερον, υπήρχε και το πρόβλημα της υπηκοότητάς του καθώς  μόνο Αθηναίοι πολίτες είχαν δικαίωμα συμμετοχής στα Ελευσίνια Μυστήρια.

Η λύση και στα δύο προβλήματα δόθηκε από τις ίδια την Δήμητρα. Μετά από παρέμβαση της, ο Αθηναίος Πύλιος υιοθέτησε τον Ηρακλή και τον έκανε πολίτη των Αθηνών, και στην συνέχεια η Δήμητρα ίδρυσε τα Μικρά Μυστήρια ως χάρη στον Ηρακλή ώστε να καθαρθεί και καθαγιαστεί από τις πρότερες μιαρές πράξεις και το αίμα.

Εφόσον, λύθηκε και αυτό το πρόβλημα, ο Ηρακλής,  ξεκίνησε

για το ταξίδι χωρίς επιστροφή,  στην δική του περίπτωση,  ήλπιζε να υπάρξει επιστροφή. μπήκε από την είσοδο που ήταν στο ακρωτήριο Ταίναρο, στη Λακωνική. Στο ακρωτήρι βρισκόταν ένας ναός του Ποσειδώνα και κάτω από αυτόν μια σπηλιά. Σ’ αυτή τη σπηλιά κατέβηκε ο Ηρακλής, και έφτασε στη θάλασσα κάτω από τη γη.

Στην παραλία τον περίμενε ο Χάρος, ο οποίος με το μικρό του πλοιάριο περνούσε τις Ψυχές αντίπερα στο βασίλειο των νεκρών. Όταν είδε τον Ηρακλή και άκουσε πως θέλει να τον πάει απέναντι, αρνήθηκε. Που ακούστηκε να κατεβαίνουν βόλτα οι ζωντανοί στο  Άδη. Που να ήξερε ο Χάρος και την πραγματική αποστολή του Ηρακλή; Θα έχανε την δουλειά του. Εξάλλου ως γνωστόν κάθε νεκρός έπρεπε να δώσει ένα οβολό στον Χάρο ως αντίτιμο για την βαρκάδα στην χώρα του τίποτα, στο βασίλειο του Άδη. Αυτοί ήταν οι κανόνες.

Ο Ηρακλής χαμογέλασε, σήκωσε το ρόπαλο του ακουμπώντας το στον ώμο  και κοίταξε απειλητικά, τον Χάροντα. Η ρώμη και ο οξύθυμος χαρακτήρας του Ηρακλή ήταν γνωστός ακόμα και στον κάτω κόσμο, δεν ήταν να παίζεις με αυτό τον τύπο, καλύτερα να άφηνε τον Αδη να επωμιστεί το πρόβλημα, αυτός ένας βαρκάρης ήταν, καταδικασμένος και αυτός να κάνει αιώνια την  ίδια διαδρομή, δεν άξιζε να χάσει την ησυχία του, για ένα οβολό.

-        Πολύ καλά Ηρακλή, θα σε περάσω απέναντι αν αυτή είναι η βούληση των θεών,  αν και αυτό είναι ανήκουστο, του είπε αναγκαστικά και με φόβο ο Χάρος.

Όταν ο Ηρακλής έφτασε στον Άδη, τον είδαν οι ψυχές των νεκρών και σκόρπισαν τρομαγμένες. Εκεί στον κάτω κόσμο ο Ηρακλής είδε και την σκιά του Θησέα, σκιά πραγματική του εν ζωή εαυτού του. Μετά από αναζήτηση στον σκοτεινό και  κρύο κόσμο των νεκρών ψυχών, έφτασε στον θρόνο του Άδη.

-        Καλώς τον Ηρακλή, σπάνια έχουμε την τιμή να έχουμε τόσο διάσημους καλεσμένους στον κάτω κόσμο του είπε χαμογελώντας ο Άδης. Πόσο μάλλον κάποιον που βρίσκεται εν ζωή και κατέβηκε σε εμάς εθελοντικά. Υπάρχει ένα πρόβλημα όμως όπως ξέρεις, ότι κατεβαίνει εδώ δεν ξανα ανεβαίνει στον επάνω κόσμο. Συνεπώς τι δουλειά έχεις εδώ τρανέ γιέ του Διός; Και τι μπορώ να κάνω για εσένα;

-        Δεν είναι δική μου επιλογή, ούτε έχω σκοπό να διαταράξω την κοσμική τάξη βασιλιά του κάτω κόσμου. Πιόνι και εγώ στις επιταγές των Θεών και της ανάγκης είμαι, για αυτό και μπροστά σου σήμερα βρίσκομαι. Χρειάζεται με βασιλική και Θεϊκή εντολή τον Κέρβερο πάνω στη γη να δει για λίγο ο Ευρυσθέας.

Ο Άδης είχε λάβει ραβασάκι τόσο από την Ήρα όσο και από την Αθηνά και τον Ερμή, πως θα έπρεπε κάνει μία εξαίρεση στην περίπτωση του Ηρακλή. Φοβόταν όμως μην η εξαίρεση γίνει κανόνας. Δεν ήθελε όμως και από την άλλη να εναντιωθεί στην θέληση τόσων θεών. Θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει αυτή την χάρη στο μέλλον. Με την Περσεφόνη εξάλλου  είχε συνεχώς προβλήματα, το να κάνεις Θεϊκές συμμαχίες, σίγουρα θα τον ωφελούσε κάποια στιγμή στο μέλλον.  

-        Εντάξει Ηρακλή, του είπε ο Άδης, αν καταφέρεις να πιάσεις τον Κέρβερο με τα γυμνά σου χέρια, χωρίς να χρησιμοποιήσεις το ρόπαλο σου, μπορείς να τον πάρεις για λίγο στον πάνω κόσμο, αν και καθόλου δεν θα χαρεί για αυτό.

Ο Ηρακλής δέχτηκε και πήγε να συναντήσει τον Κέρβερο. Για να μην παραβεί τον όρο που του έβαλε ο Άδης, άφησε ρόπαλο του, έχοντας μόνο τη λεοντή του για ασπίδα, ενώ στα χέρια του πήρε μόνο μερικές μυτερές πέτρες.

Όταν τελικά βρήκε τον Κέρβερο στην πύλη του Αχέροντα, χρησιμοποίησε, όπως και στο λιοντάρι της Νεμέας, τα γυμνά του χέρια. Τύλιξε τα μπράτσα του γύρω στα σκυλίσια κεφάλια του και τον έπνιγε, ενώ ο Κέρβερος κατάφερνε φοβερές δαγκωματιές στον Ηρακλή. Παρόλα τα δαγκώματα του τρομερού θηρίου, στο τέλος ο Ηρακλής κατέβαλε τον Κέρβερο, τον έκανε κουτάβι, χώνοντας την φιδίσια ουρά του στα σκέλια, δηλώνοντας υποταγή. Αφού έτσι τον κατέβαλε ο Ηρακλής, τον έδεσε γερά και έφυγε για τον πάνω κόσμο.

Ο Άδης μην περιμένοντας αυτή την εξέλιξη, αθετώντας την υπόσχεση του, δεν άφηνε τον Ηρακλή να φύγει, κάνοντας αόρατες όλες τις πύλες εξόδου.  Τότε ο Ηρακλής, στην απόγνωση του, πλήγωσε τον Άδη με ένα τόξο. Αυτός πληγωμένος και συνυπολογίζοντας τι διακυβεύεται, του έδωσε την άδεια να φύγει.

Η Θεά Αθηνά τον βοήθησε να περάσει το ποτάμι της Στυγός, και έτσι έφτασε στην έξοδο του Κάτω Κόσμου, που βρισκόταν στην Τροιζήνα, από όπου και ανέβηκε πάλι στη γη. Όταν ο Ηρακλής με το τρόπαιο του τον φοβερό Κέρβερο, βγήκαν στη γη, ο Κέρβερος, που δεν ήταν συνηθισμένος στο φως του ήλιου, θαμπώθηκε τόσο πολύ από τη λάμψη του που έβγαλε από το στόμα του χολή.

Όταν τέλος έφτασαν στις Μυκήνες και ο Ηρακλής έδειξε τον Κέρβερο στον Ευρυσθέα, αυτός από τον τρόμο του κρύφτηκε πάλι στο χάλκινο πιθάρι του. Αφού λοιπόν ο Ηρακλής παρουσίασε τον Κέρβερο στον Ευρυσθέα, εκτελώντας τον τελευταίο άθλο, τον γύρισε πάλι πίσω στον Άδη, ώστε να μην διαταραχτεί η κοσμική τάξη και αρμονία.

Δοκίμιο, Χλέτσος Βασίλης

Κυριακή 25 Ιουνίου 2023

Η ατραπός μύησης του Φιλοκτήτη.

 


Το όνομα μου είναι Φιλοκτήτης, το οποίο σημαίνει: «αυτός που του αρέσει να αποκτά», και είναι αλήθεια, πως οι γονείς μου ίσως μετά από θεϊκή παρέμβαση δεν μου έδωσαν τυχαία αυτό το όνομα. Από μικρός αγαπούσα να αποκτώ πράγματα, μου άρεσαν τα δώρα και τα υλικά αγαθά.

Γεννήθηκα στην Θεσσαλία, τον ευλογημένο αυτό τόπο ο οποίος κάποτε στα πολύ παλαιά χρόνια σκεπαζόταν από θάλασσα όπως μαρτυρά και το όνομα της (θέση αλός). Μητέρα μου η Μεθώνη, και πατέρας μου ο Ποίαντας, βασιλιάς των Μαλιαίων.

Στην πορεία της ζωής μου ήμουν ένας από τους διεκδικητές της ωραίας Ελένης, αφού πριν ακολουθώντας τον πατέρα μου, έγινα βασιλιάς τεσσάρων πόλεων της Θεσσαλίας (Μελίβοια, Μυθώνη, Θαυμακία, Ολιζών) και συμμετείχα στην Τρωική Εκστρατεία με επτά πλοία.

Ευλογημένος από τον αφήτωρα και εκατηβόλο Απόλλωνα, ήμουν πάντα ο καλύτερος από τους Έλληνες στην τοξοβολία, στην οποία μόνο ο Οδυσσέας με παράβγαινε.

Έρχεται όμως στη ζωή κάθε ανθρώπου η στιγμή που πρέπει να βρει την δική του αλήθεια, να ανακαλύψει τον πραγματικό προορισμό του. Όπως τα φωτεινά βέλη του Απόλλωνα σχίζουν τον ουρανό την αυγή, έτσι και εγώ κλήθηκα να ανακαλύψω τον εαυτό μου, και το μέσο για αυτό τον σκοπό τύχη αγαθή ή θεϊκή παρέμβαση, ήταν και πάλι το τόξο και τα βέλη που τόσο αγαπούσα.

Στην δύση της γήινης ζωής του ο Θεϊκός Ηρακλής θα μου έκανε το μεγαλύτερο δώρο της ζωής μου, ένα δώρο το οποίο θα άλλαξε καταλυτικά τον βίο μου, το τόξο και τα βέλη του.

Ήταν τότε που είχε έρθει στο όρος Οίτη για να περάσει από τον τελευταίο μυητικό του στάδιο, τον εξαγνισμό της φωτιάς. Είχε ήδη περάσει τα άλλα τρία στάδια εξαγνισμού, του αέρα, της φωτιάς και του νερού, αφού είχαν προηγηθεί οι δοκιμασίες του που αντιστοιχούσαν στα δώδεκα σημεία του ζωδιακού.

Τότε ξεκίνησε η σύντομη αλλά πολύτιμη μαθητεία μου δίπλα στον Θεϊκό Ηρακλή, τον μεγαλύτερο ήρωα των Δωριέων. Η δική του μαθητεία είχε ολοκληρωθεί η δική μου μόλις άρχιζε. Έμεινα για λίγο καιρό μαζί του, όμως μου έδειξε τον δρόμο που όφειλα να ακολουθήσω, αν ήθελα να ακολουθήσω έστω και στο ελάχιστο την ζωή μεγάλων αντρών.

Πρέπει να κατέλθεις στην γη, για να ανέλθεις στους ουρανούς μου εξήγησε. Για αυτό και ο μέγιστος των ηρώων όπως και άλλοι επιφανείς ήρωες κατέβηκε στον Άδη. Αυτή ήταν στην πραγματικότητα μια συμβολική μυητική κατάβαση μου εξομολογήθηκε, έπρεπε να πραγματοποιηθεί ένας συμβολικός θάνατος, για να αναγεννηθεί πνευματικά αυτός που ήταν πλέον έτοιμος για μια νέα ζωή, αναβαπτισμένος.

Η σπηλιά που φοβάσαι να μπεις κρύβει τον θησαυρό που ψάχνεις Φιλοκτήτη, μου είπε ο γιός του Δία. Και συνέχισε:

Με αποκαλούν ήρωα, ήρωας όμως είναι κάθε ένας, που δίνει τη ζωή του σε κάτι που είναι μεγαλύτερο από τον ίδιο. Μου πήρε καιρό και πέρασα πολλές πικρές, πόνο, κακουχίες, απογοητεύσεις και δοκιμασίες για καταλάβω την αλήθεια, μου είπε με νόημα.

Τώρα μετά από όλα όσα έχω περάσει, δει, βιώσει, και μάθει, θα σου έλεγα πως το μεγαλύτερο κατόρθωμα στην ζωή ενός ανθρώπου είναι να βρει τον σκοπό της ζωής του και να τον εκπληρώσει.

Βρες, την θεϊκή δύναμη, το θείο μέσα σου, και θα νοιώσεις και εσύ υιός Θεού. Όλοι εξάλλου μοιραζόμαστε την ίδια Πηγή, και έχουμε τον ίδιο τελικό προορισμό.

Ιερό σου τόπος είναι μόνο εκείνος που θα μπορέσεις να βρεις τον εαυτό σου. Πρόσεξε όμως Φιλοκτήτη, πρέπει να είσαι πρόθυμος να απαλλαχτείς από τα πάθη, τις φοβίες και τις συνήθειες που σε κρατάνε δέσμιο, έτσι ώστε να αποκτήσεις μια άλλη ζωή που ίσως σε περιμένει. Το παλιό δέρμα πρέπει να βγει, πριν να μπορέσει να έρθει το νέο.

Ο δρόμος που σου προτείνω είναι δύσκολος και θα είναι δικός σου, και μόνο δικός σου. Μπορεί και άλλοι να τον βαδίσουν μαζί με εσένα, αλλά κανένας δεν μπορεί να τον βαδίσει αντί για εσένα. Ανακάλυψε το δικό σου μονοπάτι, χάραξε την δική σου πορεία, εξερεύνησε το μυστήριο.

Ο Ηρακλής μου είπε πολλά και μου έδειξε ακόμα περισσότερα, αλλά τότε ήμουν ακόμη νέος, και δεν κατάλαβα πως η ίδια η ζωή θα με μυηούσε αργότερα σε όλα αυτά που ο Ηρακλής μου περιέγραφε. Ο Ηρακλής δεν είχε τον χρόνο, και εγώ δεν ήμουν έτοιμος να γίνω ο καλύτερες μαθητής του. Ο Ηρακλής το ήξερε με προειδοποίησε όμως ότι ήταν γραφτό, η μαθητεία μου να ολοκληρωθεί όταν ερχόταν το πλήρωμα του χρόνου.

Ο χρόνος πέρασε, και εγώ πιο ώριμος σε ηλικία πια, συμμετείχα στον στόλο των Αχαιών με επτά δικά μου καράβια, για την κατάληψη την Τροίας, η οποία για εμένα θα σήμαινε τελικά όπως κατάλαβα αργότερα, πολλά περισσότερα από μια απλή πολεμική επιχείρηση. Θα ήταν σε προσωπικό επίπεδο, ένας αναγκαίος σταθμός, μια κατάκτηση στην πορεία της προσωπικής μου εξέλιξης, και αυτογνωσίας.

Εν πλω προς την Τροία , αγκυροβολήσαμε στο νησί Χρύση, για να προσφέρουμε θυσίες, στον ναό του Απόλλωνος. Τη θυσία ανέλαβα να προσφέρω εγώ, αλλά την στιγμή των σπονδών, ένα φίδι φύλακας του ναού του Απόλλωνος του αγαπημένου μου θεού, με δάγκωσε στο πόδι.

Να ήταν αυτό ήταν ένα σημάδι πώς είχα αμελήσει να ακολουθήσω τις συμβουλές του Ηρακλή; Να ήταν δείγμα δυσαρέσκειας του Απόλλωνος; Η αλήθεια ήταν πώς τότε με απασχολούσε μόνο η κατάληψη της Τροίας, η δόξα, και τα πλούτη που θα αποκομίζαμε από την κατάληψη της  πλουσιότερης πόλη της Ανατολής.

Στον νου μου ήρθαν τα λόγια του Ηρακλή. Τα χειρότερα όμως όπως νόμιζα, δεν είχαν έρθει ακόμα. Η πληγή στο πόδι, όχι μόνο με πόναγε αφόρητα, αλλά κακοφόρμισε. Πρήστηκε όλο το πόδι και έγινε μωβ, αναδύοντας μια δυσοσμία σαπίλας.

Κανείς γιατρός και κανένα βότανο δεν μπορούσε να μειώσει τον πόνο και το οίδημα. Ένας από τους συνοδοιπόρους μου πρότεινε να με αφήσουν στην Ανεμόεσσα Λήμνο τόπο λατρείας του Ήφαιστου, και των Καβείρων που βρισκόταν κοντά, ώστε να χρησιμοποιήσω την περίφημη Λημνία γη, τον φαρμακευτικό πηλό που είχε χρησιμοποιήσει και ο Ήφαιστος στο δικό του πληγωμένο πόδι.

Απελπισία με κατέλαβε, θα έχανα την περιπέτεια, την δόξα και τα πλούτη από την κατάληψη της Τροίας, αλλά τόσο οι πόνοι όσο και η δυσοσμία της πληγής δεν μας άφηναν άλλη επιλογή. Έτσι ένα από τα καράβια μου με άφησε στο νησί του Ηφαίστου και των μεγάλων Θεών των Καβείρων.

Μετά από οδηγίες των θεραπευτών του νησιού, πήγα στον ναό των Καβείρων. Εκεί οι ιερείς όχι μόνο άλειφαν την πληγή συνεχώς με τον πηλό που έφερε την σφραγίδα της Αρτέμιδος, αλλά ξεκίνησε και η μύηση μου στα σεπτά μυστήρια των μεγάλων Θεών, των Καβείρων.

Οι Κάβειροι θεοί της φωτιάς, συμβόλιζαν όπως ήξεραν οι μυημένοι το πνευματικό πυρ, ο Ήφαιστος το κοσμικό, ενώ η μεγάλη μητέρα την γήινη μήτρα από όπου όλοι προερχόμαστε και στην οποία όλοι επιστρέφουμε. Οι Κάβειροι συνδέονταν όχι μόνο με τον Ήφαιστο, αλλά και με τον Ποσειδώνα, για αυτό και ήταν προστάτες των ναυτικών, όπως επίσης και με τον θεό Διόνυσο για αυτό αποτελούσαν και βλαστικές θεότητες.

Οι πολύπλευρες αυτές ιδιότητες τους σχετίζονται με τον ανθρώπινο πολιτισμό, ο οποίος είχε ως αφετηρία την διαχείριση της φωτιάς, το θεϊκό δώρο του Ηφαίστου και του Προμηθέα στην ανθρωπότητα.

Κατά την διάρκεια τέλεσης των Καβειρίων μυστηρίων τα οποία διαρκούσαν εννέα ημέρες,  έσβηναν όλα τα Φώτα στο νησί του Ηφαίστου, έως ότου έρθει με πλοίο από την Δήλο το ιερό φως του Απόλλωνος.

Η φωτιά ήταν ένα από τα στοιχεία της κάθαρσης και του εξαγνισμού των υποψηφίων προς μύηση. Η φωτιά λειτουργεί ως σύμβολο αναγέννησης από τις στάχτες, και ως αφετηρία μια νέας αρχής για μια καινούργια ζωή.

Στα Καβείρια μυήθηκα κοντά στους Ιερείς για εννέα χρόνια, όσα έμεινα στην Λήμνο. Τον τρίτο χρόνο όμως και ενώ είχα συμπληρώσει όλα τα στάδια μυήσεως επέλεξα μείνω σε μια από τις σπηλιές κάτω από το ιερό που χρησιμοποιήσαμε κατά τις τελετές μυήσεως. Η άδεια αυτή μου δόθηκε τόσο λόγο της πληγής μου που η αλήθεια είναι ότι καλυτέρευε, όσο και λόγω της αφοσίωσης μου στον Ήφαιστο και τους Κάβειρους, ήμουν πια ένας από τους ιεροφάντες των Καβείρων.

Την σπηλιά την επέλεξα ενθυμούμενος τα λόγια του Ηρακλή: «Η σπηλιά που φοβάσαι κρύβει τον θησαυρό που αναζητάς». Τώρα που δεν είχα πια τίποτα παρά μια πληγή στο πόδι, και τον κόκκινο χιτώνα του ιεροφάντη, κατάλαβα πως τα υλικά αγαθά και ο πλούτος είναι ένα μέσο για καλύτερη ζωή, αλλά το πολυτιμότερο αγαθό στην ζωή είναι η υγεία, να αγαπάς και να σε αγαπούν. Εδώ επέλεξα να βρω τον ιερό μου τόπο, να καταδυθώ στον εαυτό, να βρω ποιος πραγματικά είμαι, να βρω το Θείο μέσα μου.

Δεν μου επιτρέπεται να πω πολλά για τις μυστικές τελετές, θα αναφέρω μόνο όσα μου επιτρέπονται. Της μυήσεως προηγούνταν η κατήχηση, η νηστεία, το λούσιμο και ο εξαγνισμός στις ζεστές ηφαιστειακές πηγές, και η εξομολόγηση από τον Κόη, τον αρμόδιο ιερέα.

Όταν άρχιζε η μύηση, ο Ιεροφάντης καθοδηγούσε τον Νεόφυτο ώστε να καθαρθεί, και να περάσει όλες τις δοκιμασίες, επικαλούμενος τις δυνάμεις των Καβείρων.

Ο υποψήφιος περνούσε μέσα στο σκοτάδι της νύκτας, σε δαιδαλώδεις διαδρόμους κάτω από το ιερό, που συμβόλιζε τον κάτω κόσμο, τον κόσμο της ύλης όπου ενσαρκώνεται η ψυχή. Η σπηλιά κάτω από το ιερό, εκεί όπου επέλεξα για κατοικία, κατέληγε στην θάλασσα το βασίλειο του Ποσειδώνα, συμβολίζοντας το νερό της λήθης και του εξαγνισμού δια του ύδατος.

Μετά από την κατάβαση ο Νεόφυτος οδηγούνταν υπό το φως των δαυλών μέσα από μια ανερχόμενη κλίμακα στον άβατο του ναού, όπου καθόταν σε ένα θρόνο, μπροστά από τον οποίο έκαιγε η ιερά Ηφαιστειακή πυρά.

Το άβατο συμβολίζει τον κόσμο της γέννησης. Εκεί οι ιεροφάντες  τους οποίους ονομάζαμε και κάβουρες προς αντιστοιχία των λαβίδων του Ηφαίστου, αποκάλυπταν την ερμηνεία των συμβόλων, τα ιερά αντικείμενα την λυχνία με το άσβεστο πυρ, τις λαβίδες, το αμόνι του, και το σκουφί του Ηφαίστου, υπό τον ήχο ύμνων, και κυμβάλων.

Ο Νεόφυτος φορούσε στο κεφάλι στεφάνι από κλαδί ελιάς, οδηγούμενος στο άβατο όπου λάμβανε χώρα το τελικό στάδιο της μυήσεως αυτό της εποπτείας. Με το πέρας των καθαρμών, κατηχήσεων, δοκιμασιών,  της εποπτείας, και της ενθρόνισης, περνούσαν στο μύστη μια κόκκινη ταινία στην μέση του, την οποία θα έφερε μαζί του στην υπόλοιπη ζωή του, ενδεικτική της μυήσεως του.

Εγώ εμένα πια στην σπηλιά, κάτω από το ιερό. Η σπηλιά η οποία ήταν τελικά για εμένα ένα εσωτερικό μακροχρόνιο ταξίδι και ενδοσκόπησης, και αυτογνωσίας. Ήταν μια δίθυρη σπηλιά απ’ όπου έμπαινε το χειμώνα ο ήλιος και το καλοκαίρι ο αέρας. Την σπηλιά την βρέχει ο Νότος, και  στα αριστερά της υπάρχει πηγαίο νερό.

Η κάθοδος στην σπηλιά μέσα από δαιδαλώδεις σκοτεινές διαδρομές δίδασκαν οι ιερείς αλληγορούσε την της ψυχής στην γη μέσω των πλανητών, ενώ η άνοδο στην κλίμακα προς το άβατο, την γέννηση και την μήτρα της ζωής. Όπως η ζωή του ανθρώπου αρχίζει στο σκοτάδι της μήτρας, έτσι και το ταξίδι προς τη γνώση αρχίζει μέσα από τη σκοτεινή σπηλιά.

Ο άνθρωπος με την γέννηση του κατά την διάρκεια του βίου του, καλείται να ενεργοποιήσει τις Θεϊκές δυνάμεις τις οποίες φέρει μέσα του. Η σπηλιά έχει δύο εισόδους – εξόδου, όχι τυχαία. Η μία συμβολίζει τον ήλιο η άλλη το φεγγάρι, η μία το φώς η άλλη το σκοτάδι, η μία το συνειδητό και το ασυνείδητο, η μία την απατηλότητα των αισθήσεων και η άλλη την Θεία ενόραση.

Εκεί μου αποκαλύφθηκε πώς όπως οι ακτίνες του ήλιου μοιάζουν να σχίζουν τον ουρανό κατά το ημερήσιο τόξο της διαδρομής του στον ουρανό φωτίζοντας και αναζωογονώντας την Γη, έτσι και το τόξο και το βέλος ως αντικείμενα συμβολίζουν, το Απολλώνιο πνευματικό πυρ, τις ιδέες που οδηγούν στην αυτογνωσία και την πνευματική αφύπνιση.

Τότε κατάλαβα πώς δεν ήταν τυχαίο το δάγκωμα του φιδιού στο πόδι. Το πόδι είναι το μέλος του σώματος που μας ενώνει με την Γη μας γειώνει με την μητέρα Γαία. Συμβολίζει κατ' αυτόν τον τρόπο την εξάρτηση μας από τα υλικά αγαθά, πάθος το οποίο είχα και εγώ έως τότε, πάθος το οποίο με το οποίο ίσως όχι τυχαία συνδεόταν και το όνομα που είχαν επιλέξει να μου δώσουν.

Το φίδι είναι ο φύλακας της γνώσης χθόνιο σύμβολο, το οποίο κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά, συμβολίζοντας τον σε διαρκή επαγρύπνηση νου. Τώρα πια όλα ήταν πιο ξεκάθαρα, αν δεν πάθεις δεν θα μάθεις. Ο Ηρακλής μου το είχε πει και τώρα είχε έρθει η ώρα να πάθω και να μάθω. Η πληγή μου είχε πλέον σχεδόν γιατρευτεί από την Λημνία Γη.

Τότε ήταν που ο έφτασε στην Λήμνο ο Οδυσσέας να με βρει καθώς η Τροία μετά από δέκα χρόνια πολιορκίας δεν έπεφτε. Σύμφωνα με τον μάντη Κάλχα, ο μόνος που γνώριζε το μυστικό για την πτώση της Τροίας ήταν ο Τρώας Μάντης Έλενος.

Ο Οδυσσέας έστησε ενέδρα και συνέλαβε τον Έλενο.  Ο μάντης Έλενος αποκάλυψε στον πολυμήχανο Οδυσσέα, πως για την πτώση της Τροίας ήταν αναγκαία η παρουσία μου με το τόξο και τα βέλη που είχα στην κατοχή μου από τον Ηρακλή.

Ο Οδυσσέας προσπαθούσε μέρες να με πείσει να τον ακολουθήσω. Μου περιέγραφε τις ψυχές που χάθηκαν και πόσες θα χανόντουσαν ακόμα αν δεν τους βοηθούσα σύμφωνα με τις επιταγές των Θεών. Η αλήθεια είναι πως δεν ήθελα να συμμετάσχω πλέον στον ανθρώπινο πόνο, ούτε με ενδιέφεραν τα λάφυρα, και η δόξα.

Τα λόγια του Ηρακλή όμως ήταν πλέον ο μόνιμος οδηγός μου. Ήρωας μου είχε πει είναι όποιος αφιερώνει τη ζωή του σε κάτι που είναι μεγαλύτερο από τον ίδιο, και η κατάληψη της Τροίας για τους Αχαιούς ξεπερνούσε τις δικές μου πεποιθήσεις και ανάγκες.

Για αυτό τον λόγο και έφυγα για τη Τροία, με τον Οδυσσέα σύντροφο, και έπεσε η Πόλη με τα δικά μου βέλη. Η Τροία εν τέλη για τους Αχαιούς σήμαινε δόξα και πλούτη, για εμένα την κατάκτηση ενός πολύτιμου θησαυρού κρυμμένου σε μια σπηλιά....1