Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2023

Περί ευσέβειας και ψευδεπίγραφων βιβλίων, Ολυμπιόδωρος


Κάποτε ο Νεο Πλατωνικός φιλόσοφος Ολυμπιόδωρος  6ος αιώνας  μ.Χ. αναφέρει [*] πως κάποιος φιλόσοφος δίψασε έντονα και αναγκάστηκε να εισέλθει σε ένα καπηλειό, ώστε να ξεδιψάσει. Κατά την έξοδο του από το καπηλείο συνάντησε κάποιον που ερχόταν από ένα κοντινό ιερό, και ο οποίος δεν έχασε την ευκαιρία να μειώσει τον φιλόσοφο λέγοντας του:

- «Εσύ αν και φιλόσοφος εξέρχεσαι από το καπηλειό;»,

για να λάβει την αποστομωτική απάντηση του φιλοσόφου:

- « Εγώ εξέρχομαι από το καπηλειό με ευσέβεια σα να βρισκόμουν σε ιερό, εσύ όμως καταφθάνεις από το ιερό σα να βρισκόσουν σε καπηλείο!!».

Η Ιστορία αυτή μας θυμίζει μια ιστορία Ζεν, σύμφωνα με την οποία, δύο μοναχοί ταξίδευαν μαζί. Όταν έφτασαν σε ένα ποτάμι, είδαν μια νέα γυναίκα ανήσυχη να κοιτά το ποτάμι. Όταν τους είδε, τους ρώτησε εάν μπορούν να την κουβαλήσουν στην απέναντι όχθη, διότι φοβόταν ότι θα πνιγεί. 

Ο ένας μοναχός δίστασε, μιας και απαγορεύεται σε μοναχούς να αγγίζουν γυναίκες.  Ο άλλος όμως χωρίς δισταγμό, ανέβασε την γυναίκα στους ώμους του και την πέρασε απέναντι. 

Καθώς συνέχιζαν το ταξίδι τους, ο πρώτος μοναχός πάλευε συνέχεια με τις σκέψεις του: Πως τόλμησε να την αγγίξει; Πώς είναι δυνατόν να έκανε κάτι τέτοιο; Ξέχασε τους όρκους αγαμίας που έχουμε δώσει; Αυτές οι σκέψεις τον βασάνιζαν, ώσπου δεν άντεξε, και φώναξε στον δεύτερο μοναχό:

- «Πως τόλμησες να την αγγίξεις, και μάλιστα να την πάρεις αγκαλιά;»

Τότε ο δεύτερος μοναχός του απάντησε:

- «Φίλε μου, εγώ την άφησα στο ποτάμι, εσύ γιατί την κουβαλάς ακόμη;»

Ο Ολυμπιόδωρος, γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια τον 6ο μ.Χ. αιώνα,  μαθήτευσε δίπλα στον Αμμώνιο, και Θεωρείται ο τελευταίος γνωστός επικεφαλής της νεοπλατωνικής σχολής της Αλεξάνδρειας. Ο Ολυμπιόδωρος έλεγε πως τα έργα του Πλάτωνος ήταν αυτά που τον στήριξαν όταν αισθάνθηκε ότι δεν υπήρχε πια λόγος να ζει.

Στα Προλεγόμενά του (CIAG, XII, 1, 13) γίνεται εκτεταμένη μνεία για τον τρόπο με τον οποίο νοθεύονταν τα βιβλία, ιδιαίτερα την εποχή των Πτολεμαίων. Αναφέρεται στον υπέρμετρο ζήλο των βασιλέων της Αιγύπτου για τον εμπλουτισμό της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, που είχε ως συνέπεια τη σύνταξη πλήθους κίβδηλων συγγραμμάτων.

Τα αυθεντικά, μάλιστα έργα, συνυφαίνονταν αριστοτεχνικά με τα πλαστά και έτσι, χρειαζόταν συχνά μεγάλη επιδεξιότητα, χρόνος και γνώση, για να εκτιμηθεί η αξιοπιστία τους.

Μαρτυρεί λοιπόν ο Ολυμπιόδωρος ότι από παλιά κυκλοφορούσαν ψευδεπίγραφα βιβλία: είτε εξαιτίας της προσωπικής φιλοδοξίας των βασιλέων, είτε λόγω της πρόθεσης των μαθητών να κολακέψουν τους δασκάλους τους, είτε, τέλος, εξαιτίας απλής συνωνυμίας. Λόγου χάρη, ο Ιοβάνης, βασιλιάς της Λιβύης, ήταν «ερωτευμένος» με τα πυθαγόρεια συγγράμματα και ο Πτολεμαίος ο Φιλάδελφος με τα αριστοτελικά, ενώ ο τύραννος των Αθηνών Πεισίστρατος με τα Oμηρικά.

Οι ηγεμόνες αυτοί πρόσφεραν σημαντικά χρηματικά ποσά σε όσους τους προμήθευαν σπάνια έργα των συγγραφέων αυτών, χωρίς να ελέγχουν την αξιοπιστία και την ποιότητά τους. Έτσι, αγόραζαν τυχαία και άσχετα βιβλία με ψευδεπίγραφους τίτλους, πυροδοτώντας ταυτόχρονα μία δραστηριότητα που βρήκε τελικά πολλούς αποδέκτες (Βιβλ. Ι, 197).

Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα, με την χρήση του διαδικτύου πλέον. Κάθε ένας ερμηνεύει στην καλύτερη περίπτωση κατά το δοκούν τους αρχαίους φιλοσόφους και όχι μόνο, αν δεν μεταφέρει ψευδείς πληροφορίες και γνώσεις.

Παραπομπή: 

[*] Ολύμπ. Φιλ., Εις Γοργ., 1.6.16


Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2023

Οι συμβολισμοί στις μετώπες του Παρθενώνα.

Η φωτογραφία είναι από τον βωμό της Περγάμου 

Έχετε αλήθεια σκεφτεί πως ο Παρθενώνας, εκτός από ένα θαύμα αρχιτεκτονικής και τέχνης, αποτελούσε επίσης μία συμβολική καλλιτεχνική κιβωτό του θριάμβου της λογικής, και της τάξης, έναντι του παραλόγου, και της αταξίας;

Αυτός ο θρίαμβος του Ελληνικού πνεύματος απεικονιζόταν όχι τυχαία στον ναό της σοφίας, στις μετόπες του Παρθενώνα.

Πιο συγκεκριμένα, στις μετόπες της ανατολικής πλευράς απεικονίζεται η Γιγαντομαχία, στη δυτική η Αμαζονομαχία, στη νότια η Κενταυρομαχία και στη βόρεια, σκηνές από τον Τρωικό πόλεμο.

Στο ανατολικό αέτωμα και πάνω ακριβώς από την είσοδο, υπήρχε η αναπαράσταση της γέννησης της Αθηνάς, ενώ στο δυτικό η διαμάχη της με τον Ποσειδώνα.

Είναι τυχαίο λοιπόν πως στις μετόπες επέλεξαν οι Αθηναίοι να απεικονίσουν μάχες Θεών, ανθρώπων, αλλά και ανθρώπων με Κενταύρους;

“ Πόλεμος πάντων μὲν πατήρ ἐστι, πάντων δὲ βασιλεύς, καὶ τοὺς μὲν θεοὺς ἔδειξε τοὺς δὲ ἀνθρώπους, τοὺς μὲν δούλους ἐποίησε τοὺς δὲ ἐλευθέρους”, αναφέρει ο Ἡράκλειτος, και ο πόλεμος έχει την τιμητική του στις μετώπες του ναού ο οποίος ήταν αφιερωμένος στην θέα της σοφίας την θεά Αθηνά, πολιούχο και προστάτιδα της πόλεως των Αθηνών.

Στην ανατολή του χρόνου λοιπόν σύμφωνα με τον μύθο εμφανίζονται οι Τιτάνες, απόγονοι αρχέγονων θεοτήτων, οι οποίοι προήλθαν από το Χάος το οποίο κυριαρχούσε στο απέραντο σύμπαν. Οι πρώτοι Τιτάνες προήλθαν από την ένωση της Γαίας και του Ουρανού.

Αργότερα οι Ολύμπιοι θεοί, με επικεφαλής τον Δία, εναντιώθηκαν στους Τιτάνες τους οποίους νίκησαν στην Τιτανομαχία. Ένας από τους Τιτάνες ήταν και ο Προμηθέας ο οποίος έκλεψε τη φωτιά παρά τις επιθυμίες του Δία και την έδωσε στην ανθρωπότητα.

Οι χαοτικές κοσμικές και φυσικές δυνάμεις είναι εχθρικές στην προσπάθεια επιβίωσης των πρώτων ανθρώπων, συν το χρόνω όμως, καθυποτάσσονται όταν αυτός χειραγωγεί την φύση, και τις φυσικές δυνάμεις μέσω του λόγου, δημιουργώντας τον πολιτισμό.

Η Αμαζονομαχία, συμβολίζει το τέλος της μητριαρχίας,  τον θρίαμβο της πατριαρχίας, για αυτό και παριστάνονται στην δυτική μετόπη του ναού της Αθηνάς.

Στην βόρεια Μετώπη εικόνες από τον Τρωικό πόλεμο, ο οποίος αφορά ουσιαστικά, μία υπενθύμιση των παθών, των αδυναμιών, του φόβου, της ματαιοδοξίας και προπάντων των ορίων της ανθρώπινης ύπαρξης.

Ο άνθρωπος είναι η μοναδική ύπαρξη στον πλανήτη Γη, που έχει γνώση του χρόνου, συνεπώς γνωρίζει ότι θα πεθάνει. Οι πρωταγωνιστές της Ιλιάδας δεν έβρισκαν ηθική υποστήριξη στους θεούς, αλλά στους συνανθρώπους τους, στους θεσμούς και τα έθιμα, που ρύθμιζαν τη ζωή τους. Η ανθρώπινη ύπαρξη αφορά μία πορεία προς το θάνατο.

Ο όρος μοίρα επανέρχεται συχνά, κυρίως στην Ιλιάδα, η μοίρα του ανθρώπου είναι ο μόρος, δηλαδή ο θάνατος.

Ο άνθρωπος είναι θνητός, με την οριστική και τελική έννοια και αυτό δεν ωραιοποιείται παρά μόνο με την δόξα και την υστεροφημία. Για αυτό το λόγο, ενώ ο Αχιλλέας γνωρίζει ότι τίποτα δεν αξίζει όσο η ζωή, εντούτοις δεν επιστρέφει στη Φθία, αλλά στο τέλος του εσωτερικού διαλόγου της ψυχής με τον εαυτό της κατά την έκφραση του Σωκράτη και του Πλάτωνα, προχωρά προς τη μάχη, σίγουρος ότι θα βρει τη δόξα, αλλά και το θάνατο!

Η φωτογραφία είναι από τον βωμό της Περγάμου.

Η Κενταυρομαχία τέλος, συμβολίζει την πολιτισμική ανάγκη να εδραιωθεί η θέση του ανθρώπου στην φύση, να ερμηνευθεί ο κόσμος λογικά, και να καθυποταχτεί εν τέλει το άγνωστο.

Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο οι πρόγονοι μας δημιούργησαν τους αρχετυπικούς ήρωες, χαρακτήρες, οι οποίοι αν και ήταν υποταγμένοι στην μοίρα και τις αδυναμίες των θνητών, δημιούργησαν τα πρότυπα ενός πολιτισμού υπέρβασης των συλλογικών φόβων και κινδύνων, δαμάζοντας μυθικά ή υπερφυσικά πλάσματα, όπως οι Κένταυροι, ο Μινώταυρος, η Μέδουσα και τόσα άλλα.

Οι Κένταυροι υπό αυτό το πρίσμα συμβολίζουν στην ανθρώπινη διάστασή τους το πνευματικό εκείνο νοήμον ον, το οποίο αποτελεί την κορωνίδα της δημιουργίας, τον άνθρωπο, ο οποίος φέρει εντός του τον θεϊκό σπινθήρα.

Σηματοδοτούν όμως ταυτόχρονα και το ά-λογο στοιχείο με τη μορφή του κτήνους, το οποίο λειτουργεί αντανακλαστικά, όταν κυριαρχείται από τα πάθη και τα ένστικτά του, στοιχεία τα οποία τρέφονται από τον εγωισμό, τη φιλοδοξία, την υπεροψία, τη μισαλλοδοξία.

Η μορφή των Κενταύρων κατ’ αυτόν τον τρόπο αλληγορεί την εικόνα του ανθρώπου, ο οποίος διχασμένος ανάμεσα στα πάθη και τη λογική χάνει τον προσανατολισμό στον σκοτεινό λαβύρινθο του υποσυνειδήτου του.

Οι πρόγονοι μας απεικόνισαν πιθανόν καλλιτεχνικά όλες αυτές τις μάχες στο ναό της σοφίας, θέλοντας να τονίσουν και να συμβολίσουν την καταλυτική υπεροχή της ηθικής και της λογικής, απέναντι στο παράλογο και ανεξέλεγκτο συναίσθημα. Η λογική στην αρχαία Αθήνα θριάμβευσε μέσω της φιλοσοφίας, της τέχνης, των επιστημών!

Στο εξωτερικό τμήμα του ναού της σοφίας αναδεικνύεται ο ασταμάτητος πόλεμος πνεύματος και ύλης, λογικής και παραλόγου, και ο τελικός θρίαμβος της νόησης.

Και αν στο εσωτερικό του ναού το άβατον , κατοικεί η θέα της νόησης και της σοφίας, στο εσωτερικού του ανθρώπου κατοικεί ο θεϊκός σπινθήρας του ανθρώπου..!

 


Τρίτη 15 Αυγούστου 2023

Οι μυθικές γοργόνες, από την αρχαιότητα έως σήμερα.


 

Στην αρχαία Ελληνική μυθολογία η γοργόνα έχει πολύ μακρινό παρελθόν. Ο Όμηρος (9ος - 8ος αι. π.Χ.) πρώτος κάνει λόγο για δύο Ωκεανίδες την Ευρυνόμη (Ιλιάδα, Σ 398-9)30 και την Πέρση/ Περσηίδα (Οδύσσεια, κ 439)31 .

Κατά τον Ησίοδο (8ος - 7ος αι. π.Χ) οι Ωκεανίδες, που συναντώνται και ως Ωκεανίνες ή Ωκεανίτιδες ή Ωγενίδες (Θεογονία, 340-370, 908) ήταν τρεις χιλιάδες, ωστόσο αναφέρει μόνο σαράντα μία, από τις οποίες η Ευρυνόμη ήταν η μητέρα των Χαρίτων από τον Δία και η Περσηίδα ήταν σύζυγος του Ήλιου και μητέρα του Αιήτη -βασιλιά της Κολχίδας-, του Πέρση, της Κίρκης και της Πασιφαής .

Οι Ωκεανίδες ήταν κόρες του τιτάνα Ωκεανού και της Τηθύος, θεωρούνταν ιδεατές ανθρωπόμορφες έννοιες των πηγών, που κατά το ήμισυ ήταν κοπέλες, εκείνων που τα ύδατά τους μεταφέρονταν από τους ποταμούς στην ανοικτή θάλασσα (αρχαίο Ωκεανό), και κατά το άλλο ήμισυ ψάρι, καταλήγοντας σε απλή εκβολή (ένα ουραίο πτερύγιο) ή σε δέλτα (διπλό ουραίο πτερύγιο).

Αλλά και οι Νηρηίδες, ήταν νύμφες που λατρεύονταν ως θεές της ήρεμης θάλασσας, και προσωποποιούσαν τις καταστάσεις και τα χαρακτηριστικά της θάλασσας. Ήταν κόρες του Νηρέα και της Ωκεανίδας Δωρίδας και εξ αυτής εγγονές του Ωκεανού. Ήταν γύρω στις πενήντα, ενώ έφταναν και τις εκατό, κατά άλλη άποψη.

Οι Νηρηίδες ζούσαν στο βυθό της θάλασσας, στο παλάτι του πατέρα τους και περνούσαν τη μέρα τους κολυμπώντας και παίζοντας με δελφίνια, ή καθισμένες σε χρυσούς θρόνους ή βράχους τραγουδώντας και υφαίνοντας ή στεγνώνοντας τα πλούσια και μακριά μαλλιά τους.

 Δεν επέτρεπαν σε καμία θνητή να παραβάλλεται με αυτές στην ομορφιά. Είχαν τη δύναμη να ταράζουν τη θάλασσα αλλά και να την ηρεμούν. Γενικά ήταν πάντοτε περιχαρείς για την αθανασία τους, συνόδευαν τα άρματα των ενάλιων θεών και οι φωνές τους γοήτευαν και τα τραγούδια τους είχαν έλξη ακατανίκητη. Οι Νηρηίδες, ωστόσο, περιγράφονται με ανθρωπόμορφα χαρακτηριστικά και έχουν ανθρώπινα πόδια, που μπορούν να κολυμπούν.

Οι νεράιδες έχουν ταυτιστεί περισσότερο με τις Νηρηίδες εκ παραφθοράς, που βγήκαν στη στεριά με τα ίδια γνωρίσματα των θαλασσινών αδελφών τους . Άλλες θαλάσσιες θεότητες που ονομάζονται και γοργόνες είναι οι Φορκίδες και οι επτά Πλειάδες που μεταμορφώθηκαν στον αστερισμό της Πούλιας από τον Δία . Παρόλο που οι Ωκεανίδες, ως νύμφες των υδάτων είχαν ψαρίσια ουρά, το όνομα του είδους της γοργόνας το έδωσε μια διαφορετική μυθολογική οντότητα, η Γοργώ (ή Γοργών, -όνος).

Νύμφες της θάλασσας ήταν λοιπόν και οι γοργόνες, κόρες της Κητούς και του Φόρκυ. Αυτές ήταν η Σθενώ, η Ευρυάλη και η Μέδουσα, το κεφάλι της οποίας έκοψε ο Περσεύς, καθώς  ήταν η μόνη θνητή από τις τρείς.

Ο μύθος της Μέδουσας εξελισσόταν μέχρι τα ελληνιστικά χρόνια και φυσικά οι όποιες προσθήκες, αφαιρέσεις, μετατροπές συμβάδιζαν με τις επιταγές και την ιδεολογία του χρόνου και των τόπων. Έτσι, η Μέδουσα μετατράπηκε σε όμορφη κοπέλα  περήφανη και υπεροπτική, που τόλμησε να συγκρίνει την ομορφιά της με της Αθηνάς και να τη βρει ανώτερη. Και η Αθηνά άλλαξε τα μαλλιά της σε φίδια.

Σύμφωνα με την Ρωμαϊκή εκδοχή του μύθου από τον Οβίδιο, η Μέδουσα ήταν μία πανέμορφη ιέρεια της Αθηνάς που ο Ποσειδώνας τη βίασε μεταμορφωμένος σε άλογο, στον ιερό χώρο της Αθηνάς. Η θεά, εξοργισμένη με το γεγονός, δεν μπορούσε να έρθει σε ρήξη με τον Ποσειδώνα και έτσι μεταμόρφωσε την Μέδουσα σε απεχθές τέρας, που αντί για μαλλιά είχε φίδια. Η ασχήμια της ήταν τέτοια, που όποιος την κοιτούσε στο πρόσωπο πέτρωνε.

Η Μέδουσα και ειδικά το κεφάλι της, που ονομάζονταν γοργόνειο, χρησιμοποιούνταν από πολύ παλιά ως προστασία και αποτροπαϊκό σύμβολο και γι' αυτό χρησιμοποιούνταν ως ακροκέραμο σε ναούς και σπίτια αλλά και ως διακόσμηση σε πανοπλίες, όπλα, ασπίδες, άρματα και διάφορα αντικείμενα.

Μέσα από τους μύθους και τις δοξασίες η μυθική γοργόνα επιβιώνει αιώνες τώρα στην Ελληνική συνείδηση ανάμεσα στο χάσμα δύο κόσμων του γήινου και του θαλάσσιου. Καθώς, η Ελλάδα είναι θαλάσσια χώρα, η πανάρχαια αλλά και διαχρονική αυτή οντότητα εμφανίζεται στην παράδοσή της με ποικίλους τρόπους που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα μορφών. Από εκείνη της τρομοκρατικής και αποτρόπαιης μορφής της αρχαιότητας στην διακοσμητική εικόνα του μεσαίωνα, και τέλος, στη συναισθηματική γυναίκα των νεότερων χρόνων,

Συν τω χρόνω η μορφή των γοργόνων λαμβάνει στην λαϊκή φαντασία  την μορφή νεαρής γυναίκας από την μέση και επάνω και ψαριού από την μέση και κάτω.  Στα νεότερα χρόνια, η σύγχρονη μυθοπλασία, εμφανίζει μία  γοργόνα να είναι αδερφή του Μ. Αλεξάνδρου. Σύμφωνα με αυτό το μύθο ο Μ. Αλέξανδρος είχε εμπιστευτεί στην αδερφή του το νερό της αθανασίας, το οποίο είχε αποκτήσει αφού σκότωσε το δράκο που το φύλαγε.

Η αδερφή του όμως το έχυσε πριν προλάβει ο αδερφός της να το χρησιμοποιήσει κι έτσι αυτός την καταράστηκε να γίνει ψάρι από την μέση και κάτω και να πλανιέται μέσα στις θάλασσες. Εκείνη όμως γνωρίζοντας το κακό που είχε κάνει στον αδερφό της δεν του κράτησε κακία και με αγωνία σταματά τα καράβια που θα βρεθούν στο δρόμο της και ρωτά τους ναυτικού «ζει ο Μ. Αλέξανδρος;». Κι αν πάρει τη σωστή απάντηση: 

- «Ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει», τότε ευχαριστημένη χάνεται στα βάθη της θάλασσας, ειδάλλως παίρνει μαζί της και το καράβι.

Ένας άλλος επίσης μεταγενέστερος μύθος, συνδέει με τον Οδυσσέα με μία γοργόνα. Σε κάποιο σημείο του ταξιδιού του, ο Οδυσσέας συνάντησε μια πανέμορφη γοργόνα, μια θαλάσσια νύμφη δηλαδή, της οποίας το σώμα είναι από την μέση και πάνω ανθρώπινο, και από την μέση και κάτω σώμα ψαριού.

Έχοντας ακούσει ότι το σπάνιο αυτό πλάσμα συγγενεύει με τις σειρήνες   και έτσι ο Οδυσσέας θέλησε να ακούσει για μια ακόμη φορά το ίδιο πανέμορφο τραγούδι που είχε ακούσει από τις σειρήνες, και το οποίο τραγουδούσε και η γοργόνα.

Ο Οδυσσέας είχε ενημερωθεί από την Κίρκη για το γοητευτικό τραγούδι τους με το οποίο παγίδευαν τους ανυποψίαστους ταξιδιώτες, που πλησιάζοντας είτε ξεχνούσαν τον προορισμό τους, είτε κατασπαράζονταν απ΄ αυτές, κι έτσι διέταξε σε όλο το πλήρωμα του να βάλουν κερί στα αυτιά τους ώστε να μην ακούν το τραγούδι των Σειρήνων, ενώ ό ίδιος ζήτησε να τον δέσουν στο κατάρτι ώστε όταν ακούσει το τραγούδι τους να μη παρασυρθεί στη γοητεία τους. 

Πριν τον Οδυσσέα μόνο οι Αργοναύτες είχαν καταφέρει να περάσουν από την περιοχή τους, όταν ο Χείρων είχε προειδοποιήσει τον Ιάσονα να πάρει μαζί του τον Ορφέα ο οποίος με το τραγούδι του ξεπέρασε σε ομορφιά τις σειρήνες και κατόρθωσαν τελικά να διαφύγουν χωρίς απώλειες.

Θέλοντας να ξανακούσει το θελκτικό τραγούδι των σειρήνων, επισκέφτηκε με τους συντρόφους του την σπηλιά της ακίνδυνης γοργόνας, σε ένα μικρό νησάκι στα ανοιχτά του Ιονίου πελάγους.

Εκεί μαγεύτηκε από το τραγούδι της, και θέλησε να την πάρει κοντά του στα ταξίδια του. Καθ' ότι όμως αυτή ήταν ψάρι από την μέση και κάτω, δεν μπορούσε να φύγει από την ασφάλεια της σπηλιάς της στην ακροθαλασσιά, εφόσον οι άνθρωποι θα την κυνηγούσαν και θα την σκότωναν. Έτσι, αφού ο έρωτάς τους ήταν καταδικασμένος, ο μαγεμένος Οδυσσέας κρατούσε τους συντρόφους του στο νησί όλο και περισσότερες μέρες για να ακούει το πανέμορφο τραγούδι της.

Κάποια στιγμή αυτοί κουράστηκαν να περιμένουν και διαμαρτυρήθηκαν. Τότε η γοργόνα χάρισε στον Οδυσσέα ένα μαγικό κοχύλι, το οποίο μόλις το ακουμπούσε στο αυτί του μπορούσε να ακούσει το τραγούδι της. Και έτσι αυτός πείστηκε επιτέλους να αναχωρήσει από το νησί.

Κάποια μέρα όμως που βρισκόταν στο κατάστρωμα του καραβιού και είχε κολλήσει το κοχύλι στο αυτί του, φύσηξε δυνατός άνεμος και έγινε τρικυμία μεγάλη, με αποτέλεσμα το κοχύλι να του πέσει στην θάλασσα. Αυτός έκλαιγε μέρα - νύχτα, χωρίς να μπορεί κανείς να τον παρηγορήσει. Τότε η γοργόνα παρουσιάστηκε στον ύπνο του και του έδωσε την λύση: του είπε πως θα μπορούσε να συνεχίσει να ακούει το ίδιο μαγευτικό τραγούδι από οποιοδήποτε άλλο κοχύλι.

Από τότε φημολογείται ότι αν κάποιος βάλει στο αυτί του ένα οποιοδήποτε απλό κοχύλι, μπορεί να ακούσει την ίδια μαγευτική μελωδία που άκουσε ο Οδυσσέας από την γοργόνα.

Το αρχέτυπο της γοργόνας το συναντάμε και σε ένα μικρό ξωκλήσι της Λέσβου την Σκάλα Συκαμινιάς, υπάρχει μία παράξενη και συνάμα μοναδική απεικόνιση της Παναγιάς ως Γοργόνας. Από την μέση και πάνω έχει την συνηθισμένη μορφή της Παναγιάς, ενώ από την μέση και κάτω έχει σώμα ψαριού, όπως και οι γνωστές από τους θρύλους και τις παραδόσεις γοργόνες. Στο ένα χέρι κρατάει ένα καΐκι, ενώ στο άλλο το σύμβολο του Ποσειδώνα, μία τρίαινα, ως προστάτιδα προφανώς των ναυτικών..

Ο Στράτης Μυριβήλης (1890-1969) εμπνέεται τη  προαναφερθείσα  τοιχογραφία Παναγία Γοργόνα, που υπήρχε στο εκκλησάκι και παρουσίαζε την Παναγία με ουρά γοργόνας, έργο άγνωστου λαϊκού ζωγράφου. Τη φήμη του, όμως, την οφείλει στο ομότιτλο έργο του Μυριβήλη. Το μυθιστόρημα «Η Παναγιά η Γοργόνα» που δημοσιεύτηκε σε μια πρώτη μορφή το 1939 αρχικά με τον τίτλο «Η Παναγιά η Ψαροπούλα», παρουσιάζει τη ζωή ανθρώπων του νησιού και των Μικρασιατών προσφύγων που κατέφυγαν εκεί.

Ο  Μυριβήλης στο έργο αυτό προσπαθεί να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα περισσότερο ποιητική και εξωπραγματική. Αυτή την άποψη υποστηρίζει στη μελέτη της και η Ana Chikovani ότι «ο πολιτισμένος άνθρωπος διατηρεί, αν και ασυνείδητα, εκείνες τις αρχαϊκές ή πρωτογονικές περιοχές της γνώσης που είχε περιχαρακώσει με τρόπο έμμεσο μέσα στη λαογραφία».

Η ίδια υποστηρίζει ότι στο λογοτεχνικό έργο του 20ού αιώνα προχριστιανικές δοξασίες συνενώνονται με την ελληνική θρησκεία και το σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό . Η ψαρογυναίκα αναμείχθηκε και με ένα ιερό πρόσωπο της Χριστιανικής πίστης, την Παναγία ως σύμβολο ευσέβειας για τους χριστιανούς και φόβου για τους αντικείμενους εχθρούς.

Με μια άλλη ανάγνωση του μυθιστορήματος, η Παναγία πάνω στους βράχους σαν γοργόνα είναι εκείνη που σώζει τους κατατρεγμένους πρόσφυγες της μικρασιατικής καταστροφής και με την τρίαινα τους προστατεύει από όλους τους εχθρούς.

Ο Μυριβήλης έτσι περιγράφει την εικόνα:

«Σαν ήρθε η ώρα της παρτέντζας, πήρε στη ράχη το μπογαλάκι με τα σύνεργα του, έκοψε με αλύγιστη καρδιά την πρυμάτσα της αραξιάς του και χάθηκε. Όμως απόμεινε πίσω τ’ όνομά του, απόμεινε ακόμα, αύτη πάνω απ’ όλα, μια παράξενη ζουγραφιά, που την άφησε στορισμένη πάνω στον τοίχο της μικρής εκκλησίας.

Στέκεται κει ως τα σήμερα, μισοσβησμένη από τον αγέρα και τ’ αλάτι της θάλασσας, και είναι μια Παναγιά, η πιο αλλόκοτη μέσα στην Ελλάδα και σ’ όλο τον κόσμο της χριστιανοσύνης […].Το κεφάλι της είναι έτσι όπως το ξέρουμε από τις τοιχογραφίες της Πλατυτέρας. Πρόσωπο μελαχρινό, ψιλοσήμαδο, συσταζούμενο στην έκφρασή του.

Έχει στρογγυλό πηγούνι, μυγδαλωτά μάτια και μικρό στόμα. Έχει βυσσινί μαφόρι ως το κούτελο, έχει και το κίτρινο τ’ αγιοστέφανο γύρω στο κεφάλι, όπως όλα τα κονίσματα. Μόνο που τα μάτια της είναι πράσινα και υπερφυσικά πλατιά. Όμως απ’ την μέση και πέρα είναι ψάρι με γαλάζια λέπια και στα χέρια της βαστά ένα καράβι απ’’ τη μια, κι απ’ την άλλη ένα τρικράνι, σαν κι αυτό που κρατά ο αρχαίος θεός της θάλασσας ο Ποσειδώνας».

Ο Παναγιώτης Μαστροδημήτρης προσλαμβάνει διαφορετικά την εικόνα τονίζοντας ότι:

 «η Παναγιά η Γοργόνα είναι το κεντρικό σύμβολο της σύνθεσης των διαφορετικών εμπειριών και δυνάμεων που προέκυψαν μέσα από αυτόν τον πολιτισμό, έτσι όπως την ζωγραφίζει ο Καπτά Λιάς, στον τοίχο της εκκλησίας».

Μια από τις ηγεμονικές γυναικείες θεότητες των κυμάτων που βρίσκονται στους αρχαίους μύθους του Αιγαίου συγχωνευμένη στην χριστιανική πίστη, όπου οι νησιώτες εξέφραζαν τις ευχές και τις δεήσεις για καλό ταξίδι των ναυτικών του τόπου. Όσον αφορά την έμπνευση του αγιογράφου, ο Μυριβήλης, εμπλέκει την αρχαία Eλληνική εκδοχή γέννησης της Αθηνάς, από το κεφάλι του πατέρα της Δία.

Αναφέρει χαρακτηριστικά:

«Και κανείς δεν στοχάστηκε πως εκείνη τη μέρα μέσα από το κεφάλι του γεροκοσμοκαλόγερου (του ζωγράφου), όπως μέσα από το κεφάλι του Δία, πήδηξε και στυλώθηκε πάνω στο μοναδικό θαλλασόβραχο του αιγαιοπελαγίτικου νησιού μια καινούρια Ελληνική θεότητα, που έδεσε με τον πιο θαυμαστό τρόπο όλες τις εποχές και όλο το νόημα της φυλής. Μιας φυλής που ζει και αγωνίζεται με τα στοιχειά και με τις φουρτούνες του κόσμου, η μισή στη στεριά κι η μισή στη θάλασσα, με το ινί και με την καρίνα, πάντοτε κάτω από μια θεότητα πολεμική, θηλυκιά και παρθένα»..!

Στοιχεία αντλήθηκαν από την Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία της Κωνσταντίας Γιουβανούδη «Η γοργόνα στην Παιδική Λογοτεχνία: Από τη λαϊκή παράδοση και τη μυθολογία στο σύγχρονο παραμύθι». Παν. Ιωαννίνων.