Κυριακή 9 Ιουνίου 2024

Η θεολογία των αρχαίων Ελλήνων από τον Όμηρο έως τον Πλωτίνο.

 


Το θέμα είναι δύσκολο να αναπτυχθεί σε ένα μικρό άρθρο. Παρόλα αυτά, θα μπορούσαμε να σημειώσουμε πως (και) στον Ελληνικό χώρο, η πρώτη θεότητα που κυριαρχεί, είναι η μεγάλη μητέρα, η Πότνια θέα των θηρίων και των όφεων. Οι χθόνιες θεότητες κυριαρχούν αρχικά, έως ότου σταδιακά με την πατριαρχία αναπτύσεται και τελικά επικρατεί το Ολύμπιο πάνθεο.

Ο Ομηρικός άνθρωπος πιστεύει ότι οι ανθρωπόμορφοι θεοί επεμβαίνουν εξ’ αποστάσεως στις υποθέσεις των ανθρώπων. Έχει μια αβασάνιστη πίστη σε μια μοίρα, η οποία μπορεί εύκολα να διορθωθεί με την επέμβαση των θεών.

Η θρησκευτικότητα του Ομηρικού Έλληνα συνίσταται στην πίστη ότι ο σκοπός του ανθρώπου εκπληρώνεται στον κόσμο, και όχι πέρα από αυτόν, δηλαδή στον δεδομένο αυτόν κόσμο που είναι και ο χώρος των θεών.

Στην αρχαία Ελλάδα γενικότερα δεν επικράτησε μία οργανωμένη θρησκεία με ενιαίο αλάθητο εξ αποκαλύψεως δόγμα και γι’ αυτό η σωστή άποψη είναι, ότι οι Έλληνες δεν είχαν καμία θρησκεία (όπως την γνωρίζουμε και κατανοούμε σήμερα), αλλά μάλλον μία πατροπαράδοτη ευσέβεια (όπως την περιέγραφαν και οι ίδιοι οι Έλληνες εξάλλου) διάχυτη από ποικίλες αντιλήψεις περί των θεών που άλλαζαν από εποχή σε εποχή, ενώ αργότερα αυτό που ονομάζουμε σήμερα «θεολογία» έγινε αντικείμενο της φιλοσοφικής έρευνας χωρίς όμως ποτέ να ισχυριστεί κανείς από τους φιλοσόφους ότι κατείχε «θεία φώτιση» όταν διατύπωνε τις απόψεις του περί του Θείου.

Κατά τον 7ο και 6ο αι. π.Χ. οι παλαιότερες αντιλήψεις για τους θεούς, ότι ήταν βίαιες φυσικές δυνάμεις, υποχώρησαν και επικράτησε η «νέα» αντίληψη ότι οι θεοί αποτελούν ηθικές δυνάμεις και αξίες του Ελληνικού κόσμου.

Η αντίληψη αυτή των θεών ως ηθικών δυνάμεων είχε ως συνέπεια ότι οι άνθρωποι αισθάνονταν πολύ πιο έντονα από όσο πριν την απόσταση από το Θείον. Εκείνος που επιδιώκει να εξομοιωθεί με το Θείον, ή να εμφανιστεί ως συνομιλητής, ομοτράπεζός ή τέκνο τους, ασκεί Ύβριν (αλαζονεία) και προκαλεί τον φθόνο των θεών.

Οι μύθοι, και τα κατά τόπους μυστήρια διαδραματίζουν καταλυτικό ρόλο στην θρησκευτική πίστη των Ελλήνων, και εισάγουν τον μυστικισμό, και την πίστη στην μετά θάνατον ζωή.

Την ίδια περίπου εποχή (γύρω στον 7ο αιώνα π.Χ), εμφανίστηκε μία «αίρεση» εντός των ορίων του Ελληνισμού, η οποία αποπειράθηκε για κάποιο διάστημα να αντικαταστήσει την πατροπαράδοτη ελευθεροφροσύνη στις αντιλήψεις περί των θεών με την εισαγωγή δόγματος. Ήταν η τάση του Ορφισμού, για την οποία ο Ulrich Wilcken γράφει:

«Με τον δογματικό αυτό καθορισμό ενός θεολογικού συστήματος, η Ορφική θρησκεία βρίσκεται σε αντίθεση με τις φιλελεύθερες (και στο θρησκευτικό πεδίο) αντιλήψεις των Ελλήνων και θυμίζει περισσότερο τις θρησκείες ‘εξ αποκαλύψεως’ της Ανατολής».

Για τον Ξενοφάνη τον Κολοφώνιο (570 π.Χ. – 480 π.Χ)., οι Θεοί είναι ξεκάθαρα ανθρώπινες επινοήσεις, καθώς αυτοί λαμβάνουν το χρώμα, τα χαρακτηριστικά και τις συνήθεις των ανθρωπων, ανά τόπο, χρόνο και φυλή. Με μια αρκετά μεγάλη δόση σαρκασμού, ο Ξενοφάνης παρατηρεί πως αν τα άλογα μπορούσαν να σχεδιάσουν τους Θεούς τους, θα τους φιλοτεχνούσαν με τη μορφή αλόγου.

Στον Ηρόδοτο (2.52), διαβάζουμε:

«Παλαιότερα, οι Πελασγοί (οι παλαιότεροι αυτόχθονες κάτοικοι του Ελληνικού χώρου), έκαναν όλες τις θυσίες τους, επικαλούμενοι τους θεούς (θεοίσι επευχόμενοι) … χωρίς να τους δίνουν ούτε όνομα ούτε προσωνυμία, διότι ποτέ δεν είχαν ακούσει τέτοιο πράγμα. Τους ονόμασαν γενικά «θεούς», επειδή αυτοί έθεσαν τάξη στο σύμπαν (κόσμω θέντες)».

Εδώ η λέξη «θεός» σχετίζεται με το ρήμα «τίθημι» (θέτω, τοποθετώ). Άρα, «θεός» είναι αυτός που «θέτει» σε τάξη το σύμπαν.

Οι Ίωνες φιλόσοφοι δεν θα αρνηθούν το Θείον, αλλά θα το επαναπροσδιορίσουν φυσικά και θα αποπειραθούν να απομακρύνουν τα ιερατεία από την όποια ανάμιξη στην πολιτική διοίκηση των πόλεων.

Οι Ίωνες φιλόσοφοι αξίωναν, «πλήρη πνευματική ελευθερία. Αυτό ήταν το μεγάλο επίτευγμα των Ιώνων φυσικών φιλοσόφων, που κατέστησαν έτσι για πρώτη φορά δυνατή την επιστημονική σκέψη.

Το επίτευγμα αυτό των Ιώνων φιλοσόφων αποτελεί ορόσημο στην ιστορία της ανθρωπότητος, γιατί κανείς ως τότε δεν είχε συλλάβει την έννοια της επιστήμης. Προς οικονομία χρόνου θα αναφερθούμε σε πέντε μόνο φιλόσοφους.

Ο Ηράκλειτος (6ος με 5ο π.Χ.), θεμελίωσε την άρνηση της μεταφυσικής, που αποτέλεσε από εκείνον και μετά κοινή παραδοχή όλων των Ελληνικών φιλοσοφικών σχολών.  Αρνήθηκε τον μεταφυσικό θεό δημιουργό του σύμπαντος με τα εξής λόγια, που τείνει να επαληθεύσει και η τελευταία λέξη της επιστήμης:

«Τον κόσμο αυτό, που είναι ίδιος για όλους, δεν τον έπλασε κανείς, ούτε θεός ούτε άνθρωπος, αλλά υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει πάντα: είναι μια φωτιά αιώνια ζωντανή που ανάβει και σβήνει σύμφωνα με ορισμένα μέτρα» («Περί Φύσεως»).

Μητρόδωρος ο Λαμψακηνός (5ος αιώνας π.Χ.) που προσπάθησε να ερμηνεύσει αλληγορικά τα ομηρικά έπη, στα οποία τα υπεράνθρωπα έργα των θεών γίνονταν αντιληπτά από τους πολλούς ως πραγματικά γεγονότα.

Ο Διογένης ο Απολλωνιάτης (μέσα 5ου αιώνα π.Χ.) μίλησε για άπειρους κόσμους, είπε πως το σύμπαν είναι άπειρο αλλά ο κόσμος μας πεπερασμένος και ασχολήθηκε με την ανατομία.

Ο Λεύκιππος (δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ.) που θεωρείται ο εισηγητής της ατομικής θεωρίας.

Επίσης, ο Μητρόδωρος ο Χίος, που είπε πως «το σύμπαν είναι αιώνιο, διότι, αν υπέκειτο σε γένεση, θα προερχόταν από το μη ον». Μίλησε για άπειρους κόσμους στο σύμπαν, είπε πως ο ήλιος είναι πύρινος, υποστήριξε ότι η σελήνη φωτίζεται από τον ήλιο και αρνήθηκε τις εξ αποκαλύψεως αλήθειες λέγοντας:

«κανείς δεν γνωρίζει τίποτα, αλλά κι αυτά, που νομίζουμε ότι ξέρουμε, δεν τα ξέρουμε ακριβώς».

Οι επτά σοφοί με τα ηθικά γνωμικά τους, όπως «γνώθι σεαυτόν», «μηδέ άγαν», «μέτρον άριστον» κ.α. (τα οποία είχαν χαραχθεί στον πρόναο του δελφικού Ιερού) έβαλαν τις βάσεις της Ορθής Λογικής Σκέψης, η οποία πλέον διατυπώνεται από ανθρώπους που τα σκέφτηκαν από μόνοι τους, και όχι από θεόπνευστους.

Έτσι, πλέον, στις Ελληνικές κοινωνίες όποιος επιχειρήσει να ισχυριστεί ότι εκφράζει το θέλημα του Θείου, ότι είναι τέκνο θεού, ή θεός ο ίδιος θα θεωρείται υβριστής.

Με αυτόν τον τρόπο η θεοκρατία θα ακυρωθεί ως υβριστική απέναντι στο ίδιο το Θείον. Η σύλληψη της ιδέας είναι μεγαλειώδης. Δεν αναλαμβάνει η δημοκρατία ή η προοδευτική διανόηση να συγκρουστεί απευθείας με τη θεοκρατία, αλλά βάζει τους ουράνιους θεούς να την καταργήσουν.

Οι Έλληνες τηρώντας το ηθικό παράγγελμα «μελέτη το παν», ερευνούσαν και τα περί των θεών με οδηγό τους τον Ορθό Λόγο, όπως σημειώνει ο αρχιερέας των Δελφών Πλούταρχος:

«Για τούτο η αναζήτηση της αλήθειας, και μάλιστα αυτή που αναφέρεται στους θεούς, είναι έντονη ορμή προς τη θεότητα. Η σχετική μάθηση και η έρευνα είναι όμοια κατά κάποιο τρόπο με ανάληψη ιερών καθηκόντων και έργο ιερότερο από κάθε θρησκευτική αποχή, από κάθε υπηρεσία στους ναούς και ταιριάζει κατ’ εξοχήν στη θεά την οποία εσύ υπηρετείς, που είναι εξαιρετικά σοφή και φίλη της σοφίας, όπως φαίνεται να σημαίνει και το όνομά της, μια και της ταιριάζει περισσότερο από καθετί η γνώση και η επιστήμη» («Περί Ίσιδος και Οσίριδος», 351E).

Και επισημαίνει πως η επιστημονική έρευνα γύρω από το Θείον είναι πολύ πιο ιερή από τις νηστείες και τις ιερουργίες, τα λιβάνια, τα άμφια και τις υμνωδίες, «έργο ιερότερο από κάθε θρησκευτική αποχή, από κάθε υπηρεσία στους ναούς».

Ενώ παρακάτω στο ίδιο κείμενο ο Πλούταρχος υπογραμμίζει πως για τα θέματα που άπτονται της ορθής αντίληψης του Θείου οφείλουμε, «να πάρουμε από τη φιλοσοφία τον (ορθό) λόγο ως μυσταγωγό και να σκεφτόμαστε οσίως καθετί απ’ όσα λέγονται και γίνονται στις τελετές, για να μην κάνουμε κι εμείς λάθος, αντιλαμβανόμενοι όσα όρισαν οι νόμοι για τις θυσίες και τις γιορτές αλλιώς».

Ο Πλάτων είναι αυτός ο οποίος εισάγει τον κόσμο των ιδεών, αλλά και την μεταφυσική στον Ελληνικό κόσμο. Ο άνθρωπος δια μέσω της αρετής, της φιλοσοφίας και του Θείου έρωτος, μπορεί να έρθει σε επαφή με το Θείο. Στον Πλάτωνα όμως και ανάλογα το έργο και την ηλικία του, βρίσκουμε διαφορετικές αναφορές περί των Θεών.

Στον Πλατωνικό διάλογο, Κρατύλος (397c), λ.χ διαβάζουμε:

«… οι πρώτοι άνθρωποι, που εγκαταστάθηκαν κ’ έζησαν στην Ελλάδα, λάτρευαν μόνο αυτούς τους θεούς, που τώρα ακόμα πολλοί βαρβαρικοί λαοί λατρεύουν, δηλ. τον ήλιο, τη σελήνη, τη γη, τ’ άστρα και τον ουρανό.Επειδή λοιπόν έβλεπαν ότι όλ’ αυτά κινούνταν με ταχύτητα και πάντοτε έτρεχαν (αυτά ορώντες πάντα αεί ιόντα δρόμω και θέοντα), από αυτή τη σημασία του «θέω», θεούς τους ονόμασαν».

Δια μέσω του Σωκράτη η λέξη «θεός» σχετίζεται με το ρήμα «θέω» (τρέχω). Άρα, «θεός» είναι αυτός που «θέει» (τρέχει).

Στον Τίμαιο (39e-42e), ο Πλάτων δίνει μια αιρετική ερμηνεία για τους Θεούς, και την Θεότητα που προηγείται αυτών. Αναφέρει χαρακτηριστικά:

«Θεοί θεών, που εγώ δημιούργησα και γέννησα, θα είστε άφθαρτοι όπως τα έργα μου, όσο θέλω να υπάρχετε και να μην εξαφανιστείτε. Ό,τι είναι συναρμολογημένο μπορεί να λυθεί, αλλά αυτός που θα επιχειρήσει να χαλάσει κάτι φτιαγμένο σωστά ασφαλώς κάνει κακή πράξη.

Επομένως κι εσείς, επειδή ακριβώς γεννηθήκατε κάποτε, δεν είστε ούτε αθάνατοι ούτε άφθαρτοι. Δεν θα φθαρείτε όμως ποτέ ούτε θα υποκύψετε στον θάνατο, γιατί με τη θέλησή μου διαθέτετε δεσμό πολύ μεγαλύτερο και στερεότερο από εκείνους με τους οποίους συνδεθήκατε κατά τη στιγμή της γέννησής σας.

Ακούστε λοιπόν τι έχω να σας πω. Απομένουν αγέννητα ακόμη τρία θνητά γένη, που αν δεν δημιουργηθούν ο κόσμος δεν θα είναι τέλειος, καθώς θα του λείπουν πολλά είδη πλασμάτων. Πρέπει λοιπόν να δημιουργηθούν, αν θέλουμε να είναι απόλυτα τέλειος.

Αν αυτά τα γένη γίνουν από μένα και τους δώσω εγώ ζωή, θα είναι ίδια με τους θεούς. Για να γίνουν θνητά και για να είναι το σύμπαν πραγματικό σύμπαν, πρέπει ν’ αναλάβετε εσείς, όπως προστάζει η φύση, να δημιουργήσετε τα ζωντανά πλάσματα, έχοντας για παράδειγμα τη δική μου ενέργεια, όταν σας δημιούργησα.

Θα σπείρω όμως, και θα προετοιμάσω και θα σας παραδώσω εκείνο το μέρος τους που πρέπει να χαρακτηρίζεται αθάνατο, να θεωρείται θείο και να επιβάλλεται σε όσα θέλουν να υπακούουν πάντα στη δικαιοσύνη και σε σας τους ίδιους.

Όσο για το υπόλοιπο, φτιάξτε το εσείς συνδυάζοντας το θνητό με το αθάνατο, δημιουργήστε ζωντανά όντα, θρέψτε τα για να μεγαλώσουν και, όταν πεθάνουν, πάρτε τα πάλι πίσω».

Για τον Αριστοτέλη Θεός είναι το πρώτο κινούν. Στο σύμπαν όλα κινούνται (τα πάντα ρει και ουδέν μένει – Ηράκλειτος). Ακόμη και το ίδιο το σύμπαν βρίσκεται σε διαρκή κίνηση.

Ποιος όμως κινεί το σύμπαν; Το κινεί ένας πρώτος ακίνητος κινητήρας (πρώτον κινούν ακίνητον). Ο πρώτος αυτός κινητήρας πρέπει να είναι άυλος (ούκ έχει ύλην το πρώτον) και αόρατος. Δήλον ότι ο κινητήρας αυτός είναι ο «θεός»! (Μετά τα φυσικά, 1071b – 1074a).

Για τους Στωικούς φιλοσόφους, οι Θεοί εφορεύουν στην τάξη του Κόσμου και αποτελούν πληθύνσεις μίας αρχικής πολυώνυμης θείας οντότητας, «ζώου λογικού, τελείου και νοερού», που εισδύει παντού και παίρνει τα χαρακτηριστικά του κάθε στοιχείου με το οποίο έρχεται σε επαφή.

Νόμος όλων των πραγμάτων είναι η Ειμαρμένη, μία ταυτόχρονα φυσική και θεϊκή οργανωτική δύναμη του Κόσμου, που αποτελεί τον Λόγο και την νομοτέλεια του Παντός, δύναμη που διατηρεί και διατηρείται κυβερνώντας και περιλαμβάνοντας τα ενάντια.

Ο άνθρωπος και κάθε τι, συνδέεται με το Αιώνιο Όλον και τον Θεό, μέσω μίας εσωτερικής προσωπικής θεότητος, του λεγομένου «Δαίμονος Εαυτού». Ο «Δαίμων Εαυτού» είναι ο σύνδεσμος της ψυχής μας με την Ψυχή του Παντός, με τον Αιώνα του Όλου.

Για τους Επικούρειους οι Θεοί δεν ασχολούνται με τις ανθρώπινες υποθέσεις, και ο άνθρωπος δεν πρέπει να φοβάται τόσο τους θεούς όσο και τον θάνατο. Ο Επίκουρος λοιπόν, αναφέρει τα παρακάτω περί της γνώσεως των Θεών:

«Κατ΄ αρχήν τον Θεό να τον θεωρείς σαν ένα ον άφθαρτο και μακάριο, όπως μας τον παρουσιάζει η κοινή σε όλους μας παράστασή του και να μην του αποδίδεις ιδιότητες και συμπεριφορές που είναι ξένες προς την αφθαρσία και αταίριαστες στην μακαριότητά του » (ΔΛ Ι.123).

Οι Θεοί βέβαια υπάρχουν διότι η γνώση που έχουμε γι΄αυτούς είναι εναργής , ξεκάθαρη, ολοφάνερη, διαχρονική και καθολική. Η ενάργεια επιβεβαιώνεται από την κοινή παράσταση που έχουν οι άνθρωποι για τους Θεούς, η οποία παρέχεται με την νόηση.

Ο Επίκουρος λέει ότι οι θεοί είναι «λόγω θεωρητοί» , δηλ γίνονται αντιληπτοί όχι π.χ. με την όραση ή με την αφή, αλλά με την σκέψη. Η ενάργεια εκπορεύεται από την ίδια τη Φύση, από τα βάθη των αιώνων. Κάτι αντίστοιχο μας λέει και ο Ευριπίδης στις Βάκχες «Μάταιος ο κόπος να ζητάς ποια είναι η ουσία των θεών» (Κύριαι Δόξαι, I).

Η τελευταία αναλαμπή της Ελληνικής φιλοσοφίας αλλά και θεολογίας, κατατίθεται με τον Νεοπλατωνισμό, και τον κυριότερο αντιπρόσωπο του τον Πλωτίνο. Ο Πλωτίνος κατάφερε για πρώτη φορά να ενσωματώσει την φιλοσοφία του Πλάτωνος σε πιο εκτενείς μεταφυσικές έννοιες και νοήματα. 

Αυτός αναγνωρίζει το Εν σαν μια υπερύπαρξη. Το Εν βρίσκεται πάνω από κάθε ιδιότητα και κατηγορία. Από αυτό το Εν ως θεϊκή αρχή και υπερύπαρξη, προέρχεται το πάν μέσω απορροιών διαδοχικά υποβιβαζόμενων.

Από το Εν που βρίσκεται πάνω από κάθε κατηγορία πηγάζει ο Λόγος, ο οποίος αντιστοιχεί στο ενιαίο σύνολο του στις Πλατωνικές Ιδέες. Ο Λόγος είναι ένα μη ακριβές αντίγραφο του Ενός. Μέσω του Λόγου το Εν αρχίζει να διαφοροποιείται με την έννοια του πολλαπλασιασμού. Από τον Λόγο απορρέει με την σειρά του η ψυχή του κόσμου ή ο δημιουργός. Μέσω άλλων παρεκκλίσεων φθάνει κατόπιν στην συγκεκριμένη υλικότητα του κόσμου.

Η κοσμογονική διαδικασία θα παριστάνετο λοιπόν ως μια πορεία μοιραίας παρακμής και κατάπτωσης, και οι απόρροιες ως τα όλο και πιο ατελή παιδιά του υπέρτατου Ενός. Τι σκοπό έχει ο άνθρωπος σε αυτό το σύμπαν που φτιάχτηκε κατ’ εικόνα και ομοίωση μιας γιγάντιας κατιούσας κλίμακας; Ο προορισμός του ανθρώπου θα ήταν να ανέβει εκ νέου το επικλινές της παρακμής, να αναζητήσει την οδό της επιστροφής, και να γίνει όσον το δυνατόν όμοιος με το Εν, με τον Θεόν.

Μια τέτοια ομοίωση ή ακόμα μια ένωση με τον Θεό δεν είναι μια απλή θεωρητική βούληση. Ο άνθρωπος πρέπει να φτάσει πραγματικά στην κατάσταση αυτή, σύμφωνα με την άποψη του Πλωτίνου, όχι μόνο μετά θάνατον αλλά και στην ζωή αυτή μέσω της λεγομένης «καταστάσεως της εκστάσεως».

Απαραίτητη προϋπόθεση των εκστατικών καταστάσεων αποτελεί φυσικά η ηθική τελείωση, η σταδιακή αποξένωση του ανθρώπου από κάθε υλική ατέλεια, δηλαδή η τελείωση που αποκτάται μέσω της ασκητικής ζωής.

Για τον Πλωτίνο αποτελούσε όνειδος το ότι είχε σώμα και ο μεγαλύτερος πόθος του ήταν η «έκστασις». Στην μυστικιστική κατάσταση της ένωσης του ανθρώπου με τον Θεό ο άνθρωπος έφτανε μόνο με την βαθμιαία άνοδο του από τον υλικό κόσμο σε εκείνον των Ιδεών και από εκεί στην ύπαρξη του Ενός.

Αυτός είναι ο πρώτος μεταφυσικός μυστικισμός με Eλληνο-Ευρωπαϊκό χαρακτήρα.

Πηγές:

🔗"Σχέσεις Πολιτείας, Φιλοσοφίας και Ιερατείου στην αρχαία Ελλάδα", Στέφανος Μυτιληναίος, tribune.gr

🔗"Ο μυστικισμός στην αρχαία Ελλάδα", άρθρο του φίλου και συνεργάτη Κωνσταντίνου Τσοπάνη, Δρ. Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκευμάτων.

Σάββατο 9 Μαρτίου 2024

Φριτιλλάρια (Fritillaria graeca), ο μύθος.

 


Στην αρχαία Ελληνική μυθολογία, δεν υπάρχει σχετικός μύθος για την Φριτιλλάρια. Εμπνεόμενος, από το όμορφο φυτό και τις αντίστοιχες μυθολογικές ιστορίες του Οβίδιου στις «μεταμορφώσεις», συνέθεσα εγώ μια μικρή μυθολογική ιστορία, στα πρότυπα των προγόνων μας.

Η Φριτιλλάρια ήταν μια πανέμορφη ιέρεια του Απόλλωνος στην αρχαία Ελλάδα. Σύζυγος της ήταν ο Όνειρος, φημισμένος αθλητής της δισκοβολίας, με καταγωγή από την Λήμνο, όμορφος σαν το θεό που υπηρετούσε η Φριτιλλάρια τον Απόλλωνα, και ρωμαλαίος σαν το Ηρακλή.

Το όμορφο ζευγάρι ήθελε να αποκτήσει ένα αγόρι, το οποίο θα ξεπερνούσε κάθε άλλο στην ομορφιά και την ρώμη. Όταν η Φριτιλλάρια, βρέθηκε σε ενδιαφέρουσα κατάσταση, θαύμαζε σκοπίμως καθημερινά το άγαλμα του θεού, ευχόμενη να της χαρίσει ο Απόλλων, ένα αγόρι τόσο όμορφο, όσο ο Θεός που θαύμαζε, αγαπούσε και υπηρετούσε.

Ο καιρός πέρασε και η Φριτιλλάρια, όντως γέννησε ένα πανέμορφο αγόρι, στον οποίο έδωσαν το όνομα Απολλόδωρος, εφόσον ήταν τον δώρο του Απόλλωνα σε αυτή και τον σύζυγο της, Όνειρο.

Ο Θεός Απόλλων προίκισε όντως τον γιο της με απίστευτη σωματική και πνευματική ομορφιά. Όταν ο Απολλόδωρος έφτασε στην εφηβεία, η φήμη του για την ομορφιά και την σωματική του ρώμη ξεπέρασε τα όρια της Λήμνου.

Η Φριτιλλάρια ένοιωθε τόσο περήφανη για τον Απολλόδωρο, που έφτασε στο σημείο να υπερηφανευτεί πως ο γιός της ξεπέρασε σε ομορφιά ακόμα και τον ίδιο τον Θεό Απόλλωνα.

Η αυθάδης και αλαζονική αυτή στάση της απέναντι στον Απόλλωνα, επέφερε την οργή του Θεού. Στην αρχαία Ελλάδα εξάλλου, η ύβρις επέφερε πάντα την Νέμεση. Ο θεός Απόλλωνας, εκτός από Θεός του Φωτός, της μουσικής των τεχνών και της θεραπείας, είχε και το προσωνύμιο «Απολλύων», ο καταστροφέας δηλαδή.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα σκληρή τιμωρία του Απόλλωνος στον Μαρσύα ο οποίος γδάρθηκε ζωντανός, ως τιμωρία για την Ύβρι που διέπραξε να προκαλέσει θεό Απόλλωνα στην μουσική τέχνη. Η Φριτιλλάρια μέσα στην υπερηφάνεια της το παρέβλεψε αυτό.

Ο Απόλλων έστειλε με τα βέλη του ανίατη ασθένεια στον Απολλόδωρο. Ο νέος μαράζωσε, το κάλλος και το σφρίγος του χάθηκαν από το άλλοτε υπέροχο κορμί του.

Η Φριτιλλάρια κατάλαβε το λάθος της, ικέτευε τον Θεό για συγχώρεση, και τον παρακαλούσε να πάρει την δική της ζωή, αντί του μονάκριβου γιού της, αλλά ήταν πλέον αργά.

Η ύβρις είχε συντελεστεί, η Φριτιλλάρια είχε υπερβεί τη θνητή της φύση, θεωρώντας πως ο γιός της ένας θνητός, είχε εξομοιωθεί με τους θεούς. Ο Απολλόδωρος πέρασε τελικά τις πύλες του Άδη, με αποτέλεσμα η μητέρα του να αρνηθεί την ίδια της την ζωή.

Η Φριτιλλάρια σκυμμένη πάνω από το μνήμα του νεκρού της γιού, αργοπέθαινε βασανιστικά αρνούμενη να κοιμηθεί, να φάει και να πιεί οτιδήποτε. Ο θεός Απόλλωνας τελικά την λυπήθηκε και την μεταμόρφωσε στην ομώνυμη όμορφη μικρή τουλίπα που ανθοφορεί την άνοιξη, και γέρνει πάντα το άνθος της προς το έδαφος, μοιρολογώντας για τον χαμένο της γιό...

📷 Φριτιλλάρια η Ελληνική, με την πρωινή υγρασία. Την συναντάμε αυτή την εποχή. Ένα όμορφο ενδημικό και απειλούμενο βολβώδες φυτό (με άσχημο άρωμα), το οποίο συγγενεύει με τις τουλίπες. Το άνθος της στρέφεται προς τη γη, ενώ οι ανθήρες της είναι κιτρινωποί.


Φωτογραφία, μυθοπλασία, Χ.Β , «Μ.Μ».

Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2024

Η Οδός Ερμού των Αθηνών, οι Βαυαροί, και η Νεο Ελληνική τέχνη.

Η Αθήνα το 1833 μετά την απελευθέρωσή της από τους Οθωμανούς, ήταν μία μικρή κωμόπολη γύρω από τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης, η οποία αριθμούσε περίπου  4.000 κατοίκους, με περίπου 150 μικρές φτωχές κατοικίες, πολλά χαλάσματα και ερείπια. 

Στις 30 Σεπτεμβρίου 1834 υπογράφηκε το Βασιλικό Διάταγμα για την μεταφορά της πρωτεύουσας από το Ναύπλιο στην Αθήνα. Ο φιλέλληνας πατέρας του νεαρού Γερμανού βασιλιά (βασιλιάς της Βαυαρίας, Λουδοβίκου Α’ 1786-1868) ) Όθωνας (1815-1867), ανέθεσε την ανοικοδόμηση της Αθήνας στον Βαυαρό Εδουάρδο Σάουμπερτ (Eduard Schaubert, 1804-1864), και τον μαθητή τ ου Έλληνα αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη (1802 -1862), με αυστηρή εντολή να μη καταστραφούν οι αρχαιολογικοί χώροι.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η σχέση των ποιμένων κατοίκων της Αθήνας, αυτό τον καιρό, με την αρχαία Ελλάδα ήταν ανύπαρκτη. Οι ακόλουθοι του Όθωνα αλλά και των ξένων περιηγητών, τονίζουν πως οι άνθρωποι που κατοικούν στην πάλαι ποτέ πρωτεύουσα της Δημοκρατίας και των τεχνών, δεν έχουν καμία πολιτισμική σχέση με την αρχαία Ελλάδα.

Οι περιγραφές των ξένων περιηγητών είναι χαρακτηριστικές.

«Στην Αθήνα δεν υπάρχει ούτε ένας χαραγμένος δρόμος, ούτε μια οδός, ενώ σε κάθε μας βήμα αναγκαζόμαστε να πατάμε πάνω σε σωρούς από πέτρες, σε τμήματα τοίχων και σε αρχαίες κολόνες», αναφέρει ο Ζοζέφ Φρανσουά Μισώ. Ο φον Μάουερ, αναφέρει επίσης:

«Οι άνθρωποι έμεναν είτε σε σπίτια είτε σε καλύβες αλλού χωμάτινες και αλλού φτιαγμένες από πέτρες που τις είχαν βάλει απλώς την μία πάνω στην άλλη».

Το πρώτο δίτροχο κάρο το έφερε ο ναύαρχος σερ Πουλτένεϊ Μάλκολμ τον χειμώνα του 1833, και εκατοντάδες κάτοικοι των Πατησίων έτρεξαν να το δουν από κοντά και να τα θαυμάσουν.

Οι Σάουμπερτ και Κλεάνθης, οι οποίοι κλήθηκαν το 1832 να εκπονήσουν το πρώτο πολεοδομικό σχέδιο της πρωτεύουσας, έθεσαν ως στόχο να υπάρξει σύνδεση της νέας πόλης με το ένδοξο παρελθόν των αρχαίων χρόνων, έτσι επιλέχθηκαν τοπωνύμια στους δρόμους τα οποία είχαν σχέση με την αρχαία Ελλάδα.

Με αυτό το σκεπτικό και με δεδομένο ότι εκείνα τα χρόνια ήταν η εποχή της ακμής του κλασικισμού, τα περισσότερα ονόματα των δρόμων που χαράχτηκαν ήταν αρχαιοελληνικής έμπνευσης (π.χ. Αιολική οδός - Αιόλου, Ερμαϊκή οδός - Ερμού, Αθηνάς, Αρείου Πάγου κ.ά.). Έως τότε, οι περισσότεροι δρόμοι ήταν ανώνυμοι και τα κτίρια προσδιορίζονταν ή βάσει του επωνύμου του ιδιοκτήτη, ή τοπόσημων ή των ορίων της ενορίας στην οποία βρίσκονταν.

Η οδός Ερμού όπως προαναφέρθηκε,  πήρε το όνομα του Θεού του εμπορίου, του Ερμή, καθώς εξαρχής ο συγκεκριμένος δρόμος, δημιουργήθηκε με το όραμα να γίνει ένας από τους κεντρικότερους εμπορικούς δρόμους της πόλης, όπου θα μπορούσαν να συγκεντρωθούν καταστήματα και υπηρεσίες που είχε ανάγκη η Αθήνα. Δε θα μπορούσε, λοιπόν, να μην έχει και ένα όνομα που να ταιριάζει σε αυτό. Και επιλέχθηκε να της δοθεί το όνομα του αγγελιαφόρο των Θεών και προστάτη του εμπορίου. Του Ερμή!

Στο αρχικό σχέδιο μάλιστα προβλεπόταν πως η Ερμού θα ήταν σε όλο το μήκος της ένας  φαρδύς, αλλά οι παρεμβάσεις δύο δημοτικών συμβούλων της εποχής που είχα εκεί οικόπεδα, αλλάζουν τη χάραξή της, ενώ ο αρχικός σχεδιασμός διατηρείται μόνο στην είσοδο της στη πλατεία Συντάγματος.

Τα χρόνια περνούν και η πόλη των Αθηνών γίνεται μία μεγάπολη, μία αφιλόξενη τσιμεντούπολη με το μικρότερο ποσοστό πρασίνου ανά κάτοικο στην Ευρώπη, με σχεδόν τον μισό πληθυσμό, της Ελλάδος να κατοικεί σε μία πόλη όπου σε τίποτα δεν θυμίζει το αρχαίο κλέος της,  εκτός από τα αρχαία ερείπια και τα ελάχιστα νεοκλασικά που δεν κατεδαφίστηκαν.

Η τέχνη, στην σύγχρονη Ελλάδα, ακολουθεί σύγχρονες φόρμες εφόσον το αρχαίο κλέος θεωρείται δεδομένο, παρότι η Ελλάδα δεν έχει αναδείξει επαρκώς την πολιτιστική της κληρονομιά η οποία αποτελεί και το συγκριτικό της πλεονέκτημα τόσο ιστορικά, πολιτισμικά, όσο και τουριστικά.

Σε αντίστοιχη με την δική μας εμπορική οδό Ερμού, για παράδειγμα στην Βουδαπέστη (οδοί Váci και Régiposta utca), υπάρχει σιντριβάνι με άγαλμα του Θεού Ερμή [φωτογραφίες 1, 2].




Εμείς αντίστοιχα στην δική μας οδό Ερμού, έχουμε δύο συνθέσεις διότι αγάλματα δεν θα μπορούσαμε να τα ονομάσουμε :

«Μία βουτιά στον κόσμο μας», έργο του Κυριάκου Ρόκου 2000. Ένα κουβάρι από δάχτυλα γόνατα και πέλματα, σε ένα παράξενο εναγκαλισμό. Εικόνες του κόσμου μας ( ; ), σύμφωνα με τον καλλιτέχνη! [Φωτογραφία 3η].


H «Αναδυομένη», έργο του του Δημήτριου Αρμακόλα 1975. Μια τεμαχισμένη γυμνή γυναικεία μορφή χωρίς χέρια και πόδια (μάλλον είναι αυτά που έχουν καρφωθεί στο προηγούμενο καλλιτέχνημα) σε στάση αποθέωσης, που πασχίζει να βγει από κάτι που μοιάζει με σκάλα, με μια πέτρινη βεντάλια και ένα δοκάρι όπου ξεκουράζεται ο χιτώνας της (διότι η γυμνή είναι αρχαία). [Φωτογραφία 4η].



H σύγχρονη τέχνη είναι φυσικά το ζητούμενο στις σύγχρονες κοινωνίες, αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν θα μπορούσαν σε κεντρικά σημεία της πόλης να υπάρχουν αγάλματα που να παραπέμπουν στην αρχαία ιστορία και μυθολογία. Ας μην ξεχνάμε πως τα σημεία αρχαιολογικού και ιστορικού ενδιαφέροντος αποτελούν πόλο έλξης των επισκεπτών της πόλης, εφόσον η σύγχρονη ιστορικής της ταυτότητα έχει σε μεγάλο βαθμό χαθεί.

Το παράδειγμα υπάρχει σε όλες τις δυτικές και όχι μόνο με αγάλματα αλλά και κλασσικά οικοδομήματα αρχαιο Ελληνικού ρυθμού, όπως λ.χ , το κοινοβούλιο της Αυστρίας, το αντίγραφο του Παρθενώνα στο Νασβιλ των Η.Π.Α, αλλά και στην πόλη Ρέγκενσμπουργκ της Βαυαρίας ( Βαλχάλα), Και τόσα άλλα.