Είναι
γνωστό ότι ο τουρισμός συμβάλλει σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό στη διαμόρφωση του
Α.Ε.Π της Ελλάδος, μεγαλύτερο από οποιοδήποτε άλλο
τομέα της οικονομίας.
Δεδομένης
της σημασίας του τουρισμού για την Ελληνική οικονομία, η εκπαίδευση, ο
επαγγελματισμός των εργαζομένων σε αυτόν, αλλά και ο πολιτικός σχεδιασμός είναι
κομβικής σημασίας, τόσο την στρατηγική που πρέπει να ακολουθηθεί στον Ελληνικό
τουρισμό για την ανάπτυξή του, όσο και για την επίλυση των προβλημάτων του
(υποδομές- ανταγωνισμός-εποχικότητα).
Σύμφωνα
με το ΙΟΒΕ ( προ κρίσης 2012), για κάθε ένα ευρώ που δημιουργεί η τουριστική δραστηριότητα,
προξενεί έμμεση και προκαλεί πρόσθετη οικονομική δραστηριότητα 1,2 € και άρα,
συνολικά, δημιουργεί 2,2 € ΑΕΠ.
Η συνδρομή του Τουρισμού στο Α.Ε.Π φτάνει έως
και το 20%, γεγονός που τον καθιστά ως τον σπουδαιότερο και αποδοτικότερο κλάδο
της Ελληνικής οικονομίας. Οι απασχολούμενοι στον Τουρισμό φτάνουν το 12 % των
εργαζομένων της χώρας.
Τα
συγκριτικά πλεονεκτήματα της Ελλάδος είναι :
Brand
value: Πολλοί Ελληνικοί προορισμοί αποτελούν από τις δημοφιλέστερες τουριστικές
επιλογές παγκοσμίως, ενώ η Ελλάδα είναι διεθνώς αναγνωρισμένη ως χώρα που
προσφέρει ελκυστικές διακοπές πολυτελείας.
Ιστορία
και Πολιτισμός: Η Ελλάδα με πάνω από τέσσερις χιλιετίες καταγεγραμμένης
ιστορίας, είναι ένας προορισμός με αναρίθμητα και μεγάλης ιστορικής σημασίας
μνημεία, μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους, επισκέψιμα από λάτρεις της
ιστορίας.
Γεωγραφία
και Μορφολογία: Η Ελλάδα, με φυσικούς πόρους εξαιρετικού κάλλους, είναι μία
χώρα με μεγάλη γεωγραφική ποικιλομορφία, που διαθέτει από χρυσές αμμουδιές και
ηλιόλουστα νησιά, μέχρι χιονισμένες βουνοκορφές και επιβλητικά δάση και συνεπώς
προσφέρει εξαιρετικές επιλογές για διακοπές καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου.
Μία
μοναδική γαστρονομία, στην οποία θα
αναφερθούμε εκτενέστερα στον παρόν άρθρο. Η γαστρονομία αποτελεί ένα από τα βασικά πολιτιστικά
στοιχεία ενός τόπο, καθώς οι ιδιαιτερότητες
κάθε Εθνικής ή τοπικής γαστρονομίας είναι πολλές φορές
συνδεδεμένες με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας της, ενώ
«αποκαλύπτουν» στοιχεία της πολιτιστικής και οικονομικής ιστορίας της.
Η
γαστρονομία είναι µια πολύπλοκη και πολύπλευρη δραστηριότητα, η
οποία συμπεριλαμβάνει εκτός από την κατανάλωση των
εδεσμάτων και των ποτών, την προµήθεια, την προετοιµασία, την παρασκευή
του φαγητού, την παρουσίαση, τους τρόπους κατανάλωσης, το κοινωνικό πλαίσιο του
φαγητού, αλλά και τους συµβολισµούς
της κατανάλωσης του Εθνική ή τοπική κουζίνα σε εστιατόρια
ξενοδοχείων.
Για αυτούς τους λόγους, η Εθνική και τοπική γαστρονοµία,
αποτελούν σηµαντικό κριτήριο επιλογής ενός τουριστικού προορισµού,
αλλά σηματοδοτεί την διαφοροποίηση σε σχέση με τον τουριστικό προϊόν, που
παρέχει κάθε χώρα.
Η
Ελληνική λέξη «γαστρονοµία», προέρχεται από τη λέξη γαστήρ (= κοιλιά) και νοµία
(που σηµαίνει γνώση ή νόµος). Ο όρος σηµαίνει την τέχνη της υψηλής µαγειρικής,
το σύνολο των κανόνων για την επιλογή των κατάλληλων υλικών και την παρασκευή
των εδεσµάτων µε στόχο τη τόσο την γευστική όσο
και την οπτική
απόλαυση.
Η
Ελληνική γαστρονομία έχει μια ιστορία περίπου 4.000 ετών, με ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά που βασίζονται στα μοναδικής ποιότητας προϊόντα της
Ελληνικής γης.
Πατέρας
της γαστρονοµίας θεωρείται ο Έλληνας Αρχέστρατος (4ος π.Χ. αι). Το
σηµαντικότερο έργο του είναι η «Ηδυπάθεια»
(350 π.Χ.), το οποίο θεωρείται το πρώτο
βιβλίο µμαγειρικής στον κόσµο.
Άλλα σηµαντικά κείµενα είναι οι
«∆ειπνοσοφισταί» έργο του Αθηναίου (τέλος του 2ου αι. µ.Χ. αρχές του
3ου αι. µ.Χ) που αποτελεί, µεταξύ άλλων, ένα σηµαντικό εγχειρίδιο
γαστρονοµίας, στο οποίο αναφέρονται ποικιλίες σταφυλιών, εκλεκτά φαγητά και οι
συνταγές τους οι ευεργετικές ή µη ιδιότητες που έχουν οι καρποί της γης, τα
πουλιά, το λάδι, το ξίδι, και άλλα προϊόντα.
Οι Ελληνιστικοί χρόνοι με την εξάπλωση του Ελληνισμού στην Ανατολή θα φέρουν
αλλαγές και στον τομέα της μαγειρικής και των προϊόντων, ενώ θα εμπλουτισθεί το
μεσογειακό διαιτολόγιο με νέες γεύσεις.
Ακολούθησε
ο Ρωµαίος Marcus Gavius Apicius, ο οποίος θεωρείται συγγραφέας ενός από τα
αρχαιότερα βιβλία (3ος ή 4ος π.Χ. αι.) το De re coquinaria.
∆ιάσηµα ιστορικά
πρόσωπα τα οποία ασχολήθηκαν µε την γαστρονοµία ήταν ο αυτοκράτορας Καλιγούλας,
που έµεινε γνωστός για τα επιτηδευµένα Ρωµαϊκά συµπόσια και ο Ρωµαίος στρατηγός
Λούκουλος.
Στον
Ελληνικό χώρο, συν το χρόνω, θα διαμορφωθούν δύο τάσεις: η ανατολίτικη, στη
Μικρά Ασία και στο Ανατολικό Αιγαίο, που θα αποτελέσει τη Βυζαντινή κουζίνα, η
οποία με τις επιρροές που δέχεται θα κορυφωθεί με την Κωνσταντινο-πολίτικη
κουζίνα, την οποία θα ακολουθήσουν και οι Τούρκοι, και η λιτή κουζίνα της κυρίως Ελλάδας, η οποία
βασίζεται περισσότερο στην τοπική παραγωγή και λιγότερο στην ανταλλαγή
προϊόντων, με κυριότερη έκφραση την κουζίνα της Κρήτης.
Με τη
Μικρασιατική καταστροφή αυτά τα δύο ρεύματα θα συναντηθούν στον ίδιο χώρο, και
θα δώσουν νέα προϊόντα που θα εξελιχθούν ανάλογα με τις οικονομικές και
κοινωνικές
δυνατότητες σε κουζίνες μεικτές.
Από τα
τέλη του 20ου αιώνα, η Ελληνική κουζίνα και η Ελληνική γαστρονομία
υπέστησαν ριζική μεταμόρφωση. Ειδικά από τα τέλη της δεκαετίας του
1980 η Ελληνική γαστρονομία αλλοιώθηκε, με πολλά ξένα στοιχεία, και
με την φιλοσοφία του γρήγορου και Junk πολλές φορές φαγητού.
Έως
τότε, στην Ελληνική διατροφική παράδοση το γευστικό αποτέλεσμα συνδυαζόταν
αρμονικά με την υψηλή διατροφική αξία. Είναι εξάλλου γνωστό
πως επιστημονικές μελέτες έχουν αποδείξει την θετική επίδραση της
Μεσογειακής διατροφής στην υγεία, στην ομορφιά, στη μακροζωία.
Η
µεσογειακή διατροφή, σύµφωνα µε την UNESCO, αποτελεί άυλη πολιτιστική
κληρονοµιά της ανθρωπότητας. Η µεσογειακή διατροφή περιλαµβάνει ένα σύνολο παραδόσεων,
γνώσεων, δεξιοτήτων, τελετών, και συµβόλων
που αφορούν τις καλλιέργειες, τη συγκοµιδή, την αλιεία, την κτηνοτροφία, τη
συντήρηση των τροφίµων, την επεξεργασία και µεταποίηση, τον τρόπο µαγειρέµατος
και ιδιαίτερα τον τρόπο επικοινωνίας των ανθρώπων, µέσω του φαγητού και του
τρόπου κατανάλωσης της τροφής.
Όσον
αφορά την διατροφή αυτή καθεαυτή, προϋποθέτει κατά κύριο λόγο, την
κατανάλωση τροφών φυτικής προέλευσης, όπως φρούτα, λαχανικά,
πατάτες, δημητριακά και όσπρια. Το ελαιόλαδο ως βασικό έλαιο, κατανάλωση
ψαριών και πουλερικών σε μικρές ποσότητες, και κόκκινου κρέατος , σε μικρές ποσότητες.
Χαρακτηριστικά
αξίζει να αναφέρουμε πως για τον Ηρόδοτο, οι λαοί
που κατανάλωναν κρέας ήταν οι «βάρβαροι», σε αντίθεση προς τους
Έλληνες που κατανάλωναν ψωμί, λάδι, κρασί, ιερά σύμβολα του
μεσογειακού- Ελληνικού πολιτισμού.
Το συμπόσιο εξάλλου, η κοινή εστίαση με κανόνες
κοινωνικούς, θρησκευτικούς, εθιμοτυπικούς, εκφράζει την Ελληνική συνήθεια της
επικοινωνίας και συναναστροφής που δεν έχει μόνο στόχο τον κορεσμό της πείνας,
αλλά της ανταλλαγής απόψεων και την σύσφιξη των οικογενειακών και κοινωνικών
σχέσεων.
Ακριβώς
λόγω του γεγονότος πως η Ελλάδα
υπήρξε πάντα μία γέφυρα πολιτισμών, ο
γαστρονομικός της πλούτος και οι εξαιρετικές πρώτες ύλες της
Ελληνικής γης,θα μπορούσαν
να αποτελέσουν ένα εξαιρετικά
σημαντικό
και μοναδικό προϊόν, που θα προσέδιδε
ένα σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα στο τουριστικό προϊόν της
Ελλάδος.
Έως
τώρα δυστυχώς ο πλούτος αυτός δεν έχει
αξιοποιηθεί και αναδειχθεί όσο θα έπρεπε. Μία
πρώτη αξιόλογη προσπάθεια ξεκίνησε ώστε να αναδειχθεί το μοναδικό
πολιτισµικό - γαστρονοµικό πλούτο της Ελλάδος, είναι το πρόγραµµα
«Ελληνικό Πρωινό», το οποίο υλοποιείται µε πρωτοβουλία του Ξενοδοχειακού
Επιµελητηρίου της Ελλάδος.
Σκοπός
του προγράµµατος είναι ο εµπλουτισµός του πρωινού, που προσφέρεται στα Ελληνικά
ξενοδοχεία, µε προϊόντα της Ελληνικής γης, καθώς και παραδοσιακά τοπικά
εδέσµατα.
Στόχος του προγράµµατος είναι να δοθεί η δυνατότητα στους επισκέπτες
να γνωρίσουν τον γαστρονοµικό πλούτο της Ελλάδας και να γευτούν στο πρωινό
τους, τα αναρίθµητα ελληνικά προϊόντα και εδέσµατα που αποτελούν τη βάση της
Μεσογειακής ∆ιατροφής.
Βάση
του Ελληνικού πρωινού, όπως προωθείται από τα Ελληνικά ξενοδοχεία είναι τα
κύρια προϊόντα της µεσογειακής διατροφής όπως το ψωµί, τα παξιµάδια, το
ελαιόλαδο, οι ελιές, το γιαούρτι, το µέλι, τα τυροκοµικά, τα αλλαντικά, τα
φρέσκα λαχανικά, τα όσπρια, οι πίτες, τα γλυκά και τα φρέσκα φρούτα.
Συνεχίζοντας
και διευρύνοντας την προσπάθεια αυτή θα πρέπει τόσο οι εμπλεκόμενοι
φορείς όσο και το κράτος, να
δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις εκείνες ώστε η Ελληνική κουζίνα, και γαστρονομία
να εδραιωθεί στην τουριστική συνείδηση και στην γαστρονομική
κουλτούρα τόσο των Ελλήνων όσο και των αλλοδαπών.
Όπως
αναφέρει σχετικά ο πρώην γενικός διευθυντής του ΣΕΤΕ Γιώργος Δρακόπουλος, βάσει
των σχετικών μελετών, περίπου τρία εκατ. Ευρωπαίοι ταξιδιώτες έχουν ως
βασικό κριτήριο επιλογής του τόπου των διακοπών τους τη γαστρονομία και όχι τον
ήλιο και τη θάλασσα.
Από αυτούς μπορούμε άνετα να υπολογίσουμε ότι πεντακόσιες χιλιάδες
θα έρχονταν στην Ελλάδα για να φάνε καλά αν είχαμε λίγο καλύτερη γαστρονομική
προσφορά. Αυτοί οι τουρίστες είναι διατεθειμένοι να διαθέσουν αρκετά χρήματα.
Επίσης,
ταξιδεύουν όλο το χρόνο και όχι μόνο κατά τη διάρκεια της υψηλής περιόδου (high
season). Συνεπώς με τη διεύρυνση της
εποχικότητας του Ελληνικού τουρισμού αλλά και τη ζήτηση τοπικών προϊόντων, η επιρροή τους είναι σαφώς αναπτυξιακή.
Κατ' αυτόν τον τρόπο τα Ελληνικά προϊόντα θα αποκτήσουν αναγνωσιμότητα γεγονός που θα
αυξήσει την ζήτηση, άρα και την πρωτογενή παραγωγή και τις εξαγωγές, την
εξωστρέφεια της οικονομίας.
Το brand πρέπει
να δημιουργήσουμε καταρχάς είναι η «Ελληνική κουζίνα»: ό,τι δηλαδή μαγειρεύεται
στην Ελλάδα , κατά προτίμηση με Ελληνικά προϊόντα. Κάτω από αυτό, βέβαια,
μπορεί να υπάρξουν μικρότερες κατηγοριοποιήσεις ( π.χ. τοπικές κουζίνες )
ή άλλου είδους brands, όπως για παράδειγμα η ανάδειξη των Ελληνικών κρασίων.
Συμφώνα
με την Μαρία Φωλά ( σύμβουλος επικοινωνίας), «αν
η μέση κατά κεφαλή δαπάνη κάθε «γαστροτουρίστα», με συντηρητικούς
υπολογισμούς, ανέρχεται σε χίλια ευρώ
και το 20% από το ποσό αυτό αφορά δαπάνη για γαστρονομία ―φαγητό και ποτό―,
τότε οι επιπλέον πεντακόσιες χιλιάδες τουρίστες θα δημιουργούσαν εκατό εκατομμύρια
ευρώ αύξηση της ζήτησης στην Ελληνική αγορά».
Η
γαστρονομία, εφόσον ενταχθεί με σωστό τρόπο στο Ελληνικό τουριστικό προϊόν,
μπορεί να αυξήσει το ΑΕΠ κατά ένα δισ. ευρώ και να δημιουργήσει πενήντα χιλιάδες
νέες θέσεις εργασίας, ενώ μέσα σε τρία με πέντε χρόνια μπορεί να αποτελεί έναν
από τους τρεις κύριους λόγους επιλογής της Ελλάδας ως τουριστικού
προορισμού.
Η χώρα μας είναι γεμάτη από μικρά γαστρονομικά θαύματα,
την μαστίχα, τον κρόκο, το αυγοτάραχο,
τη φάβα, την ελιά. Μάλιστα, πολλά από τα μικρά αυτά θαύματα έχουν εξελιχθεί σε
χαρακτηριστικά γνωρίσματα του τόπου από τον οποίο προέρχονται, την Χίο, την
Κοζάνη, το Μεσολόγγι, τη Σαντορίνη, την Καλαμάτα.
Αυτό
που θα πρέπει να αναζητηθεί είναι η συνέργεια
του πρωτογενή και δευτερογενή τομέα της μεταποίησης με τον τριτογενή
τομέα των υπηρεσιών και του τουρισμού. Με αυτό τον τρόπο τα εκατομμύρια των
τουριστών που επισκέπτονται κάθε χρόνο τη χώρα θα γίνουν πρεσβευτές της
ποιότητας των ελληνικών προϊόντων και θα τα αναζητήσουν στις αγορές των χωρών
τους.
Η
αναβάθμιση της τουριστικής εμπειρίας που μπορεί να προσφέρει η
ανάδειξη γαστρονομικών θησαυρών της χώρας μας, θα προσφέρει πολλαπλά οφέλη στον
Ελληνικό τουρισμό, δημιουργώντας ευκαιρίες προβολής,
διεύρυνση της τουριστικής σεζόν αλλά και στόχευση σε μια ειδική κατηγορία
εύπορων τουριστών, μετατρέποντας αυτή την υπεραξία σε αύξηση κερδών για τον
κλάδο.
Το
στοίχημα συνεπώς για τους φορείς του Ελληνικού τουρισμού είναι να
μεταλαμπαδεύσουν το όραμα σε όλους τους εμπλεκόμενους στη γαστρονομική
προσφορά από τους ξενοδόχους και τους εστιάτορες, μέχρι τους
οινοποιούς και τους εμπόρους.
Όλοι
συνεπώς οι εμπλεκόμενοι στον Τουρισμό (στον τουρισμό εμπλέκονται πάρα πολλές υπηρεσίες
και επαγγέλματα), και πολύ περισσότερο εμείς οι επαγγελματίες εργαζόμενοι στον
Τουρισμό, οφείλουμε να συμβάλουμε καθοριστικά στη διαμόρφωση ενός μοναδικού και
ελκυστικού τουριστικού προϊόντος, καθώς δεν αποτελούμε μόνο εκπροσώπους της επιχείρησης στην οποία εργαζόμαστε, αλλά και τους σημαντικότερους αντιπροσώπους και διαφημιστές της χώρας μας.
Ως
επίλογο παραφράζοντας τα τρία «αθλοθετήματα» της ζωής μας, τα οποία αναφέρει ο
Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος (1900 - 1981 Καθηγητής φιλοσοφίας), σε σχέση με την
έξοδο από την κρίση, και την ανάδειξη των στρατηγικών πλεονεκτημάτων που παρέχει
η χώρα μας και στον Τουρισμό, θα πρέπει να επιδιώξουμε :
α)
Πορεία προς την αρχαιότητα (ανάδειξη της μοναδικής ιστορικής κληρονομιάς μας)
β)
Πορεία προς τον έξω κόσμο (καινοτομία, αναδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης,
αειφόρο ανάπτυξη, εξωστρέφεια )
γ) Και
το μεγαλύτερο και επιπονότερο, αλλά και γονιμότερο, είναι η επιστροφή στον
εαυτό μας. Η ανάκτηση της χαμένης μας
Ελληνικής – πολιτισμικής μας ταυτότητας, και η συμμετοχή μας εκ νέου στο
διεθνοποιημένο «πολιτισμικό γίγνεσθαι», με βάση τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που
μας παρέχει η παράδοση μας . Ακρογωνιαίος λίθος για να το επιτευχθεί αυτό είναι
η ορθή παιδεία.
Κανένα
από αυτά, και προπαντός το πρώτο αθλοθέτημα της ζωής μας, η πορεία προς την
αρχαιότητα, δε θα φέρει μήτε τώρα καρπούς, αν δε τη ζήσουμε, και μείνουμε στο
θαυμάζειν. Μονάχα οι κουρασμένοι δε θαυμάζουν και δεν αγαπούν…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου