Η οινοκαλλιέργεια είναι διαχρονικά ταυτισμένη με το ανθρώπινο πολιτισμό. Στην Ελλάδα σύμφωνα με τη μυθολογία την καλλιέργεια της αμπέλου την έφερε ο Βάκχος από τις Ινδίες.
Υπάρχουν ενδείξεις για την κατανάλωση οίνου, εισαγόμενου από τη Μικρά Ασία, τη Βαβυλωνία, και την Αίγυπτο. Για την εισαγωγή οίνου από την Ασία και την Αίγυπτο αρχικά, και αργότερα την αμπελοκαλλιέργεια και την παραγωγή οίνου στην Ελλάδα μαρτυρούν τα αρχαιολογικά ευρήματα, οι σχετικές αναφορές σε αρχαία κείμενα, τα σκεύη οικιακής χρήσης, αποθήκευσης, και μεταφοράς του οίνου, και οι παραστάσεις σε αμφορείς, πίθους, και αγγεία.
Από τον Ελλαδικό χώρο η καλλιέργεια της αμπέλου επεκτάθηκε και στην υπόλοιπη Ευρώπη, αρχικά στη Σικελία και στα παράλια της νοτίου Ιταλίας από Έλληνες εποίκους, και στη συνέχεια στην Ισπανία και τη μεσημβρινή Γαλλία, όπου το εθνικό ποτό ήταν ο ζύθος από κριθάρι, και από τους Ρωμαίους κατακτητές στη βόρεια Γαλλία, Γερμανία, Ουγγαρία, Βρετανία και αλλού.
Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν το κρασί αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής τους, γι’ αυτό και λατρεύουν τον Διόνυσο, τον θεό του κρασιού, του γλεντιού και του θεάτρου. Αυτόν τον τόσο γήινο θεό, με τις αντιφάσεις του και τις εξάρσεις του, θα τον δούμε σε αρκετές απεικονίσεις σε πλήθος αγγείων να βαστά στο ένα χέρι ένα τσαμπί σταφύλια και στο άλλο μια κούπα κρασί, ενώ γύρω του σε κατάσταση έκστασης έχουν στήσει χορό Σάτυροι, Σειληνοί και Μαινάδες.
Η καλλιέργεια της αμπέλου και η παραγωγή οίνου στην Ελλάδα ξεκινάει από τον 15ο 1αιώνα π.Χ. Οι αρχαίοι μνημονεύουν με επαίνους τους οίνους της Μαρώνειας στη Θράκη (με μαρώνιο οίνο μέθυσε ο Οδυσσέας τον Κύκλωπα Πολύφημο), της Λέσβου, της Θάσου, της Κω, της Πάρου, της Χίου, της Ικαρίας (στην πόλη Πριάμη της Ικαρίας ορισμένοι αποδίδουν και τον περίφημο «ιαματικό και πολύτροφο» Πράμνειο οίνο).
Ο Όμηρος χαρακτηρίζει «πολυστάφυλον» την Άρνη της Βοιωτίας και την Ιστιαία, «αμπελόεσσαν» την Επίδαυρο της Αργολίδας, «Πήδασον αμπελόεσσαν» τη Μεθώνη της Μεσσηνίας. Ο Πίνδαρος ονομάζει «Μύσιον αμπελόεν Πεδίον» την αρχαία Μυσία, ο Στράβων «σφόδρα ευάμπελον» την ασιατική πόλη Πρίαπο και τις γειτονικές της, ο Αθήναιος μαρτυρεί για τις αμπελόφυτες εκτάσεις στις όχθες του Νείλου.
Τις αμπελουργικές εργασίες και την οινοποίηση στην αρχαιότητα, περιγράφουν ο Θεόφραστος στα έργα του «Φυτών Ιστορίαι», «Φυτών Αιτίαι», «περί Οσμών», ο Βιργίλιος στα Γεωργικά, ο Πλίνιος, ο Κασσιανός Βάσσος στα «Γεωπονικά», και διάφοροι άλλοι.
Ονομασίες πόλεων όπως Οινόη, Οινούς,
Οινοποειάς (η Αίγινα), Οινούσαι, Οινόφυτα μαρτυρούν για τη διαδεδομένη
καλλιέργεια της αμπέλου και την οινοποίηση στον Ελλαδικό χώρο. Σπέρματα της
αμπέλου από την εποχή του ορείχαλκου βρέθηκαν στα σπήλαια της Τίρυνθας και του
Ορχομενού .
Στα συμπόσια της αρχαίας Ελλάδος, το κρασί έρεε άφθονο δημιουργώντας ατμόσφαιρα πρόσφορη για την ανάπτυξη φιλοσοφικών συζητήσεων. Το νερό με το οποίο αραίωναν τον οίνο καθυστερούσε τη μέθη εξασφαλίζοντας τη νηφαλιότητα της διάθεσης και την ενάργεια του πνεύματος σε όλη τη διάρκεια των συμποσίων.
Η εμπορική παραγωγή και διανομή κρασιού στην Ευρώπη άρχισε να αναπτύσσεται τον 15ο αιώνα. Η Γαλλία και η Ιταλία έχουν ανταλλάξει την πρώτη θέση του παραγωγού εδώ και εκατοντάδες χρόνια. Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει γίνει μόνο σημαντικός παραγωγός κρασιού στον τελευταίο αιώνα, αλλά ήταν ο ταχύτερα αναπτυσσόμενος παραγωγός παγκοσμίως μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα. Από τον Αύγουστο του 2015, η Κίνα κατατάσσεται στην πρώτη δεκάδα θέση παγκοσμίως.
Ωστόσο, πολύ λίγα από την παραγωγή κρασιού της Κίνας εξάγονται. Ενώ οι αμπελώνες μπορούν να ευδοκιμήσουν υπό ποικίλες συνθήκες, το κάνουν καλύτερα σε εύκρατα κλίματα, όπως αυτά που είναι κοινά στις τέσσερις κορυφαίες χώρες παραγωγής κρασιού.
Πρωταθλήτριες στις εξαγωγές από τις Ευρωπαϊκές χώρες είναι η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία, η Γερμανία και η Πορτογαλία, οι οποίες καλύπτουν το 70% των παγκόσμιων εξαγωγών. Από το νότιο ημισφαίριο αναπτυσσόμενους εξαγωγικούς ρυθμούς καταγράφουν η Αυστραλία, η Χιλή και οι Η.Π.Α.
Όσον αφορά τις χώρες που εισάγουν οίνους, οι ΗΠΑ ξεπέρασαν το το 2013 σε εισαγωγές το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ στην τρίτη θέση βρίσκεται η Γερμανία. Ακολουθούν ο Καναδάς, η Κίνα και η Ιαπωνία οι οποίες εισάγουν οίνους αξίας μεγαλύτερης του ενός δισεκατομμυρίου ευρώ. Την πλέον γρήγορη ανάπτυξη εισαγωγών παρουσιάζουν ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Πολωνία και η Λιθουανία.
Οι μεγαλύτερες Οινοπαραγωγές Χώρες (παραγωγή σε τόνους). Παραγωγή χώρας ανά τόνο (στοιχεία 2021):
Στην χώρα του Διονύσου την Ελλάδα, η
μέση ετήσια παραγωγή το 2020 και το 2021 ήταν 2,3 και 1,7 εκατομμύρια
εκατόλιτρα αντίστοιχα, γεγονός που κατατάσσει την Ελλάδα ως τη 17η μεγαλύτερη
οινοπαραγωγική χώρα (για το 2020) στον κόσμο. Το 2021 οι οίνοι Π.Ο.Π αντιπροσώπευαν
το 9,5% της συνολικής οινοπαραγωγής, ενώ οι οίνοι Π.Γ.Ε το 23,5%.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να τονιστεί πως ο Ελληνικός οίνος, θα μπορούσε να αναδείξει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα το οποίο όμως αντιθέτως έχει παραμεληθεί συστηματικά. Και ο λόγος είναι για την ταπεινή Ελληνική ρετσίνα. Και αυτό διότι όπως έχω τονίσει σε παλαιότερο άρθρο μου ένα από τα βασικά πλεονεκτήματα του πρωτόγεννή τομέα της χώρας μας είναι η ξεχωριστή ταυτότητα των προϊόντων της.
Ένα από αυτά τα ξεχωριστά προϊόντα της Ελλάδος λοιπόν είναι η ρετσίνα. Έως την δεκαετία του 70 η ρετσίνα ήταν το πιο γνωστό κρασί της Ελλάδος, και όχι άδικα, καθώς η ρετσίνα έχει μια αδιάλειπτη ιστορία 4.000 χρόνων στον Ελληνικό χώρο.
Η ρετσίνα εντασσόμενη στην Μεσογειακή διατροφή και στα προϊόντα Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης ως διαφοροποιούμενο προϊόν σε σχέση με αντίστοιχα προϊόντα, μπορεί να ενισχύσει την αξία της Ελληνικής γαστρονομίας. Από την άλλη τα πολύ καλά Ελληνικά κρασιά ετικέτας παρά την εξαιρετική τους βελτίωση είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανταγωνιστούν ετικέτες του εξωτερικού καταξιωμένες στον διεθνή χώρο (Γαλλίας, Ιταλίας, Ισπανίας,Καλιφόρνιας κ.λ.π).
Η ρετσίνα θα μπορούσε αναμφισβήτητα να
αποτελέσει μία προστιθέμενη αξία σε αύτη την προσπάθεια ως ένα μοναδικό προϊόν, και θα πρέπει όλοι οι εμπλεκόμενοι παραγωγοί και φορείς, να βελτιώσουν την
προβολή του γαστρονομικού πλούτου της Ελλάδας, καθώς παρατηρείται πως στις
τουριστικές περιοχές υπάρχει έλλειμμα ποιότητας και εντοπιότητας στην κουζίνα
τόσο των εστιατορίων, όσο και των καταλυμάτων.
Είναι λυπηρό το φαινόμενο οι εμπλεκόμενοι με την γαστρονομία και τον τουρισμό να μην έχουν αναπτύξει τουριστική συνείδηση, λειτουργώντας παράλληλα ως πρεσβευτές της τοπικής και Εθνικής γαστρονομίας. [Ρετσίνα, όταν το πεύκο, το ιερό δέντρο του Διονύσου, χάρισε την ρητίνη του στο κρασί. - https://xletsos-basilhs.blogspot.com/2022/06/blog-post.html ].
Η
επωνυμία, δηλ. το «Branding» του Ελληνικού
κρασιού θα πρέπει απαραιτήτως να προσανατολίζεται στον πλούσιο πολιτισμό της
χώρας. Εξίσου σημαντικό είναι να τηρούνται υψηλές προδιαγραφές και νόρμες. Η Ελληνική
οινοκαλλιέργεια σαφώς υστερεί στο τομέα της ανάπτυξης μιας εμπορικής επωνυμίας
σε σχέση με τις αντίστοιχες λοιπές περιοχές της Ευρώπης.
Η εγχώρια αγορά έχει μέχρι στιγμής οχυρωθεί απέναντι στα αποτελέσματα της ευρωπαϊκής αγοράς και η πώληση προσανατολίζεται κυρίως στην εσωτερική αγορά. Για το κρασί της Ελλάδος υπάρχει μεγάλη ανάγκη, αυτό να αποκτήσει μια δική του εμπορική επωνυμία χωρίς να αντιγράφει περιοχές προέλευσης του εξωτερικού.
Το κρασί όμως σχετίζεται και με τον τουρισμό όχι μόνο ως μέγεθος κατανάλωσης, αλλά με τον οινοτουρισμό. Η γαστρονομία ως τουριστικό προϊόν διευρύνεται πέρα από το συνδυασμό καλού φαγητού με καλό κρασί ή άλλα ποτά, περιλαμβάνοντας τη συμμετοχή σε μαθήματα μαγειρικής, την αγορά χαρακτηριστικών τοπικών προϊόντων γαστρονομίας, την επίσκεψη σε τοπικές αγορές τροφίμων, την επίσκεψη σε χώρους παραγωγής τροφίμων ή ποτών (π.χ. σε οινοποιεία ή τυροκομεία), τη συμμετοχή σε γαστρονομικές γιορτές και φεστιβάλ, την πραγματοποίηση περιηγήσεων κ.ο.κ
Ο οινοτουρισμός αποτελεί μια νέα μορφή εναλλακτικού τουρισμού η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως παρακλάδι του αγροτουρισμού αλλά με σημαντικές διαφοροποιήσεις. Εστιάζει σε μια συγκεκριμένη δραστηριότητα η οποία είναι η παραγωγή κρασιού. Πρόκειται δηλαδή για ένα ταξίδι στον κόσμο του κρασιού το οποίο το απολαμβάνουν οι επισκέπτες συνδυάζοντας το παράλληλα με τις διακοπές τους.
Σκοπός του οινοτουρισμού είναι η επαφή των ξένων επισκεπτών με την οινοπαραγωγή και όσοι επιθυμούν να γίνουν μελλοντικοί καταναλωτές πραγματοποιώντας αγορές κρασιού από τις συγκεκριμένες περιοχές. Με επισκέψεις σε αμπελώνες που καλλιεργούνται διάφορες ποικιλίες σταφυλιών και σε οινοποιία στα οποία γίνεται η παραγωγή του κρασιού, μαθαίνει ο κόσμος πως φθάνει στο μπουκάλι και στο τέλος στο τραπέζι του.
Ο τουρίστας παρακολουθεί την διαδικασία και δοκιμάζει τη γεύση των κρασιών αλλά αν θέλει μπορεί να λάβει μέρος και στην διαδικασία της συγκομιδής των σταφυλιών για να έχει έτσι μια πλήρη εικόνα. Οι έξι κορυφαίες οινοτουριστικοί προορισμοί είναι οι : Γαλλία, Ισπανία, Μολδαβία, Ελβετία, Πορτογαλία, Μεγάλη Βρετανία.
Μία ακόμη χαμένη ευκαιρία λοιπόν, για μία χώρα όπως η Ελλάδα και σε αυτό τον τομέα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου