Πολλοί
ίσως δεν γνωρίζουν πως αρκετά κείμενα της Αρχαίας Ελληνικής
γραμματείας, διασώθηκαν από τους Άραβες μετά τον 7ο μ.χ αιώνα.
Ήδη στο Βυζάντιο κατά τη διάρκεια της «σκοτεινής περιόδου» της
Εικονομαχίας τον 7ο και 8ο αιώνα, τα αρχαία Ελληνικά έργα
περί επιστήμης και φιλοσοφίας δεν αντιγράφονταν πλέον στα Ελληνικά, ενώ δεν
υπήρχαν επίσης πολλές πρωτότυπες νέες φιλοσοφικές προσεγγίσεις
κατά την περίοδο αυτή.
Κατ’
αυτόν τον τρόπο δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί πως η αρχαία Ελληνική
επιστήμη και η φιλοσοφία διασώθηκαν σε ένα μικρό ή μεγάλο βαθμό, από τους
Άραβες λόγω των ιστορικών συνθηκών που προέκυψαν από τις ισλαμικές
κατακτήσεις του 7ου αιώνα, αλλά και της αντίστοιχης παρακμής του Βυζαντίου.
Σε αυτό
το πλαίσιο, η «Αναγέννηση της Ελληνικής επιστήμης και φιλοσοφίας» η οποία
συντελέστηκε αργότερα κατά την Αναγέννηση, οφείλεται εν μέρη και
στις μεταφράσεις των αρχαίων Ελληνικών κειμένων που έγιναν στα Αραβικά
στη Βαγδάτη λίγο μετά την ίδρυση της το 762 και διήρκεσε μέχρι και το τέλος του
10ου αιώνα. Αυτή την εποχή πλούσιοι Άραβες πλήρωναν μεγάλα ποσά για
την αγορά Ελληνικών χειρογράφων που περιείχαν τις πολυπόθητες Αρχαίες Ελληνικές
επιστημονικές και φιλοσοφικές πραγματείες.
Η
Ελληνική γνώση πέρασε στα χέρια των Αράβων κατά τον 9ο και 10ο αιώνα
οι οποίοι αφού ήρθαν σε επαφή μαζί της, την ανέπτυξαν σε κάποιες
περιπτώσεις ακόμα περισσότερο. Ιδιαίτερης
προσοχής από τους Άραβες έτυχαν οι μεταφράσεις του Αριστοτέλη αλλά και οι
κλασικές μαθηματικές, αστρονομικές και ιατροφιλοσοφικές πραγματείες των
Ευκλείδη, Αρχιμήδη, Πτολεμαίου και Γαληνού.
Πολλά
επίσης Αρχαία Ελληνικά κείμενα που αφορούν τις απόκρυφες
επιστήμες, που δεν υπάρχουν πλέον στο πρωτότυπο, διασώζονται μόνο στα Αραβικά.
δηλ. πρακτικές επιστήμες με σκοπό να ελεγχθεί η φύση, όπως Αστρολογία και
αλχημεία, γεωμαντεία, μαντική και ερμηνεία ονείρων και, επίσης, λίγη πρακτική
ιατρική. Οι
Άραβες της Ισπανίας από τα μέσα του 10ου αιώνα μετέφεραν τις Αραβικές
μεταφράσεις όλων αυτών των έργων στη Δύση μεταφράζοντας αρχικά οι ίδιοι στα
λατινικά.
Μεταφράζοντας
τους Αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους φιλόσοφους και επιστήμονες κατανόησαν και
μπόρεσαν να παράσχουν ιατρικές, θεραπευτικές και φαρμακολογικές
γνώσεις. Επίσης ανέπτυξαν ναυτικές και χαρτογραφικές δεξιότητες ενώ
σημαντικότερη υπήρξε η συμβολή τους στην αστρονομία. Εξαιρετικά σημαντική
υπήρξε επίσης η ενασχόληση τους με τα μαθηματικά (αστρολάβος, άβακας, δεκαδικό
σύστημα, άλγεβρα), την οπτική, ακόμα δε την μαγεία και την αλχημεία. Σύμφωνα με
τον Lindberg η επένδυση των Αράβων στην μετάφραση δεν ήταν για να δημιουργήσουν
γνώση με σκοπό να ωφελήσουν, αλλά ως αυτοσκοπός για την «ένταξή τους στον
υψηλότερο πνευματικά πολιτισμό της εποχής τους
Μία
σημαντική Ισλαμική συμβολή στην ανάπτυξη των επιστημών αναπτύχθηκε στον κλάδο
της αστρονομίας που θεωρείτο και η πλέον ανεπτυγμένη επιστήμη την Μεσαιωνική
εποχή. Ισλαμιστές αστρονόμοι προχώρησαν σε σημαντικές αστρονομικές
μελέτες. «Στόχος πολλών Αράβων αστρονόμων, από το Ιράν ως την Ανδαλουσία,
ήταν ο μετασχηματισμός του πτολεμαικού γεωκεντρικού συστήματος, χωρίς όμως να
προχωρήσουν στο ηλιοκεντρικό» .
Στηριζόμενοι
στην μελέτη της Μεγίστης Σύνταξης του Πτολεμαίου (την Αλμαγέστη κατ’ αυτούς) οι
Ισλαμιστές αστρονόμοι ερεύνησαν την αστρονομία, έκριναν ότι έχριζε διορθώσεων
και βελτιώσεων τις οποίες και προσπάθησαν να κάνουν τόσο με την σύνταξη
πλανητικών πινάκων, μελετών (σχετικά με τις κινήσεις Ήλιου-Σελήνης, με την
μετάπτωση των Ισημεριών) και μοντέλων όσο και με την ανάπτυξη οργάνων
παρατήρησης.
Το
σημαντικότερο όμως στοιχείο για την υλοποίηση αυτού του μετασχηματισμού υπήρξε
το γεγονός ότι οι Άραβες χρησιμοποίησαν παρατηρησιακά δεδομένα προκειμένου να
το επιτύχουν, ακριβώς όπως και ο Κοπέρνικος (1473-1543) χρόνια αργότερα. Η
Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία επέζησε κατ’ αυτόν τον τρόπο πέντε ολόκληρους αιώνες
στο Ισλάμ δίνοντας πλούσιους καρπούς Ελληνικής παιδείας στην ανθρωπότητα .
Μετά
την εκδίωξη των Μουσουλμάνων από την Ισπανία και την Σικελία η Χριστιανική
Ευρώπη έγινε κάτοχος των μεγάλων κέντρων Αραβικής μάθησης, με την επανάκτηση
του Τολέδο το 1085 και της Σαραγόσα το 1118, αναλαμβάνοντας το έργο της
μετάφρασης με την βοήθεια Αράβων και Εβραίων.
Η
μετάφραση από τα Αραβικά στα Λατινικά τον 12ο και 13ο αιώνα ήταν πολύ
περισσότερο εκτενής από ό, τι αυτή από τα Ελληνικά στα Αραβικά. Τα
κέντρα και οι εστίες μετάφρασης ήταν αφ’ ενός γεωγραφικά και χρονολογικά
διασκορπισμένα και αφ’ ετέρου ποίκιλαν περισσότερο, όπως επίσης ποίκιλε και η
πρόσληψη των μεταφράσεων.
Ο Αβερρόης
Ο
Αβερρόης, ήταν Άραβας ιατρός και φιλόσοφος γεννημένος στην περιοχή της
Ισπανίας. Ο Αβερρόης έγινε ο μακράν πιο έγκυρος σχολιαστής του Αριστοτέλη,
όχι μόνο για τους Άραβες αλλά και για τους Ευρωπαίους Χριστιανούς του ύστερου
Μεσαίωνα, οι οποίοι έμαθαν τον Αριστοτέλη σε μεγάλο βαθμό, μέσ’ από τις
Αραβικές μεταφράσεις και τα υπομνήματα του Αβερρόη.
Τα έργα
του Αβερρόη, πολλά από τα οποία σώθηκαν σε Εβραϊκές ή Λατινικές μεταφράσεις,
περιλαμβάνουν αστρονομικά και ιατρικά γραπτά· μικρά, μεσαία και μεγάλα σχόλια
στον Αριστοτέλη· ένα υπόμνημα στην Πολιτεία του Πλάτωνα και δύο
εμπνευσμένες συνηγορίες του υπέρ της φιλοσοφίας: Φασλ αλ-Μάκαλ («Αποφασιστική
πραγματεία») και Ταχάφουτ αλ-ταχάφουτ («Η ασυνέπεια της
ασυνέπειας»).
Η πρώτη
υποστηρίζει αρκετά διπλωματικά ότι η φιλοσοφία, παρότι περιορίζεται κατ’ ανάγκη
στον ειδήμονα, νομιμοποιείται μέσω της προτροπής του Κορανίου να διαλογίζεται ο
άνθρωπος πάνω στο θείο σχέδιο. Σχεδιασμένη βάσει ενός δικανικού προτύπου,
επιχειρεί σε πρώτο επίπεδο να δείξει πως η φιλοσοφική αλήθεια δεν αντιβαίνει
στην αποκεκαλυμμένη αλήθεια της θρησκείας· σε δεύτερο όμως επίπεδο υποβάλλει
την ιδέα ότι η φιλοσοφία έχει την έσχατη επιστημολογική αρμοδιότητα να
επικυρώσει το δόγμα, που γίνεται έτσι τελεσίδικα αντιληπτό ως κάποιου είδους
«φιλοσοφία για τους απαίδευτους» (είναι το ίδιο ουσιαστικά επιχείρημα που
διατρέχει την εγελιανή Φιλοσοφία του Πνεύματος, μόλις τον δέκατο ένατο
αιώνα).
Η
δεύτερη συνηγορία, πολύ πιο απερίφραστη και αποκαλυπτική, απαντά μέσ’ από το
ρητορικό παιχνίδι του τίτλου της στην Ασυνέπεια των φιλοσόφων του
αλ-Γαζάλι, αντικρούοντας τα επιχειρήματα του τελευταίου κατά των φιλοσόφων και
υπερασπίζοντας τη νατουραλιστική οπτική των αλ-Φάραμπι και Αβικέννα μαζί με τη
πρόδηλη συνεπαγωγή της: την ιδέα περί αιωνιότητος του κόσμου. Από το έργο αυτό,
καθώς και από το Μεγάλο σχόλιο στον Αριστοτέλη, συνάγεται η πλήρης
κοσμοεικόνα του Αβερρόη και οι ακριβείς αποκλίσεις του από τους διακεκριμένους
φιλοσοφικούς του προδρόμους.
Ο
Αβερρόης δήλωνε ότι όλα τα ιερά βιβλία όλων των θρησκειών είναι ηθικοί οδηγοί
για την ανθρώπινη συμπεριφορά σε αρμονία με το Θεό και η Βίβλος του Προφήτη δεν
αποτελούσε τον τέλειο οδηγό και το σύνολο της ανθρώπινης γνώσης. Αυτές οι
διαφορετικές απόψεις του ήταν αρκετές για να προκαλέσουν το φθόνο των φανατικών
ιεροδιδασκάλων και ιεροσπουδαστών του Κορανίου.
Διώχτηκε,
φυλακίστηκε, εκτέθηκε σε δημόσιο εξευτελισμό, εξαναγκάσθηκε να αποκηρύξει
δημόσια τις θεωρίες και τις επιστημονικές αντιλήψεις του, κατασχέθηκε όλη η
περιουσία του και πυρπολήθηκε η βιβλιοθήκη του. Οι θρησκευτικές διαμάχες, ο
θρησκευτικός φανατισμός, η θρησκευτική καταπίεση στο ανθρώπινο πνεύμα, τα
εμπόδια στην έρευνα της φύσης και τα εμπόδια στην προσωπική ζωή από τις
αντιδράσεις του κοινωνικού περιβάλλοντος δεν ήταν φαινόμενα που χαρακτηρίζουν
μόνο τους σκοτεινούς αιώνες για τον πολιτισμό στην Ευρώπη, που τους ονομάσαμε
Μεσαίωνα.
Ο
Αβερρόης προσπάθησε ανεπιτυχώς να λύσει το πρόβλημα της πραγματικής κίνησης των
πλανητών ακολουθώντας την μεθοδολογία του σχολιασμού των κειμένων του
Αριστοτέλη αλλά και χρησιμοποιώντας παρατηρησιακά δεδομένα.
Η
αποτυχία του Αβερρόη αλλά και άλλων Αράβων φιλοσόφων να προχωρήσουν να
προχωρήσουν στις επιστήμες έχει να κάνει κυρίως με τις απαγορεύσεις, τους
φραγμούς που έθετε η Ισλαμική θρησκεία σε οτιδήποτε δεν συμβάλει στην διάδοση
της. Τα ιδρύματα ανώτατης παιδείας στο Ισλάμ, τα madras, τα οποία είναι
θρησκευτικά ιδρύματα, δεν μπόρεσαν να εξελιχθούν σε αυτόνομους θεσμούς, όντας μόνιμα
κηδεμονευμένοι από τις θρησκευτικές αρχές με αποτέλεσμα να μην υπάρχει επίσημο
πρόγραμμα σπουδών που να προάγει τις επιστήμες.
Ο Αβικέννας
Ο Αβικέννας
980 – 1037 μ.Χ. ήταν το εκλατινισμένο όνομα του Πέρση φιλοσόφου και γιατρού
Ιμπν Σίνα ή Σινά. Ήταν γιος ενός Πέρση Ισμαηλίτη και υπήρξε διανοητικά
προικισμένος από πολύ μικρός. Σε ηλικία 21 ετών είχε ολοκληρώσει την εκπαίδευσή
του σε όλα τα γνωστικά πεδία και ήταν ήδη φημισμένος ιατρός.
Η
επιτυχής θεραπεία του Σαμανίδη ηγεμόνα Νουχ ιμ Μανσούρ τού χάρισε μια υψηλή
θέση στον κρατικό μηχανισμό και το δικαίωμα χρήσης της τεράστιας βιβλιοθήκης
του παλατιού. Μετά την ανατροπή των Σαμανιδών από τους Τούρκους, ο Αβικέννας
άρχισε να περιπλανάται σε διάφορες πόλεις της Ανατολικής και κεντρικής
Περσίας.
Εγκαταστάθηκε
τελικά στο Χαμαντάν, στην Αυλή του βασιλιά Σαμς αλ Νταουλάχ, όπου άρχισε να
γράφει δύο από τα σπουδαιότερα έργα του, το Βιβλίο της Ιάσεως και τον Κανόνα
της Ιατρικής. Ο Κανόνας, τον οποίο μετέφρασε στα λατινικά ο Γκεράρντο ντα
Κρεμόνα τον 12o αι., χρησιμοποιήθηκε ως βασικό σύγγραμμα σε όλες τις
δυτικές σχολές ιατρικής για 500 χρόνια. Το 1022, μετά τον θάνατο του Σαμς αλ
Νταουλάχ, ο Αβικέννας ύστερα από διάφορες περιπέτειες, κατέφυγε στο Ισπαχάν,
στην Αυλή του Αλά αλ Νταουλάχ, ο οποίος τον εκτιμούσε πολύ.
Εκεί
τελείωσε τα δύο μεγάλα έργα του και τις περισσότερες από τις μελέτες του, όπως
και το μεγάλο φιλοσοφικό έργο του Βιβλίο κατευθύνσεων και παρατηρήσεων. Πέθανε
από εξάντληση σε μια εκστρατεία στο πλευρό του Αλά αλ Νταουλάχ, παρά την πολύ
γερή κράση του, η οποία τον είχε βοηθήσει να αντεπεξέρχεται στις έως τότε
ταλαιπωρίες του.
Ο
Αβικέννας παρά την τεράστια εγκυκλοπαιδική μόρφωσή του δεν σταμάτησε ποτέ
να διευρύνει τις γνώσεις του, έγραψε περισσότερα από διακόσια έργα για διάφορα
θέματα, με ιδιαίτερο όμως ζήλο αφοσιώθηκε στη μελέτη της Αριστοτελικής
φιλοσοφίας. Αυτή του έδωσε τη δυνατότητα να ορίσει τις σχέσεις ανάμεσα στην
ύπαρξη ενός πράγματος και στην ουσία του, καθώς και τις σχέσεις ανάμεσα στο
δυνατόν και στο αναγκαίο.
Στην
αυτοβιογραφία του εμφανίζεται σαν ακόρεστος μελετητής της φιλοσοφίας και άλλων
Ελληνικών επιστημών, ο οποίος δεν μπορούσε να αντιληφθεί τον στόχο των Μετά
τα φυσικά του Αριστοτέλη μέχρις ότου διάβασε το υπόμνημα του αλ-Φάραμπι
που του έδειξε τι σημαίνει να αναζητάς τη φύση τού Είναι
ως τέτοιου. Το πλούσιο έργο του, στα αραβικά και στα περσικά, ανέρχεται σε
100 περίπου βιβλία. Ο Κανόνας της ιατρικής του (ή Γαληνικός
κανόνας, το ξακουστό Liber Canonis ή Cantica του
λατινικού Μεσαίωνα) παρέμεινε ως τον δέκατο τέταρτο αιώνα η βίβλος της ιατρικής
επιστήμης για άραβες όσο κι ευρωπαίους γιατρούς.
Το
περίφημό του Βιβλίο της ιάσεως (Κίταμπ αλ-Σίφα), σε 18 τόμους, ήταν
στην πραγματικότητα η πρώτη φιλοσοφική εγκυκλοπαίδεια του Μεσαίωνα.
Ακολουθώντας εν μέρει την αριστοτελική κατάταξη, διαιρείται σε τέσσερις
μεγάλους τομείς: Λογικά, Φυσικά (περιλαμβανομένης και της Ψυχολογίας),
Μαθηματικά και Πρώτη Φιλοσοφία (Μεταφυσικά). Το πιο αξιοσημείωτο είναι πως η
έκθεση των θεωρητικών επιστημών δεν καθοδηγείται από ένα αφηρημένα γνωσιολογικό
αλλά από ένα πρωτίστως πρακτικό διαφέρον, που και το ίδιο δεν παρουσιάζεται ως
αυτόνομα «ηθικό» αλλά του προσδίδεται ένα ορισμένο νατουραλιστικό θεμέλιο στον
βαθμό που συνδέεται με το θεραπευτικό αίτημα· προεκτείνεται μάλιστα μέχρι και
αυτή την πολιτική σφαίρα αφού για τον Αβικέννα, ο οποίος μοιάζει εδώ να
συναντάει μια παλιά Ιπποκρατική ιδέα το κανονιστικό ιδεώδες της ιάσεως
οδηγεί κατ’ ανάγκη στο ερώτημα για την υγιή ηθική και πολιτική τάξη: μέχρι την
εποχή του Σπινόζα δεν ξαναείδαμε τέτοιου τύπου επιχειρηματολογία!
Το
μοναδικό υπογεγραμμένο από τον Αβικέννα υπόμνημα στον Αριστοτέλη είναι στην
πραγματικότητα πάνω στη ψευδεπίγραφη Αριστοτέλους θεολογία· στο βιβλίο
του Ανατολική σοφία (αλ-Χίκματ αλ-Μασρικίγια), τέλος, υποβάλλει μία
σειρά ερωτημάτων στον ίδιο τον Αριστοτέλη που μας επιτρέπουν να σταθμίσουμε
ακριβώς τη φιλοσοφική του πρωτοτυπία. Μολονότι το αυθεντικό έργο έχει χαθεί,
γνωρίζουμε το περιεχόμενό του από τις αναφορές του Αβερρόη και από κάποια
σωζόμενα αποσπάσματα υπό διάφορους τίτλους.
Η
σπουδαιότερη συμβολή του Αβικέννα είναι στο πεδίο της Πρώτης Φιλοσοφίας. Η
ορολογία του είναι αριστοτελική αλλά η κοσμοαντίληψή του συγγενεύει περισσότερο
με του Πλωτίνου.
Πρωταρχική
του διάκριση είναι αυτή ανάμεσα στο δυνάμει ον και το ενεργεία
ον: ή, όπως συγκεκριμένα το εκφράζει, ανάμεσα στο «ον» (μαουτζούντ), που είναι
ενδεχομενικό και ανταποκρίνεται στην κατηγορία του συμβεβηκότος, και το
«είναι» (ουτζούντ), που είναι αναγκαίο και ανταποκρίνεται στην κατηγορία
της ουσίας.
Κάθε ον
πρέπει να είναι είτε αναγκαίο είτε ενδεχομενικό, εάν όμως είναι ενδεχομενικό
απαιτεί μια αιτία· δεδομένου ότι δεν είναι δυνατή μια επ’ άπειρον αναδρομή,
πρέπει να υφίσταται ένα Αναγκαίο Ον, που είναι ως εκ τούτου απλό, έσχατη αιτία
όλων των άλλων πραγμάτων (και του εαυτού του: causa sui). Αυτό πρέπει
να γίνει δεκτό ως το Πρώτο Ον, αντίστοιχο στην έννοια του Θεού, χωρίς όμως
κανένα από τα προσωπικά χαρακτηριστικά με τα οποία το προικίζουν οι
μονοθεϊστικές θεολογίες.
Επιπλέον,
ο κόσμος δεν έχει δημιουργηθεί στιγμιαία από αυτό αλλά απορρέει αιωνίως και
αναγκαία από τη φύση του, συνεπώς και η ύλη είναι συναιώνια με τη δημιουργική
αρχή: κάθε πεπερασμένο ον, λέει ο Αβικέννας, νοείται ως ενδεχομενικό μεν
αφεαυτού αλλά ως αναγκαίο εν σχέσει προς τα αίτιά του.
Ακτινωτές
εκπορεύσεις (τατζάλι) αυτού του αληθινού Ενός (Ουάχιντ) είναι τα πρώτα Νοητά
Όντα (οι μορφές) και η Κοσμική Ψυχή, αρχή όλων των επιμέρους ψυχών, από τα
ενδιάμεσα σφαιρικά όντα (ουράνια σώματα) μέχρι τους έμβιους οργανισμούς και τον
ίδιο τον άνθρωπο.
Μπορούμε
να μιλήσουμε για «γνώση» του Ενός με την έννοια ότι όλες οι εκπορευόμενες
μορφές προϋφίστανται δυνάμει εντός του, άρα «αντιλαμβάνεται» την ουσία και τη
τάξη που το ίδιο ενέχει, αυτή όμως αφορά τις καθολικές μορφές και όχι τα
καθέκαστον όντα, τα οποία αναπτύσσονται κατά την κατιούσα γραμμή των αιτιακών
καθορισμών τους· από την άλλη πλευρά, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για «βούληση»
του Ενός αναφορικά με οιοδήποτε καθορισμένο ον, αφού αυτά αναδύονται σαν
αυτόματο και αναγκαίο ξεχείλισμα της γενναιοδωρίας του.
Η
ανθρώπινη ψυχή είναι αθάνατη νοερή φύση (μουτζάρραδ) η οποία στο έργο του
αναστοχασμού λυτρώνεται από τα περιοριστικά δεσμό της δηλαδή, την πεπερασμένη
ατομικότητα κι επιστρέφει στη νοητή ενότητα της πηγής της.
Στον
Αβικέννα διαγράφεται πραγματικά με εξαιρετική ακρίβεια ένα δόγμα, το οποίο θα
αποτελέσει θέμα οξύτατης διαμάχης σε ολόκληρο τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση.
Είναι η διαμάχη γύρω από την ενότητα του δρώντος νου. Η δρώσα ενέργεια, με την
οποία ο άνθρωπος φτάνει στην ουσία του αντικειμένου το οποίο έχει γίνει γνωστό,
δεν μπορεί να συντελεστεί από τον νου μας, αλλά από έναν μοναδικό δρώντα νου,
τον θείο νου, που ενεργά σκέφτεται μέσα στον άνθρωπο και για τον άνθρωπο.
Με τον
Αβικέννα η Αραβομουσουλμανική φιλοσοφία φτάνει στο απόγειο της, καθώς από εδώ
και πέρα το χάσμα της με την Ισλαμική θεολογία γίνεται αγεφύρωτο.
Πηγές :
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου