Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2023

To κρασί στην αρχαία Ελλάδα, και η θέση της Ελλάδος στην σύγχρονη παραγωγή κρασιού, και τον οινοτουρισμό.

Η οινοκαλλιέργεια είναι  διαχρονικά ταυτισμένη με το ανθρώπινο πολιτισμό. Στην Ελλάδα σύμφωνα με τη μυθολογία την καλλιέργεια της αμπέλου την έφερε ο Βάκχος από τις Ινδίες.

Υπάρχουν ενδείξεις για την κατανάλωση οίνου, εισαγόμενου από τη Μικρά Ασία, τη Βαβυλωνία, και την Αίγυπτο. Για την εισαγωγή οίνου από την Ασία και την Αίγυπτο αρχικά, και αργότερα την αμπελοκαλλιέργεια και την παραγωγή οίνου στην Ελλάδα μαρτυρούν τα αρχαιολογικά ευρήματα, οι σχετικές αναφορές σε αρχαία κείμενα, τα σκεύη οικιακής χρήσης, αποθήκευσης, και μεταφοράς του οίνου, και οι παραστάσεις σε αμφορείς, πίθους, και αγγεία.

Από τον Ελλαδικό χώρο η καλλιέργεια της αμπέλου επεκτάθηκε και στην υπόλοιπη Ευρώπη, αρχικά στη Σικελία και στα παράλια της νοτίου Ιταλίας από Έλληνες εποίκους, και στη συνέχεια στην Ισπανία και τη μεσημβρινή Γαλλία, όπου το εθνικό ποτό ήταν ο ζύθος από κριθάρι, και από τους Ρωμαίους κατακτητές στη βόρεια Γαλλία, Γερμανία, Ουγγαρία, Βρετανία και αλλού.

Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν το κρασί αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής τους, γι’ αυτό και λατρεύουν τον Διόνυσο, τον θεό του κρασιού, του γλεντιού και του θεάτρου. Αυτόν τον τόσο γήινο θεό, με τις αντιφάσεις του και τις εξάρσεις του, θα τον δούμε σε αρκετές απεικονίσεις σε πλήθος αγγείων να βαστά στο ένα χέρι ένα τσαμπί σταφύλια και στο άλλο μια κούπα κρασί, ενώ γύρω του σε κατάσταση έκστασης έχουν στήσει χορό Σάτυροι, Σειληνοί και Μαινάδες.

Η καλλιέργεια της αμπέλου και η παραγωγή οίνου στην Ελλάδα ξεκινάει από τον 15ο 1αιώνα π.Χ. Οι αρχαίοι μνημονεύουν με επαίνους τους οίνους της Μαρώνειας στη Θράκη (με μαρώνιο οίνο μέθυσε ο Οδυσσέας τον Κύκλωπα Πολύφημο), της Λέσβου, της Θάσου, της Κω, της Πάρου, της Χίου, της Ικαρίας (στην πόλη Πριάμη της Ικαρίας ορισμένοι αποδίδουν και τον περίφημο «ιαματικό και πολύτροφο» Πράμνειο οίνο).

Ο Όμηρος χαρακτηρίζει «πολυστάφυλον» την Άρνη της Βοιωτίας και την Ιστιαία, «αμπελόεσσαν» την Επίδαυρο της Αργολίδας, «Πήδασον αμπελόεσσαν» τη Μεθώνη της Μεσσηνίας. Ο Πίνδαρος ονομάζει «Μύσιον αμπελόεν Πεδίον» την αρχαία Μυσία, ο Στράβων «σφόδρα ευάμπελον» την ασιατική πόλη Πρίαπο και τις γειτονικές της, ο Αθήναιος μαρτυρεί για τις αμπελόφυτες εκτάσεις στις όχθες του Νείλου.

Τις αμπελουργικές εργασίες και την οινοποίηση στην αρχαιότητα, περιγράφουν ο Θεόφραστος στα έργα του «Φυτών Ιστορίαι», «Φυτών Αιτίαι», «περί Οσμών», ο Βιργίλιος στα Γεωργικά, ο Πλίνιος, ο Κασσιανός Βάσσος στα «Γεωπονικά», και διάφοροι άλλοι.

Ονομασίες πόλεων όπως Οινόη, Οινούς, Οινοποειάς (η Αίγινα), Οινούσαι, Οινόφυτα μαρτυρούν για τη διαδεδομένη καλλιέργεια της αμπέλου και την οινοποίηση στον Ελλαδικό χώρο. Σπέρματα της αμπέλου από την εποχή του ορείχαλκου βρέθηκαν στα σπήλαια της Τίρυνθας και του Ορχομενού .

Στα συμπόσια της αρχαίας Ελλάδος, το κρασί έρεε άφθονο δημιουργώντας ατμόσφαιρα πρόσφορη για την ανάπτυξη φιλοσοφικών συζητήσεων. Το νερό με το οποίο αραίωναν τον οίνο καθυστερούσε τη μέθη εξασφαλίζοντας τη νηφαλιότητα της διάθεσης και την ενάργεια του πνεύματος σε όλη τη διάρκεια των συμποσίων.

Η εμπορική παραγωγή και διανομή κρασιού στην Ευρώπη άρχισε να αναπτύσσεται τον 15ο αιώνα. Η Γαλλία και η Ιταλία έχουν ανταλλάξει την πρώτη θέση του παραγωγού εδώ και εκατοντάδες χρόνια. Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει γίνει μόνο σημαντικός παραγωγός κρασιού στον τελευταίο αιώνα, αλλά ήταν ο ταχύτερα αναπτυσσόμενος παραγωγός παγκοσμίως μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα. Από τον Αύγουστο του 2015, η Κίνα κατατάσσεται στην πρώτη δεκάδα θέση παγκοσμίως.

Ωστόσο, πολύ λίγα από την παραγωγή κρασιού της Κίνας εξάγονται. Ενώ οι αμπελώνες μπορούν να ευδοκιμήσουν υπό ποικίλες συνθήκες, το κάνουν καλύτερα σε εύκρατα κλίματα, όπως αυτά που είναι κοινά στις τέσσερις κορυφαίες χώρες παραγωγής κρασιού.

Πρωταθλήτριες στις εξαγωγές από τις Ευρωπαϊκές χώρες είναι η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία, η Γερμανία και η Πορτογαλία, οι οποίες καλύπτουν το 70% των παγκόσμιων εξαγωγών. Από το νότιο ημισφαίριο αναπτυσσόμενους εξαγωγικούς ρυθμούς καταγράφουν η Αυστραλία, η Χιλή και οι Η.Π.Α.

Όσον αφορά τις χώρες που εισάγουν οίνους, οι ΗΠΑ ξεπέρασαν το το 2013 σε εισαγωγές το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ στην τρίτη θέση βρίσκεται η Γερμανία. Ακολουθούν ο Καναδάς, η Κίνα και η Ιαπωνία οι οποίες εισάγουν οίνους αξίας μεγαλύτερης του ενός δισεκατομμυρίου ευρώ. Την πλέον γρήγορη ανάπτυξη εισαγωγών παρουσιάζουν ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Πολωνία και η Λιθουανία.

Οι μεγαλύτερες Οινοπαραγωγές Χώρες (παραγωγή σε τόνους). Παραγωγή χώρας ανά τόνο (στοιχεία 2021):


Στην χώρα του Διονύσου την Ελλάδα, η μέση ετήσια παραγωγή το 2020 και το 2021 ήταν 2,3 και 1,7 εκατομμύρια εκατόλιτρα αντίστοιχα, γεγονός που κατατάσσει την Ελλάδα ως τη 17η μεγαλύτερη οινοπαραγωγική χώρα (για το 2020) στον κόσμο. Το 2021 οι οίνοι Π.Ο.Π αντιπροσώπευαν το 9,5% της συνολικής οινοπαραγωγής, ενώ οι οίνοι Π.Γ.Ε το 23,5%.

Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να τονιστεί πως ο Ελληνικός οίνος, θα μπορούσε να αναδείξει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα το οποίο όμως αντιθέτως έχει παραμεληθεί συστηματικά. Και ο λόγος είναι για την ταπεινή Ελληνική ρετσίνα. Και αυτό διότι όπως έχω τονίσει σε παλαιότερο άρθρο μου ένα από τα βασικά πλεονεκτήματα του πρωτόγεννή τομέα της χώρας μας είναι η ξεχωριστή ταυτότητα των προϊόντων της.

Ένα από αυτά τα ξεχωριστά προϊόντα της Ελλάδος λοιπόν είναι η ρετσίνα. Έως την δεκαετία του 70 η ρετσίνα ήταν το πιο γνωστό κρασί της Ελλάδος, και όχι άδικα, καθώς η ρετσίνα έχει μια αδιάλειπτη ιστορία 4.000 χρόνων στον Ελληνικό χώρο.

Η ρετσίνα εντασσόμενη στην Μεσογειακή διατροφή και στα προϊόντα Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης ως διαφοροποιούμενο προϊόν σε σχέση με αντίστοιχα προϊόντα, μπορεί να ενισχύσει την αξία της Ελληνικής γαστρονομίας. Από την άλλη τα πολύ καλά Ελληνικά κρασιά ετικέτας παρά την εξαιρετική τους βελτίωση είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανταγωνιστούν ετικέτες του εξωτερικού καταξιωμένες στον διεθνή χώρο (Γαλλίας, Ιταλίας, Ισπανίας,Καλιφόρνιας κ.λ.π).

Η ρετσίνα θα μπορούσε αναμφισβήτητα να αποτελέσει μία προστιθέμενη αξία σε αύτη την προσπάθεια ως ένα μοναδικό προϊόν, και θα πρέπει όλοι οι εμπλεκόμενοι παραγωγοί και φορείς, να βελτιώσουν την προβολή του γαστρονομικού πλούτου της Ελλάδας, καθώς παρατηρείται πως στις τουριστικές περιοχές υπάρχει έλλειμμα ποιότητας και εντοπιότητας στην κουζίνα τόσο των εστιατορίων, όσο και των καταλυμάτων.

Είναι λυπηρό το φαινόμενο οι εμπλεκόμενοι με την γαστρονομία και τον τουρισμό να μην έχουν αναπτύξει τουριστική συνείδηση, λειτουργώντας παράλληλα ως πρεσβευτές της τοπικής και Εθνικής γαστρονομίας. [Ρετσίνα, όταν το πεύκο, το ιερό δέντρο του Διονύσου, χάρισε την ρητίνη του στο κρασί. - https://xletsos-basilhs.blogspot.com/2022/06/blog-post.html ].

Η επωνυμία, δηλ. το «Branding» του Ελληνικού κρασιού θα πρέπει απαραιτήτως να προσανατολίζεται στον πλούσιο πολιτισμό της χώρας. Εξίσου σημαντικό είναι να τηρούνται υψηλές προδιαγραφές και νόρμες. Η Ελληνική οινοκαλλιέργεια σαφώς υστερεί στο τομέα της ανάπτυξης μιας εμπορικής επωνυμίας σε σχέση με τις αντίστοιχες λοιπές περιοχές της Ευρώπης.

Η εγχώρια αγορά έχει μέχρι στιγμής οχυρωθεί απέναντι στα αποτελέσματα της ευρωπαϊκής αγοράς και η πώληση προσανατολίζεται κυρίως στην εσωτερική αγορά. Για το κρασί της Ελλάδος υπάρχει μεγάλη ανάγκη, αυτό να αποκτήσει μια δική του εμπορική επωνυμία χωρίς να αντιγράφει περιοχές προέλευσης του εξωτερικού. 

Το κρασί όμως σχετίζεται και με τον τουρισμό όχι μόνο ως μέγεθος κατανάλωσης, αλλά με τον οινοτουρισμό. Η γαστρονομία ως τουριστικό προϊόν διευρύνεται πέρα από το συνδυασμό καλού φαγητού με καλό κρασί ή άλλα ποτά, περιλαμβάνοντας τη συμμετοχή σε μαθήματα μαγειρικής, την αγορά χαρακτηριστικών τοπικών προϊόντων γαστρονομίας, την επίσκεψη σε τοπικές αγορές τροφίμων, την επίσκεψη σε χώρους παραγωγής τροφίμων ή ποτών (π.χ. σε οινοποιεία ή τυροκομεία), τη συμμετοχή σε γαστρονομικές γιορτές και φεστιβάλ, την πραγματοποίηση περιηγήσεων κ.ο.κ

Ο οινοτουρισμός αποτελεί μια νέα μορφή εναλλακτικού τουρισμού η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως παρακλάδι του αγροτουρισμού αλλά με σημαντικές διαφοροποιήσεις. Εστιάζει σε μια συγκεκριμένη δραστηριότητα η οποία είναι η παραγωγή κρασιού. Πρόκειται δηλαδή για ένα ταξίδι στον κόσμο του κρασιού το οποίο το απολαμβάνουν οι επισκέπτες συνδυάζοντας το παράλληλα με τις διακοπές τους.

Σκοπός του οινοτουρισμού είναι η επαφή των ξένων επισκεπτών με την οινοπαραγωγή και όσοι επιθυμούν να γίνουν μελλοντικοί καταναλωτές πραγματοποιώντας αγορές κρασιού από τις συγκεκριμένες περιοχές. Με επισκέψεις σε αμπελώνες που καλλιεργούνται διάφορες ποικιλίες σταφυλιών και σε οινοποιία στα οποία γίνεται η παραγωγή του κρασιού, μαθαίνει ο κόσμος πως φθάνει στο μπουκάλι και στο τέλος στο τραπέζι του.

Ο τουρίστας παρακολουθεί την διαδικασία και δοκιμάζει τη γεύση των κρασιών αλλά αν θέλει μπορεί να λάβει μέρος και στην διαδικασία της συγκομιδής των σταφυλιών για να έχει έτσι μια πλήρη εικόνα. Οι έξι κορυφαίες οινοτουριστικοί προορισμοί είναι οι : Γαλλία, Ισπανία, Μολδαβία, Ελβετία, Πορτογαλία, Μεγάλη Βρετανία. 

Μία ακόμη χαμένη ευκαιρία λοιπόν, για μία χώρα όπως η Ελλάδα και σε αυτό τον τομέα.

 

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2023

Οι Έλληνες λήσταρχοι Ρομπέν των δασών, και οι αυταπάτες.

 


Οι λήσταρχοι «Παππούς», Γιώργης Λύγκος, από Χέλι Αργολίδας και Μήτσος Λαφαζάνης, από Μπούζι Κορινθίας, περίπου 1860.

Τον 19ο αιώνα, ανάμεσα στους φημισμένους ληστές που αλώνιζαν τον Μοριά και τη Ρούμελη, ξεχώριζαν δυο συνεπώνυμοι από το ορεινό Χέλι (Αραχναίο) της Αργολίδας, οι λήσταρχοι Λύγκοι. Ήταν ο Γιώργης Λύγκος, ο επιλεγόμενος παππούς και ο Αναστάσης Λύγκος, ο επιλεγόμενος λεβέντης. Ήσαν θείος και ανιψιός.

Πολλοί οι θρύλοι, που μπερδεύονται με την πραγματική ιστορία, όταν γίνεται αναφορά στους Λύγκους. Αιχμαλώτιζαν και λήστευαν πλούσιους ή τοκογλύφους. Πάντα ήταν ολιγαρκείς.

Πρώτα έπαιρναν πληροφορίες για την οικονομική κατάσταση των υποψηφίων θυμάτων τους. Σύμφωνα με την περιουσία τους, απαιτούσαν, το ένα πέμπτο περίπου. «Να πάρουμε κι εμείς, αλλά να σε αφήσουμε να ζήσεις κι εσύ», έλεγε ο παππούς Λύγκος.

Σε περιπτώσεις που έπαιρναν περισσότερα λύτρα, επειδή αυτός που τους πληροφόρησε για τα περιουσιακά στοιχεία του θύματος είχε κάτι εναντίον τους, τότε ο Λύγκος επέστρεφε ένα σεβαστό μέρος των λύτρων.

Η γενναιοφροσύνη τους κέρδισε την εκτίμηση των χωρικών και πιθανόν και την αγάπη τους. Ακόμα και οι χωροφύλακες των αποσπασμάτων φημολογείται ότι συμπαθούσαν τους Λύγκους. Αρκετοί από αυτούς που πιάστηκαν από τους λήσταρχους, όχι μόνο δεν κακοποιήθηκαν, αλλά ενισχύθηκαν οικονομικά από αυτούς. Ίσως όχι μόνο για φιλανθρωπικούς λόγους…

Για έναν χωροφύλακα, τον Γιάννη Στρίγκα, έτρεφαν ιδιαίτερη συμπάθεια. Έλεγε ο Παππούς: 

«Αν τύχει μωρέ παιδιά και πιαστούμε με σταυρωτήδες καβαλάρηδες, θέλω να προσέξετε. Να μη χτυπήσετε έναν με άσπρο άλογο, με μια ελιά στο πρόσωπο». Συχνά έδιναν χρήματα στους φτωχούς.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει όμως επίσης η φωτογραφία των εικονιζόμενων λήσταρχων (όπως και όλες οι παλιές φωτογραφίες) για την κατανόηση της πολιτισμικής αλλά και φυλετικής κατάστασης που επικρατούσε στην Ελλάδα, μετά την απελευθέρωση από τον Τούρκικο ζυγό.

Να αναφέρω για παράδειγμα πως τον Οκτώβριο του 1833 συντάσσεται ο κατάλογος των προς απαλλοτρίωση κτιρίων χάριν ανασκαφών στην Αθήνα. Στην πρωτεύουσα της Ελλάδος, καταγράφονται 400 σπίτια, 7 φούρνοι και 103 εργαστήρια, μεταξύ των οποίων 2 ελαιοτριβεία και 2 σαπουντζίδικα, μόνο στην περιοχή την οριζόμενη από τις κατοπινές οδούς Ηφαίστου, Μητροπόλεως, Νίκης, Αμαλίας και Λυσικράτους, δηλαδή στο ήμισυ περίπου της παλαιάς πόλης. Οι κάτοικοι ήταν κυρίως ποιμένες πολλοί εκ των οποίων μιλούσαν Αρβανίτικα.

Ο εκ των Αντιβασιλέων Georg Maurer, που έφθασε στην Αθήνα το 1833 κατά τη διάρκεια της πρώτης επίσκεψης του Όθωνα, σημειώνει:

«Η Αθήνα που πριν απ’ τον Απελευθερωτικό Πόλεμο αριθμούσε 3.000 περίπου σπίτια, τώρα δεν είχε ούτε 300. Τα άλλα είχαν μεταβληθεί σ’ έναν άμορφο σωρό από πέτρες».

Τον Αύγουστο του 1832 ο Λουδοβίκος Ρος είχε δηλώσει απογοητευμένος:

« Αυτό δεν είναι αι ιοστεφείς και περίφημοι Αθήναι. Αυτό είναι μονάχα ένας θεόρατος σωρός ερείπια, μια άμορφη [...] γκριζωπή μάζα στάχτης και σκόνης, απ’ όπου ξεπροβάλλουν μια δωδεκάδα φοίνικες και κυπαρίσσια, τα μόνα που αντιστέκονται στην καθολική ερήμωση».

Την ίδια περίπου εποχή (1832-1833) επισκέπτεται την Αθήνα ο αποσπασμένος στο εκστρατευτικό σώμα του Στρατηγού Maison, J.L Lacour, οποίος διαπιστώνει:

«Η καρδιά σφίγγεται φτάνοντας στην Αθήνα. Νέα ερείπια καλύπτουν τα αρχαία, τα καταχωνιασμένα μέσα στη γη. [...] Στενά, σκοτεινά, λασπώδη, ακανόνιστα δρομάκια. Βρώμικα, καπνισμένα και δυσώδη μαγαζιά, με πραμάτειες που θα τις περιφρονούσαν ως και οι πλανόδιοι πωλητές στα χωριάτικα πανηγύρια μας, κι όλα αυτά περικυκλωμένα από ένα χονδροειδές τοιχίο, να τι έχει αντικαταστήσει το Ωδείο του Περικλέους, το Ελευσίνιο, το Λύκειο, τους Κήπους και τον Ναό της Αφροδίτης, τις Πύλες του Ερμού, [...] και τα λοιπά μνημεία, των οποίων μόνον τα ονόματα έχουν απομείνει».

Ο Thomas Abbet-Grasset παρατηρεί τον Οκτώβριο του 1834: 

«Δεν υπάρχουσιν όμως πλέον Αθήναι. Εις τον τόπον της ωραίας δημοκρατίας απλούται σήμερον πενιχρά πολίχνη, μαύρη εκ των καπνών, σιωπηλή ως φύλαξ των νεκρών μνημείων, με στενούς και ασύμμετρους δρομίσκους».

Είναι προφανές καταρχήν ότι οι αυτόπτες αυτοί μάρτυρες αποτύπωναν στα λόγια τους όχι μόνο τη θλίψη τους για ό,τι έβλεπαν αλλά και την απογοήτευση τους για ό,τι δεν έβλεπαν: 

«τας ιοστεφείς και περίφημους Αθήνας», «την ωραία δημοκρατία», «το Ωδείο του Περικλέους», και «τις Πύλες του Ερμού».

Είναι γεγονός πάντως ότι η πόλη είχε υποστεί σοβαρότατες καταστροφές, ιδιαίτερα στο διάστημα της ενδεκάμηνης πολιορκίας της από τον Κιουταχή, μεταξύ Ιουνίου 1826 και Μαΐου 1827.

Η Τουρκική φρουρά αποχώρησε οριστικά από το φρούριο της Ακροπόλεως την 31η Μαρτίου 1833. Στο διάστημα που προηγήθηκε, ιδιαίτερα κατά την τριετία 1830-1833, δεν διαδραματίστηκαν σοβαρά πολεμικά γεγονότα στην περιοχή.

Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα Πρωτόκολλα της Ανεξαρτησίας προέβλεπαν ασυζητητί την απελευθέρωση της Αθήνας, επέτρεψε τη βαθμιαία αναγέννηση της Πόλης.

Τον Νοέμβριο του 1831 οι αρχιτέκτονες Σταμάτης Κλεάνθης και Eduard Schaubert, μαθητές του σημαντικότερου ίσως Γερμανού νεοκλασικού αρχιτέκτονα Karl Friedrich Schinkel, εγκαθίστανται στην Αθήνα, όπου βάζουν μπρος το έργο της συστηματικής τοπογράφησης της πόλης και στη συνέχεια συντάσσουν την πολεοδομική τους πρόταση, εν όψει της πιθανής εγκατάστασης εκεί της πρωτεύουσας του νεοπαγούς κράτους.

Αξίζει να αναφέρω πως κατά τον σχεδιασμό της πόλεως εξετάστηκε και το ενδεχόμενο ανέγερσής τους πάνω στην ίδια την Ακρόπολη, βάσει σχεδίων του Schinkel, η ιδέα όμως κατακρίθηκε και από τον ίδιο τον Λουδοβίκο της Βαυαρίας.

Τα πρώτα ονόματα των οδών δόθηκαν από τους Κλεάνθη και Schaubert, όταν διαμόρφωναν την πολεοδομική τους πρόταση για την Αθήνα, το έτος 1832. Όπως ήταν επόμενο, τα αρχαιοελληνικής έμπνευσης ονόματα κυριάρχησαν εξ ολοκλήρου στις επιλογές τους, με μοναδικές ίσως εξαιρέσεις τα Βουλεβάρια και τις πλατείες Ανακτορίων, Βόρσας και Θεάτρου. 

Από τα ονόματα εκείνα, ένας μικρός αριθμός αντιστοιχούσε σε κάποια τοπογραφική πραγματικότητα, Λόγου χάριν, η Πειραιώς κατευθύνονταν πράγματι προς τον Πειραιά, η Μεσογείων προς τα Μεσόγεια, η Σταδίου, στην αρχική της σύλληψη, έφθανε ως το Στάδιο, η Αρείου Πάγου σκόπευε τον ομώνυμο βράχο και η Αθηνάς αντίστοιχα το Ναό της Παλλάδας, ενώ η Λυσικράτους έφθανε ως το ομώνυμο μνημείο και η Αιόλου ως τον υποτιθέμενο Ναό του Αιόλου, δηλαδή το Ωρολόγιο του Ανδρόνικου Κυρρήστου.

Τα κτίρια που ανεγέρθηκαν ακολούθησαν την νεοκλασική αρχιτεκτονική η οποία στα τέλη του 18ου και στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα υπήρξε ένα διεθνές στυλ που γεννήθηκε ως απάντηση στα περίκομψα και διακοσμητικά αυλικά αισθητικά ρεύματα του Μπαρόκ και του Ροκοκό. Στην Ελλάδα ο ρυθμός αυτός ήρθε διαμέσου της Γερμανίας.

Πως καταφέραμε λοιπόν να κάνουμε την Αθήνα των 400 σπιτιών του μία απέραντη τσιμεντούπολη είναι απορίας άξιο, ίσως και όχι…


Πηγή για την Αθήνα του 19 ου αιώνα το άρθρο του Λεωνίδα Καλλιβρετάκη, Ιστορικός, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών / Ε.Ι.Ε, :

"Η Αθήνα τον 19ο αιώνα: Από επαρχιακή πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πρωτεύουσα του Ελληνικού Βασιλείου" [https://archaeologia.eie.gr/archaeologia/gr/chapter_more_9.aspx]

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2023

«Πετριχώρ», το επιστημονικό όνομα της μυρωδιάς της βροχής.

Μέτα την βροχή τα πάντα μυρίζουν πιο έντονα. Η υπέροχη οσμή του βρεγμένου εδάφους και των φυτών, έχει αποκτήσει και επιστημονικό όνομα, το οποίο οι περισσότεροι δεν γνωρίζουμε.

Ηδη από το 1967, δύο ερευνητές της Αυστραλίας οι Isabel Bear και Dick Thomas, σε επιστημονική δημοσίευση στο περιοδικό Nature, ονόμασαν την οσμή της βροχής ως «πετριχώρ», από των συνδυασμό των Ελληνικών λέξεων πέτρα και ιχώρ (που στην Ελληνική μυθολογία ήταν το αιθέριο χρυσό υγρό που κυλούσε στις φλέβες των θεών και των αθανάτων).

Οι δύο ερευνητές κατάληξαν στο συμπέρασμα, πώς η συγκεκριμένη οσμή αναδύεται από ένα έλαιο το οποίο παράγεται από κάποια φυτά κατά την διάρκεια των περιόδων ξηρασίας, και το οποίο απορροφάται από τα μαλακά πετρώματα του εδάφους και απελευθερώνεται όταν πέφτει η βροχή.

Ένα σημαντικό συστατικό του πετριχώρ είναι οργανική ένωση που ονομάζεται γεωσμίνη. Η οσμή έχει μεγαλύτερη ένταση ιδιαίτερα όταν οι πρώτες βροχές μιας εποχής πέσουν σε ξηρό έδαφος.

Το έλαιο φαίνεται ότι βοηθά τα φυτά να αποτρέπουν την ανάπτυξη άλλων φυτών γύρω τους σε περιόδους ξηρασίας που έχει σαν αποτέλεσμα την εξάλειψη του ανταγωνισμού για το διαθέσιμο νερό.

Πέραν του ελαίου, βρήκαν ότι σημαντικό ρόλο παίζει η παρουσία της γεωσμίνης, μιας οργανικής ένωσης που παράγεται από τους ακτινομύκητες αλλά και το όζον. Κατέληξαν πως όλες μαζί αυτές οι ενώσεις συνθέτουν το υπέροχο οσφρητικό αποτέλεσμα του πετριχώρου.

Όταν μια σταγόνα βροχής προσγειώνεται στο έδαφος, ο αέρας που βρίσκεται στους πόρους σχηματίζει μικρές φυσαλίδες που εγκλωβίζουν μέσα τους τα στερεά σωματίδια του πετριχώρου και δημιουργούν τα λεγόμενα αερολύματα. Αυτά τα αερολύματα σιγά σιγά επιπλέουν προς την επιφάνεια του νερού και απελευθερώνονται.

Μάλιστα, οι σταγόνες βροχής που κινούνται με πιο αργό ρυθμό τείνουν να παράγουν περισσότερα αερολύματα. Γι’ αυτό θα έχετε παρατηρήσει ότι σε μικρής έντασης μπόρες η μυρωδιά είναι πιο έντονη.

Επιπρόσθετα με τον πετριχώρο, πριν την έλευση καταιγίδας μπορείτε να διακρίνετε και μία άλλη οσμή στην ατμόσφαιρα που θυμίζει χλώριο. Η μυρωδιά αυτή οφείλεται στο όζον («όζει» στα αρχαία Eλληνικά σημαίνει «μυρίζει») που παράγεται από ηλεκτρικές εκκενώσεις στα νέφη (σωρειτομελανίες).

Το όζον παράγεται με τη διάσπαση διατομικών μορίων οξυγόνου με προσφερόμενη ενέργεια από τις ηλεκτρικές εκκενώσεις, και στη συνέχεια τα άτομα οξυγόνου σχηματίζουν δεσμό με διατομικά μόρια οξυγόνου, δηλαδή παράγεται ένα μόριο όζοντος κ.ο.κ. Τα ισχυρά καθοδικά ρεύματα των καταιγίδων μεταφέρουν το όζον στο έδαφος και μας προειδοποιούν (κατά μία έννοια) για την εκδήλωση καταιγίδας.