Στης Λήμνου τα κάστρα του ανέμου και της φωτιάς, όπου η γη ανασαίνει ακόμα απ’ το πρώτο της βρυχηθμό, αναδύεται η ονομασία «Πυρόεσσα»· σκιά μισοσβησμένη, αλλά δυνατή όσο η σπίθα που ξυπνάει στα σπλάχνα της γης. Κι εδώ, στη γη του Ήφαιστου, όπου το μανιασμένο κύλισμα των ρηγμάτων γέννησε ένα νησί φλεγόμενο, οι τεκτονικές ανακατατάξεις υφαίνουν τον μύθο και την ιστορία σε έναν αέναο χορό.
Στο απώτατο παρελθόν, όταν οι πλάκες του Αιγαίου συναντήθηκαν με μανία και υποχώρησαν η μία κάτω από την άλλη, ξέσπασε η πρώτη ηφαιστειακή γέννα της Λήμνου. Λάβα και τέφρα, σαν απέραντη θάλασσα χυμένη στο στερέωμα, σχημάτισαν απόκρημνες κορφές, σπηλιές βαθιές και λιβάδια από πετρώματα περίτεχνα.
Κι έτσι, η Λήμνος απέκτησε τα χαρακτηριστικά της Πυρόεσσας· τόπος πυρός και ιζημάτων, τόπος της αναγέννησης και του καψαλισμένου ψιθύρου του χρόνου. Εκεί, στον καρπό της γης που κάηκε και ξαναγεννήθηκε, ήρθε να κατοικήσει ο Ήφαιστος· θεός της φωτιάς, της σιδηρουργίας, και των αυτόματων τεχνουργημάτων του Ολύμπου· Τον πέταξε ο πατέρας του από τον Όλυμπο, μα δεν νοιάστηκε εδώ στα έγκατα της Λήμνου, ο ήχος της λάβας εσκαγε σαν μελωδία στα αυτιά του.
Στα σπήλαια του νησιού, όπου οι μαύροι βράχοι λάμπουν στο φως του ήλιου σαν υγρό μέταλλο, ο τεχνίτης θεός έστησε τη σφυρήλατη θύμηση του. Κάθε σπινθήρας που πετιέται απ’ το σιδερένιο του σφυρί μοιάζει ξανά να ξυπνά την ηφαίστεια μήτρα· σαν να καλεί τη γη να θυμηθεί το πάθος της.
Η λάβα, όταν ψύχθηκε, άφησε πίσω της σχήματα που μοιάζουν με ρυτίδες στο πρόσωπο των βράχων, εκεί όπου ο χρόνος μοιάζει ανίκητος, ψιθυρίζοντας στα μάτια που γνωρίζουν να δουν ιστορίες από περασμένες εκρήξεις, και μνήμες που χάνονται ανάμεσα σε στρώματα τέφρας και βράχων.
Σε κάθε στίγμα της επιφάνειας, η ιστορία της Λήμνου γράφεται με ανεξίτηλα μελάνια: ορόφωνες στρώσεις, χρώματα βαθιά, σχεδόν σαν αυτή τη σιωπηρή συμφωνία που πλημμυρίζει τις νύχτες της Πυρόεσσας.
Το νησί του θεού της φωτιάς του Ηφαίστου προσκαλεί τον ταξιδιώτη να κατέβει στην καρδιά των σπηλαίων, να ακούσει τον χτύπο της γης σαν σφυγμό προγόνων. Να χαϊδέψει τους τοίχους από ηφαιστειακή πέτρα, να νιώσει τη δόνηση που απέμεινε από εκείνη την πρώτη έκρηξη, όταν ο κόσμος άλλαξε μορφή.
Εκεί, ανάμεσα σε σταλακτίτες μαυρισμένους και σταλαγμίτες λαμπερούς, το παρελθόν συναντά το παρόν· και το μυστήριο του βυθού εγγίζει το φως του ήλιου.
Κλείνοντας τα μάτια, μπορείς να νιώσεις τον ψίθυρο του Ήφαιστου· σαν καυτή ανάσα που σπαράζει τ’ αυτιά σου, σαν υπόσχεση για νέες γέννες φωτιάς κι ομορφιάς. Και τότε, η Πυρόεσσα δεν είναι πια μόνο ονομασία· γίνεται ψυχή, γίνεται τραγούδι, γίνεται το έκστασιο κάλεσμα μιας θεϊκής φλόγας που ούτε ο χρόνος δεν μπορεί να σβήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου