Στο παρόν άρθρο θα επιχειρήσουμε μία μικρή αναδρομή στις μυστηριακές τελετές που σχετίζονται με την φωτιά, τους Καβείρους, τους Τελχίνες και τους Ιδαίους Δακτύλους.
Όπως γνωρίζουμε οι μυήσεις στις Καβειριακές μυσταγωγικές τελετές διαρκούσαν εννέα ημέρες. (Kαθόλου τυχαίος αριθμός, εξαιρετικά συμβολικός, βλέπε σχετικά άρθρα, αποσυμβολισμού αρχαίας Ελληνικής μυθολογίας). Σ’ αυτή τη χρονική διάρκεια έσβηναν όλα τα φώτα στο νησί της Λήμνου και πένθος απλωνόταν σε αυτό. Νηστεία και θρήνος συμπεριλαμβάνοντα στις εκδηλώσεις του πένθους, έως ότου έρθει με πλοίο το «ιερό Άγιο φως» από την Δήλο. Τότε οι Λημνιοί λάμβαναν το» Άγιο φως», πιστεύοντας ότι έτσι καθαρμένοι από κάθε κακό έμπαιναν σε καινούργια ζωή, «αναγεννιόντουσαν» κάνοντας μια νέα αρχή…
Η μύηση παρείχε στους μυημένους το δικαίωμα να επικαλούνται τους μεγάλους «Καβείρους Θεούς» με τα αληθινά τους ονόματα και ν’ απευθύνουν στους θεούς ονομαστική και παντοδύναμη επίκληση, που είχε ως αποτέλεσμα τη βέβαιη και ασφαλή επικουρία τους σε περίπτωση κινδύνου.
Αυτά είναι γνωστά λιγότερο ή περισσότερο. Αυτή που δεν είναι ευρέως γνωστή είναι, η γιορτή της «πυρφορίας» στην Λήμνο. (Η φωτιά σηματοδοτεί την χρονική στιγμή που ο άνθρωπος ξεχώρισε από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο, βλέπε σχετικό μύθο του Προμηθέα και αποσυμβολισμό αρχαίας Ελληνικής μυθολογίας…).
Σύμφωνα με τον W. Burrkert, οι συντεχνιακοί μεταλλουργοί «μύστες» των μυστικών της χρήσης της φωτιάς και της αλχημικής μετατροπής των μετάλλων, διαδραμάτιζαν πρωταρχικό ρόλο σε αυτήν την ιεροτελεστία. Πρέπει να τους φανταστούμε να φορούν μάσκες, και να ανεβαίνουν στο βουνό της Λήμνου Μόσυχλο το «κεκαυμένο βουνό», εκεί όπου έπεσε, ή μάλλον έριξαν οι γονείς του από τον Όλυμπο, καθώς ήταν άσχημος και κουτσός (συμβολική η αναπηρία του - βλέπε σχετικά μας άρθρα, αποσυμβολισμού της αρχαίας Ελληνικής μυθολογίας). Εκεί λοιπόν άναβαν καθαρή και αμόλυντη φωτιά η οποία για τους πιστούς θα κατέβαινε καθαρή και αμόλυντη από τον ουρανό, όπως ο Ήφαιστος…
Πως γινόταν αυτό; Χρησιμοποιούσαν ένα «χαλκείο», ένα χάλκινο αντανακλαστικό κάτοπτρο που θα κρατούσαν απέναντι στον ήλιο, ότι δηλαδή γίνεται σήμερα με το άναμμα της Ολυμπιακή φλόγας. Ο Αντιμαχος κάνει λόγο για «την φλόγα του Ήφαιστου που ανάβει στις κορυφές του Μόσυχλου ο δαίμων», ενώ ο Φιλοκτήτης στην ομώνυμη τραγωδία του (Σοφοκλή), μιλά για την Λημνιακή φωτιά που την «αντανακλούν» και την εξορκίζουν να παρουσιαστεί.
Τη φωτιά που άναβαν οι μεγαλουργοί στο Μόσυχλο την μετέφεραν με λαμπαδηδρομία στην πόλη να την μοιράσουν στα ιερά, στα σπίτια και στα εργαστήρια.
Η χρήση της φωτιάς και η «αλχημική μεταστοιχείωση» των μεταλλευμάτων μέσω αυτής, υπήρξε το σημαντικότερο συστατικό στοιχείο, το οποίο αποτέλεσε το έναυσμα για την ανάπτυξη του Ανθρώπινου πολιτισμού. Δεν είναι τυχαίο, πως τα Καβείρια μυστήρια περιελάμβαναν τη θεμελιώδη διδασκαλία για τη δημιουργία του κόσμου αλλά και του πρώτου ανθρώπου. Σε σχέση με τη γένεση του πρώτου ανθρώπου, ένα από τα πρόσωπα των μυστηρίων έφερε το όνομα «Αδάμας» και σ’ αυτό αναπαρίσταναν τον «αρχέτυπο άνθρωπο» , τον πρώτο άντρα που γεννήθηκε ποτέ. Καταρχάς παρατηρούμε, πως το όνομα είναι πανομοιότυπο με το όνομα «Αδάμ», της «Παλαιάς Διαθήκης». Ο Πίνδαρος σε απόσπασμα, που διέσωσε ο συγγραφέας των«Φιλοσοφουμένων»,
αναφέρει για τον Αδάμα:
« Tον εκ της αγίας Λήμνου γεννηθέντα Κάβειρον » μεταξύ των ανθρώπων, οι οποίοι σε πολλά μέρη της Ελλάδας θεωρούνταν ως οι πρόδρομοι του ανθρώπινου γένους, κατά κάποιο τρόπο παρόμοιο με τους πρωτόπλαστους της ελληνικής μυθολογίας. Εκεί αναφέρεται και ο Αδάμας. Όμως αυτό ήταν επίθετο του χθόνιου θεού Πλούτωνα, που συμπεριλαμβανόταν στους Καβείρους της Σαμοθράκης, όπου ο Αδάμας θεωρούνταν ο αρχέγονος άνθρωπος».
Ο Ζώσιμος ο Πανωπολίτης (Έλληνας αλχημιστής που έζησε στα τέλη του 4ου μέχρι τις αρχές του 5ου αιώνα, ο οποίος έκανε διάφορες μεταλλουργικές μελέτες, εξέλιξε την απόσταξη και καθιέρωσε τον όρο της χημείας. Δίδαξε στην Αλεξάνδρεια και έγραψε 28 βιβλία περί Αλχημείας, από τα οποία μόνο ένα διασώθηκε. Θεωρείται ότι είναι ένας από τους πρώτους αλχημιστές) «αποκωδικοποεί» την «φύση» του «Αδάμα»:
«Τον πρώτο άνθρωπο που στην Αίγυπτο αποκαλείται Θωθ, οι υπόλοιποι λαοί τον αποκαλούσαν ΑΔΑΜ, όνομα που πάρθηκε από την γλώσσα των Αγγέλων. Τον ονόμασαν έτσι εξαιτίας της συμβολικής αξίας των τεσσάρων γραμμάτων, δηλαδή των τεσσάρων στοιχείων που αντιστοιχούν στα σημεία του ορίζοντα σε ολόκληρη την σφαίρα.
Το Α- Ανατολή, Δ- Δύση, Α – Άρκτος (βορράς) και Μ- Μεσημβρία (Νότος), αντιστοιχώντας επίσης το καθένα και σε ένα από τα τέσσερα στοιχεία που συνθέτουν τον κόσμο. Επομένως ο σαρκικός ΑΔΑΜ αποκαλείται Θωθ, όσον αφορά το εξωτερικό του σχήμα.
Ο άνθρωπος που βρίσκεται μέσα στον ΑΔΑΜ – ο πνευματικός άνθρωπος – αυτός έχει ένα ιδιαίτερο όνομα και ένα κοινό όνομα. Το ιδιαίτερο όνομα δεν το γνωρίζω. Μόνον ο Νικόμαχος ο κρυφός γνωρίζει τέτοια πράγματα. Το κοινό του όνομα είναι ΦΩΣ».
Σε Θηβαϊκό αγγείο, το οποίο απεικονίζει σκηνή από τις Θηβαϊκές Καβειριακές τελετές, ο πρώτος άνθρωπος ονομάζεται «Πρατόλαος». Πιο συγκεκριμένα, στο αγγείο, παριστάνεται Κάβειρος ξαπλωμένος ως Διόνυσος σε στάση οινοποσίας, κρατώντας κάνθαρο. Μπροστά του βρίσκεται όρθιος ο «Παις», ο οποίος βγάζει με την οινοχόη κρασί από τον κρατήρα και παραπέρα παρουσιάζονται τρεις μορφές.
Ένα παιδί με την επιγραφή « Πρατόλαος », μια γυναίκα, η Κράτεια, αγκαλιασμένη ερωτικά με έναν άνδρα, το Μίτο. Η γιγάντια μορφή του θεού, που αποδίδεται με τον αρχαϊκό τύπο του Διονύσου, φανερώνει ότι το Θεϊκό πνεύμα, «μεταστοιχειώνεται» όπως ο οίνος στην ύλη, καθώς «υιός» του, « ο Παις», χορηγεί τη ζωή παρέχοντας στον άνθρωπο τον οίνο, τη δύναμη ζωής. Ακολουθεί το ερωτικό αγκάλιασμα του Μίτου με την Κράτεια. Ίσως το σύμπλεγμα αυτό να συμβολίζει την ένωση της αρσενικής με τη θηλυκή δύναμη από την οποία βγήκε ο πρώτος άνθρωπος ( ο Πρατόλαος ).
Από την ένωση του σπέρματος του Μίτου με τη γυναικεία δύναμη της Κράτειας γεννιέται ο μικρός «Πρατόλαος». Είναι το μυστήριο της ζωής, που αποκαλύπτεται με την τέλεση των μυστηρίων, της ζωής που προκύπτει από την ένωση του αρσενικού και του θηλυκού, της δημιουργίας που εκδηλώνεται από τη ζεύξη των αντιθέτων. Είναι η ενοίκηση του Θεού στον άνθρωπο. Η κάθοδος του πνεύματος στην ύλη, η «μεγάλη σταύρωση».
Δεν είναι επίσης τυχαίο, πως σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές όσοι ασχολήθηκαν με την χρήση της φωτιάς, θεωρούνταν πως είχαν «μαγικές δυνάμεις».
Εκτός των Καβείρων, παρόμοια σχέση με την «μυσταγωγική τέχνη της φωτιάς» είχαν επίσης οι Ιδάιοι δάκτυλοι, και οι Τελχίνες οι οποίοι θεωρούνταν εκτός από μεταλλουργοί, «εφευρέτες» και «μάγοι». Πίσω από τους μύθους των Ιδαίων Δακτύλων και των Τελχίνων όπως θα διαπιστώσουμε στην συνέχεια, απηχούνται οι κλειστά οργανωμένες συντεχνίες των μεταλλουργών, οι οποίοι διατηρούσαν στα πλαίσια της ομάδας τα «μυστικά» της τέχνης τους.
Ήταν κλειστές επαγγελματικές-οικογενειακές, ομάδες μεταλλουργών «δημιουργών» που διατήρησαν τις γνώσεις, τα μυστικά της τέχνης και τις τεχνικές, και κράτησαν τη συνέχεια από τα προϊστορικά χρόνια έως και το 10ο αι. π.Χ. Οι «μυσταγωγοί» της φωτιάς, αντιμετωπίζονταν ως «γόητες», μάγοι και σοφοί, κατά αναλογία των μυθικών δαιμόνων με τους οποίους φαίνεται ότι ήταν συνυφασμένοι, γεγονός που θα πρέπει να υποστηριζόταν από τη φύση του επαγγέλματος, αλλά και από τον «κλειστό» χαρακτήρα των ομάδων κατόχων των μυστικών του. Η αντιμετώπιση εξάλλου των μεταλλουργών ως «μάγων» με αξιοθαύμαστες και συγχρόνως επικίνδυνες, μαγικές ικανότητες, είναι συχνή και σε άλλους πολιτισμούς.
Στον Ελληνικό χώρο, οι Ιδάιοι δάκτυλοι όπως και οι Τελχίνες ήταν επίσης μεταλλουργοί, εφευρέτες και μάγοι. Η μόνη διαφορά των Ιδαίων δακτύλων από τους Τελχίνες, είναι ότι στην περίπτωση των Τελχινών επικρατήσαν κάποια αρνητικά στοιχεία, του χαρακτήρα τους όπως η βασκανία, ο φόνος κ.λ.π.
Ειδικότερα, οι Τελχίνες, συχνά αναφέρονται ως θνητοί, ενώ άλλοτε ως «μυθικοί δαίμονες», οι οποίοι κατείχαν τις ιδιότητες του «βάσκανου», του «γόη», του «μάγου», του πανούργου κλπ. Τα όντα αυτά ονομάστηκαν Τελχίνες από το ρήμα «Θέλγω», διότι είτε όταν έγινε ο κατακλυσμός, αυτοί επιχείρησαν να κολακέψουν τους θεούς ώστε να σωθούν, είτε επειδή πίστευαν πως ήτανε θεματοφύλακες των αρχαίων «μυστηρίων».
Οι Τελχίνες θεωρούνταν Ηφαιστειακά πνεύματα του πυρός, παρόμοιας φύσεως με τους Καβείρους, για τα οποία λίγα είναι γνωστά, πέρα από σχετικούς μύθους που συναντώνται στην Κρήτη, την Κύπρο και τη Ρόδο. Ήταν σπουδαίοι τεχνίτες και εφευρέτες που είχαν ανακαλύψει διάφορα μέταλλα, όπως τον χαλκό και τον σίδηρο, και είχαν επινοήσει πολλά εργαλεία για την τέχνη τους, που φέροντάς τα έδιναν την εντύπωση πως τους έλειπαν τα άκρα. Υπήρχε επίσης η πίστη πως δίδαξαν στους ανθρώπους την πρώιμη μεταλλουργία και την εξόρυξη των μετάλλων.
Οι Τελχίνες αναφέρονται ως κατασκευαστές της άρπης του Κρόνου και της τρίαινας του Ποσειδώνα καθώς και χυτά αγάλματα πολλών θεών (Η τρίαινα είναι ένα σύμβολο που συμβόλιζε τόσο, την τριμερή φύση του μακρόσοσμου, όσο και του μικρόκοσμου Πνεύμα –ψυχή –ύλη. Βλέπε σχετικά μας άρθρα, αποσυμβολισμού της αρχαίας Ελληνικής μυθολογίας εδώ).
Ήταν παιδιά της Θάλασσας της Γης ή του Πόντου και περιγράφονται ως άποδες και άχειρες φέροντας όμως πτέρυγες. Κατά τη αρχαία παράδοση οι Τελχίνες, που ήταν εννέα στον αριθμό, προέρχονταν από την Κρήτη «κουροτροφήσαντες» τον Δία, για αυτό και καλούνταν Κουρήτες. Στη συνέχεια αυτοί πήγαν στην Κύπρο και αργότερα στη Ρόδο όπου και κλήθηκε η νήσος εξ αυτών Τελχινίς.
Εκεί ίδρυσαν πολλές πόλεις μεταξύ των οποίων ήταν η Κάμειρος, η Ιαλυσός και η Λίνδος. Οι Τελχίνες έφυγαν από την Ρόδο όταν προαισθάνθηκαν ότι ερχόταν ένας κατακλυσμός. Από εκεί διασκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη, και από αυτούς ο Λυκαίος πήγε στην Λυκία, όπου ίδρυσε το ναό του Λυκαίου Απόλλωνος.
Σύμφωνα με άλλους, τους Τελχίνες τους έδιωξαν οι Ηλιάδες οι γιοί του Ήλιου όταν κατέλαβαν την Ρόδο. Πριν φύγουν οι Τελχίνες, οι οποίοι ήταν μάγοι φθονεροί, ράντισαν το νησί με θειάφι και νερό της Στύγας, ώστε να ξεραθούν τα χωράφια και να μείνει το νησί άγονο. Για το τέλος των Τελχινών λέγεται πως ο Απόλλωνας ή ο Δίας τους έπνιξε επειδή δεν μπορούσαν να ανεχθούν άλλο τις ζημίες που προκαλούσε το βάσκανο βλέμμα τους. αλλά χάρισαν τη ζωή στην Δεξιθέα και τις αδελφές της, κόρες του Δάμωνα (Δάμων ή Δημώνακας ή Δημώναξ) ηγέτη των Τελχίνων, επειδή η μητέρα τους Μακελώ, είχε τιμήσει την έλευση των δύο θεών.
Στην μαγική τους φύση όφειλαν την ικανότητα τους να επηρεάζουν τον καιρό, και να μεταμορφώνονται με διάφορες μορφές. Ο τρόπος με τον οποίο οι Τελχίνες κρατούν ζηλόφθονα φυλαγμένα τα μυστικά της τέχνης τους, αποκαλύπτει πως πίσω από τον μύθο, ανιχνεύονται οι πρώτες «κλειστές» θρησκευτικές οργανωμένες συντεχνίες των σιδηρουργών , όπως φαίνεται και από την σύναψη τους με την Κύπρο και την Κρήτη, γνωστά κέντρα μεταλλουργίας και μεταλλοτεχνίας.
Ο αμφίσημος χαρακτήρας τους , επιδέξιοι τεχνίτες και εφευρέτες από τη μία, και κακοποιοί δαίμονες από την άλλη, έχει το παράλληλο του σε μυθολογίες άλλων λαών, που αφορούν τη μεγάλη περιοχή των μύθων της «γένεσης του πολιτισμού» και των λεγομένων ηρώων του πολιτισμού. Οι Τελχίνες συενεπώς, θα πρέπει να θεωρηθούν ως οι «αρχέγονοι Κάβειροι», αφού η Καφείρα που τους βοήθησε να αναθρέψουν τον Ποσειδώνα συνδέεται με την Καβείρα, μητέρα των Καβείρων. Κατά την τέλεση των Καβείριων μυστηρίων, οι μύστες πήγαιναν μπροστά σε έναν λίθο, που βρισκότανε μέσα σε έναν στρογγυλό (κυκλικό) λάκκο.
Γενικά οι Τελχίνες ήταν σεληνιακοί ιερείς, «μυσταγωγοί» των ιερών μυστηρίων της μεγάλης μητέρας, γεγονός που μας παραπέμπει σε προ – «Ολύμπιες» και μητριαρχικές εποχές. Ο λέξη μάγος εξάλου κατά μια ερμηνεία προέρχεται από το «μαγείρεμα» των θυσιαστικών προσφορών των ιέρειων της μεγάλης Πότνιας θεάς, που λάμβανε χώρα μέσα στα ιερά στα σπήλαια.
Σε διάφορα αποσπάσματα των Διονυσιακών του Νόννου, συναντούμε τις ονομασίες «Λύκος», «Σκέλμις» και «Δαμναμενεύς», για τους Τελχίνες. Ο Ησύχιος ο Αλεξανδρεύς τον 5ο αι. μ.Χ, αποδίδει σε κάποιον από τους Τελχίνες, το όνομα «Μύλας». Τον ίδιο αιώνα ο Στέφανος ο Βυζάντιος αναφέρει στο γεωγραφικό λεξικό Εθνικά, ότι το βουνό της Ρόδου Ατάβυρον, επονομάσθηκε έτσι, χάριν κάποιου Τελχίνα, ονόματι «Αταβύριος».
Στο έργο του Ιωάννου Τζέτζου «Χιλιάδες, Περί Βασκάνων Εριννύων και Αλαστόρων Τελχίνων», συναντούμε τα ονόματα «Μίνων» και «Νίκων», ενώ στην επιτομή του έργου του Ζηνοβίου, περί Παροιμιών, αναφέρεται το «Σίμων ή Σίμωνας». Ένας άλλος ενδιαφέρον μύθος, είναι εκείνος κατά τον οποίο οι Τελχνίνες ήταν τρείς και ονομάζονταν «Χρυσός», «Άργυρος» και «Χαλκός», από τα μέταλλα των οποίων η ανακάλυψη οφειλόταν σ᾽αυτούς.
Όπως προαναφέρθηκε, οι Τελχίνες είχαν άμεση σχέση – αν δεν ταυτίζονται-, τόσο με τους Καβείρους, όσο και με τους Ιδαίους δακτύλους. Οι Ιδαίοι Δάκτυλοι θεωρούντα επίσης δαίμονες, οι οποίοι που κατάγονταν από το βουνό Ίδη της Κρήτης. Αποτελούσαν την ακολουθία της μητέρας των θεών, της Ρέας ή Κυβέλης.
Τους ονόμασαν «Δακτύλους» επειδή ήταν πέντε τον αριθμό, όσα δηλαδή και τα δάκτυλα του ενός χεριού, ή επειδή ήταν πολύ επιδέξιοι στα χέρια, ιδίως ως προς την κατεργασία των μετάλλων, ή επειδή όταν τους γέννησε η μητέρα τους (που ήταν η Ρέα ή η Αγχιάλη) έμπηξε από τους πόνους του τοκετού τα δάχτυλά της στο χώμα, ή, τέλος, γιατί γεννήθηκαν από τη σκόνη που έριξαν πίσω τους με τα δάχτυλά τους οι τροφοί του Δία.
Αναφέρονται και περισσότεροι από πέντε Δάκτυλοι, από δεκαπέντε, έως και εκατό, οι οποίοι ήταν οι πρώτοι άνδρες που γεννήθηκαν στην Κρήτη.
Οι Δάκτυλοι υποτίθεται ότι βρήκαν και κατεργάσθηκαν πρώτοι τον σίδηρο, ενώ κάποιες πηγές τους αποδίδουν και την καθιέρωση των «σχετικών Μυστηρίων». Σύμφωνα με την επικρατούσα παράδοση, οι Κουρήτες, ταυτίζονται με τους Ιδαίους Δακτύλους, στους οποίους εμπιστεύθηκε η Ρέα τη φύλαξη του βρέφους της, του θεού Δία.
Μία παράδοση των Ηλείων δίνει και τα ονόματα των πέντε οι οποίοι ήταν και οι ιδρυτές των πρώτων Ολυμπιακών αγώνων: Ηρακλής ο μεγαλύτερος σε ηλικία (όχι ο συνώνυμος ήρωας), Παιωναίος, Επιμήδης, Ιάσιος και Ίδας.
Πιο συγκεκριμένα, ο Ηρακλής πρότεινε στους άλλους τέσσερις να κάνουν αγώνες δρόμου καθώς πρόσεχαν τον μικρό. Μετά τη λήξη των αγώνων, ο Ιδαίος Ηρακλής στεφάνωσε τους νικητές. Στη συνέχεια, πρότεινε να τελούνται οι αγώνες αυτοί κάθε πέντε χρόνια, όσοι ήταν και οι Ιδαίοι Δάκτυλοι. Πραγματικά, στην Ολυμπία υπήρχε ιδιαίτερος βωμός των Ιδαίων Δακτύλων.
Σύμφωνα με μία άλλη μάλλον αρχαιότερη, παράδοση, οι Ιδαίοι Δάκτυλοι ήταν τρεις: ο «Κέλμις», ο «Δαμναμενεύς» και ο «Άκμων», όλοι τους παντοδύναμοι μάγοι. Αυτοί οι μάγοι ήταν υπηρέτες της Αδράστειας, που πρώτοι άσκησαν την τέχνη του «πολυμήτιος» Ηφαίστου κατεργαζόμενοι με τη φωτιά το σίδερο και τον χαλκό.
Οι Ιδαίοι, οι «γόητες», «Άκμων», «Δαμναμενεύς» και «Κέλμις», θεωρούνται από τους περισσότερους συγγραφείς ως οι πρώτοι κάτοικοι της Κρήτης και τοποθετούνται στο όρος Ίδη (Ψηλορείτης) ενώ κατά μία άλλη παράδοση κατοικούσαν στις υπώρειες του όρους Ίδη στην Τρωάδα από όπου ήρθαν μαζί με τον Μύγδονα στην Ευρώπη. Εκτός από τη σχέση τους με τη μεταλλουργία, οι Ιδαίοι Δάκτυλοι θεωρούνται ότι εισήγαγαν τις μυστηριακές λατρείες, σχετίζονταν με τη μουσική, είχαν τη δυνατότητα ως μάγοι και σοφοί να αποτρέπουν το κακό, και κατά τις μαρτυρίες των αρχαίων συγγραφέων, είναι πάντα συνδεδεμένοι με τη λατρεία της Μητέρας Θεάς.
Ταυτίζονται με τους Κουρήτες, νεαρούς πολεμιστές, οι οποίοι θεωρούνται απόγονοι τους και σχετίζονται με την ανατροφή του Δία στο Ιδαίον Άντρο, επίσης με τους Κορύβαντες και τους Καβείρους. Οι Κουρήτες, λέγεται ότι ήταν οι πρώτοι κάτοικοι της Κρήτης και δημιούργησαν το πρώτο πολιτισμό στο νησί. Σύμφωνα με τους μύθους, οι Κουρήτες ήταν υπεύθυνοι για κάθε είδους ανακάλυψη της εποχής εκείνης, και βοήθησαν στην οργάνωση της κοινωνικής ζωής στην Κρήτη. Την πρώτη εφεύρεση των Κουρήτων ακολούθησαν πολλές και σημαντικές άλλες ανακαλύψεις. Υπήρξαν οι πρώτοι που ασχολήθηκαν και δίδαξαν στο ανθρώπινο είδος το κυνήγι φτιάχνοντας το πρώτο τόξο, την κτηνοτροφία εξημερώνοντας τα ζώα, τη μελισσοκομία, τη μεταλλουργία και το χορό. Οι Κουρήτες έφτιαξαν επίσης το πρώτο τύμπανο, το οποίο το κατασκεύασαν, τεντώνοντας το δέρμα ενός ζώου και το έκαναν δώρο στη Ρέα.
Ο άγνωστος επικός ποιητής της «Φορωνίδας», των αρχών του 6ου π.χ αιώνα, σε ένα από τα αποσπάσματα που έχουν διασωθεί, αναφέρει πως οι τρείς μάγοι Ιδαίοι Φρύγες ζούσαν στα βουνά. Ο «Κέλμης», ο πανήψηλος «Δαμναμενεύς», και ο πανίσχυρος «Άκμων». Είχαν πολύ επιδέξια χέρια, και ήταν υπηρέτες της βουσίσις Αδράστειας. Αυτοί πρώτοι βρήκαν στα βουνά την τέχνη του πολυμήχανου Ηφαίστου. Έβγαλαν τον μαύρο σίδηρο από την γη, τον επεξεργάστηκαν στην φωτιά και έφτιαξαν εξαιρετικά έργα. Αυτή την ανακάλυψη αποδίδει και το Πάριο χρονικό στους Δακτύλους, ανακάλυψαν λέει στην Ιδα τον σίδηρο, και την τοποθετεί στο 1432 π.x.
Ο Σοφοκλής στο χαμένο του σατυρικό δράμα «Κωφοί σάτυροι», το οποίο είχε ως θέμα την κλοπή της φωτιάς από τον Προμηθέα , παρουσίαζε τους Ιδαίους δακτύλους Φρύγες, και ανέφερε μία ιστορία που λεγόταν για αυτούς.
Ο «Κέλμης» κάποτε παραστράτησε και φέρθηκε προσβλητικά προς την Ρέα. Τότε η Ρέα ανέθεσε στους δύο αδελφούς του να τον βρουν και να τον τιμωρήσουν προσδένοντας τον με άθραυστα σιδερένια δεσμά στην Ιδη. Για αυτό τον λόγο σφυρηλατήθηκε τότε ο πιο σκληρός σίδηρος.
Ο Πυθαγόρας πηγαίνοντας στην Κρήτη, συνάντησε τον «Μόργη», έναν από τους Ιδαίους Δακτύλους, ο ποίος τον «μύησε» μετά από την αναγκαία «κάθαρση», στα μυστήρια του Διός με «ενθρόνιση». Τα μυστήρια τελούνταν υπό άκρα μυστικότητα. Για αυτό και ο Πυθαγόρας όπως είναι γνωστό, επέβαλε τον νόμο της σιωπής σε ότι αφορούσε τις διδασκαλίες του. Από εκεί προέρχεται και η λέξη Omertà, που χρησιμοποιεί η «μαφία» στην Ιταλία, όπου ο Πυθαγόρας ίδρυσε την σχολή του. Omertà = κώδιξ τιμής/σιωπής , των λεγομένων «αρρήτων δογμάτων». «ἐν ἐχερρημοσύν ῃ φυλάττωσιν ο ὓς ἂνἀκροάσωνται λόγους». Ιάμβλιχος ( Περί του Πυθαγορικού Βίου, 34, 246, 9 – 10)
Στην πραγματικότητα, η Omertà είναι ο «Νόμος της σιωπής», που η παραβίαση του πρέπει να τιμωρηθεί με θάνατο. Συναφής με το νόμο της σιωπής, είναι και η Μαφίοζικη Σικελική παροιμία: «Όποιος δεν ακούει, δε βλέπει και δε μιλάει, ζει εκατό χρόνια». Φράση η οποία επίσης προέρχεται από την αντίστοιχη Πυθαγόρεια διδαχή: «Ἂκουε, Ὃρα, Σίγα»…!!!
Άλλοι έλεγαν πως οι σοφοί Ιδαίοι δάκτυλοι επινόησαν και τα γράμματα, δηλαδή μαγικά λόγια που πιθανόν ήταν γραμμένα στο λατρευτικό άγαλμα της Άρτεμις στην Έφεσο. Αυτά αποτελούσαν αποτελεσματική βοήθεια για όσους σε ώρα κινδύνου και ανάγκης, τα πρόφεραν και μάλιστα για τους δαιμονισμένους. Αλλά και τα ίδια τα ονόματα των Ιδαίων δακτύλων είχαν τη δύναμη να αποτρέπουν το κακό, από όσους την δύσκολη στιγμή τα κατανόμαζαν.
Η σχέση των Ιδαίων Δάκτυλων με την μεταλουργία είναι φανερή στο μύθο. Οι «γόητες» και σιδηρουργοί Ιδαίοι Δάκτυλοι έχουν ονόματα που μαρτυρούν την σχέση αυτή. «Άκμων» είναι το αμόνι. «Δαμναμενεύες» ίσως σημαίνει το σφυρί, από το δαμνάν που σημαίνει δαμάζω, δηλαδή δίνω στο μέταλο μορφή. Το «Σκέλμις» είναι πολύ κοντά στο ««σκάλλω» που σημαίνει σκάβω.
Σημαντική είναι η μαρτυρία του, Φερεκύδη πως οι Ιδαίοι Δάκτυλοι χωρίζονταν σε είκοσι δεξιούς «μεταλλεύοντες», και τριάντα δύο αριστερούς «γόητες», υποστηρίχθηκε πως αποτελεί απήχηση μία πραγματικής διαίρεσης σε δύο κατηγορίες των «χαλκέων της πότνιας», που αναφέρεται σε Μυκηναϊκές πινακίδες της Πύλου. Οι πρώτοι λένε είναι οι «ώριμοι» τεχνίτες που μυούν τους νέους στο κλειστό επάγγελμα (μύηση – γοητεία είναι πολύ κοντά), και οι δεύτεροι είναι οι «χωρίς μετάλλευμα» ακόμη μυούμενοι .
Είναι φανερό λοιπόν, πως οι αρχαιότερες μυσταγωγικές τελετές ήταν άρρηκτα συνυφασμένες με την λατρεία της φωτιάς και των «μυσταγωγικών» μαγικών τελετών της «Πότνιας μεγάλης Θεάς». Ο «πυρσός των μυστηρίων», στην συνέχεια «μεταλαμπαδεύτηκε» στα Ελευσίνια μυστήρια, όπου οι χθόνιοι Θεοί, κατοικούν πλέον τόσο στον Όλυμπο όσο και στο Άδη, και την θέση της μεγάλης χθόνιας Πότνιας Θεάς παίρνει, η Δήμητρα και η κόρη...
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Ιχώρ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου