Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2007

Χριστούγεννα και εορτές του Ήλιου



Τα Χριστούγεννα η εορτή της ανάμνησης της γεννήσεως του Ιησού Χριστού δηλαδή, αποτελούν την μεγαλύτερη γιορτή του Χριστιανισμού, αποτελώντας ημέρες χαράς για όλον τον Χριστιανικό κόσμο. Λόγω βέβαια της «οικονομικής εκμετάλλευσης» και του τεράστιου «οικονομικού τζίρου της εορτής» τα Χριστούγεννα εορτάζονται πλέον σχεδόν σε όλο τον κόσμο. Ιχνηλατώντας την ιστορικότητα της εορτής ο μελετητής ανακαλύπτει ενδιαφέροντα στοιχεία που αφορούν την ημερομηνία της εορτής, αλλά και συσχετίσεις με συνήθειες στον αρχαίο κόσμο.

Αναζητώντας την ακριβή ημερομηνία γενέσεως του Ιησού ο μελετητής ανακαλύπτει ότι αφενός στην καινή Διαθήκη δεν γίνεται αναφορά για την εορτή Χριστουγέννων και αφετέρου ότι κανείς από τους Αποστόλους δεν τήρησε την 25η Δεκεμβρίου ως γενέθλια ημέρα του Σωτήρα. Στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς γεννήθηκε ο Ιησούς Χριστός, (υπολογίζεται πως γεννήθηκε μεταξύ του 6 - 2 π. X.) Υπάρχουν όμως ενδείξεις που συνηγορούν στην Φθινοπωρινή γέννηση του, και όχι στην χειμερινή. Το εδάφιο από το Ευαγγέλιο του Λουκά παραδείγματος χάριν αναφέρει:
«Οι ποιμένες ήσαν κατά το αυτό μέρος διανυκτερεύοντες εν τοις αγροίς, και φυλάττοντες φύλακας της νυκτός επί το ποίμνιον αυτών 2: 8)


Η φράση αυτή έρχεται σε αντίθεση με τις πρακτικές των βοσκών καθώς τον χειμώνα λόγω του ψύχους οι ποιμένες δεν διανυκτερεύουν στους αγρούς. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η γέννηση του Ιησού δεν έγινε το Δεκέμβριο αλλά το Φθινόπωρο εφόσον τα κοπάδια δεν ήταν στις στάνες. Γνωρίζουμε επίσης ότι η γέννηση συνέπεσε, με την απογραφή, που συνήθως γινόταν μετά την συγκομιδή, κατά τις αρχές Οκτωβρίου. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης επίσης συσχετίζει την γέννηση του Ιησού Χριστού με την εορτή της «Σκηνοπηγίας», η οποία γινόταν τον Οκτώβρη.


Στην Αγία Γραφή γενέθλιες και ονομαστικές εορτές δεν συνιστούνται. Στην πραγματικότητα τα Χριστούγεννα δεν συμπεριλαμβάνονται στις αρχαίες γιορτές της Χριστιανικής Εκκλησίας, και μάλιστα η τήρηση των γενεθλίων καταδικάζονταν σαν ένα ειδωλολατρικό έθιμο απεχθές στους Χριστιανούς. Ημέρα μνήμης των αγίων και μαρτύρων όριζαν αυτή του θανάτου. Η Καθολική Εγκυκλοπαίδεια αναφέρει σχετικά :
«Τα Χριστούγεννα δεν ήταν ανάμεσα στις πρώτες εορτές της Εκκλησίας. Ο Ειρηναίος και ο Τερτυλλιανός την παραλείπουν από τους καταλόγους των εορτών» .

Έτσι Τα Χριστούγεννα ως εορτή των γενεθλίων του Σωτήρα δεν γιορτάζονταν τα πρώτα 300 χρόνια. Η καθιέρωση της 25ης Δεκεμβρίου ως ημέρα των Χριστουγέννων έγινε στη Ρώμη από τον Πάπα Ιούλιο τον Α, τον 4ο μ.χ. αιώνα, μετά από έρευνα που έγινε στα αρχεία της Ρώμης για την χρονιά επί Αυγούστου απογραφής, και κατόπιν υπολογισμών βάση των Ευαγγελίων. Ένα στοιχείο που λήφθηκε υπόψιν είναι το η φράση από το κατ’ Ιωάννη γ’30 «Εκέινον δει αυξάνειν, εμέ ελατούσθαι».

Στην πραγματικότητα όμως αυτό συνέβη διότι η συγκεκριμένη ημερομηνία συνέπεφτε με τις ειδωλολατρικές εορτές του Χειμερινού Ηλιοστασίου και την «Επιστροφή» του Ηλίου. 



Έκτοτε ο Χριστός όφειλε να είναι ο Ήλιος ο δίδων το φως εις τον κόσμο. Πριν εορταζόταν στις 6 Ιανουαρίου μαζί με τη βάπτιση του Ιησού (Θεοφάνια). Αργότερα το έθιμο πιθανολογείται ότι μεταφέρθηκε στην Ανατολή, πιθανόν από τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό το 378-381 περίπου μ.Χ. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος (345-407 μ.Χ.) σε ομιλία του για τη γέννηση του Χριστού, αναφέρει ότι είχε αρχίσει στην Αντιόχεια να γιορτάζονται τα Χριστούγεννα στις 25 Δεκεμβρίου. Το σίγουρο είναι ότι την εποχή του Ιουστινιανού, τον 6ο αιώνα, ο εορτασμός των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου είχε εξαπλωθεί σχεδόν σε όλη την Ανατολή.

Τι όμως εόρταζαν οι ειδωλολάτρες με τόση ευλάβεια που κατέστη αδύνατο από τους Χριστιανούς να απαγορέυσουν. (Είναι χαρακτηριστικό δε ότι οι πρώτοι Χριστιανοί κατά αντιστοιχία με την παγανιστική τελετουργία της λατρείας του Θεού Ήλιου, δεν προσεύχονταν ποτέ αν δεν γύριζαν προς την Ανατολή του ήλιου, ενώ και ναοί τους είχαν μέτωπο προς τον ανατέλλοντα Ήλιο, αλλά και όλοι οι ναοί είχαν μέτωπο προς τον ανατέλλοντα Ήλιο). Και αυτό βέβαια όταν ο απόστολος Παύλος αναφέρει στη Β΄ Κορινθίους 6:14  17:

«Μη ομοζυγείτε με τούς απίστους, διότι τίνα μετοχήν έχει η δικαιοσύνη με την ανομίαν; Τίνα δε κοινωνίαν το φως προς το σκότος; Δια τούτο εξέλθετε εκ μέσου αυτών και αποχωρίσθητε, λέγει ο Κύριος, και μη εγγίσητε ακάθαρτον και εγώ θέλω σας δεχθή».

Η απάντηση είναι ο Ήλιος, τον οποίο οι αρχαίοι λαοί είχαν θεοποιήσει. Οι αρχαίοι λαοί αναπαριστούσαν την κίνηση του ήλιου με την ζωή ενός ανθρώπου που γεννιόταν κατά την χειμερινή τροπή του ήλιου που μεγάλωνε βαθμιαία καθώς αυξάνονταν και οι ώρες που ο ήλιος φωταγωγούσε την Γη, και πέθαινε ή ανασταίνονταν τον Μάρτιο την ημέρα της Εαρινής Ισημερίας, συμβολίζοντας με αυτόν τον τρόπο την αναγέννηση του φυτικού βασιλείου μέσα από την μήτρα της Γης. Το χειμερινό Ηλιοστάσιο 22-25 Δεκεμβρίου σημαίνει την αρχή του χειμώνα, και ο αρχίζει βαθμιαία να αυξάνει η ημέρα έως ότου εξισωθεί με την νύχτα, κατά την Ιση-μερία τον Μάρτιο. Τότε ο Ήλιος νικά το σκοτάδι, και έρχεται η άνοιξη η εποχή της αναγέννησης για την φύση Οι Αιγύπτιοι στις 25 Δεκεμβρίου εόρταζαν την γέννηση του θεού-ήλιου Όσιρη.

Μετά την δολοφονία του ένα δένδρο ξεφύτρωσε στο οποίο Ίσις κάθε επέτειο της γέννησης του στις 25 Δεκεμβρίου άφηνε δώρα γύρω από το δένδρο. Οι Βαβυλώνιοι, και οι Φοίνικες ονόμαζαν το θεό-ήλιο Βαάλ , οι Πέρσες λάτρευαν τη γέννηση του Αήττητου-ήλιου και θεού Μίθρα Βασιλιά, ενώ οι Βραχμάνοι στην γέννηση του ψάλλουν: «Εγέρσου ω βασιλιά του κόσμου, έλα σε μας από τις σκηνές σου».
Οι αρχαίοι Έλληνες κατά την χειμερινή τροπή του ήλιου γιόρταζαν την γέννηση του Διονύσου. Ο Διόνυσος αποκαλούταν «σωτήρ» και θείο «βρέφος», το οποίο γεννήθηκε από την παρθένο Σέμελη. Ήταν ο καλός «Ποιμήν», του οποίου οι ιερείς κρατούν την ποιμενική ράβδο, όπως συνέβαινε και με τον Όσιρη. Τον χειμώνα θρηνούσαν το σκοτωμό του Διονύσου από τους Τιτάνες, αλλά στις 30 Δεκεμβρίου εόρταζαν την αναγέννησή του. Οι γυναίκες-ιέρειες ανέβαιναν στην κορυφή του ιερού βουνού και κρατώντας ένα νεογέννητο βρέφος φώναζαν «ο Διόνυσος ξαναγεννήθηκε. Ο Διόνυσος ζει» , ενώ σε επιγραφή αφιερωμένη στον Διόνυσο αναγράφεται: «Εγώ είμαι που σε προστατεύω και σε οδηγώ, εγώ είμαι το Άλφα και το Ωμέγα».



Η εορτή αυτή πέρασε και στην αρχαία Ρώμη με τις δημοφιλείς γιορτές των Σατουρναλίων, προς τιμήν του Κρόνου τον Δεκέμβριο αλλά και της θεάς Δήμητρας, γι΄ αυτό και έκαναν θυσίες χοίρων για την ευφορία της γης . Τα Σατουρνάλια ήταν από τις σημαντικότερες ονομάζονταν « DIES INVICTI SOLIS «, «Ημέρα του αήττητου ήλιου», και άρχιζαν στις 17 Δεκεμβρίου και διαρκούσαν επτά ήμερες. Στην εορτή αυτή αντάλλασσαν δώρα, συνήθως λαμπάδες και στα παιδία έδιναν πήλινες κούκλες και γλυκά σε σχήμα βρέφους για να θυμίζουν το Κρόνο, που τρώει τα παιδιά του.

Σταδιακά λοιπόν τα γενέθλια του θεού Ήλιου μετατράπηκαν σε γενέθλια του Υιού του Θεού. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι «εθνικοί-ειδωλολάτρες» αποκαλούσαν την Πρώτη Ημέρα της εβδομάδας Ημέρα του θεού-Κυρίου Ήλιου, ορολογία την οποία αργότερα χρησιμοποίησαν και οι εκκλησιαστικοί Πατέρες για λόγους σκοπιμότητας ίσως. Κάτι που διασώζεται έως σήμερα στα Αγγλικά ως SUN-DAY, στα Γερμανικά SONN-TAG. Ο Ιουστίνος ο μάρτυς (114-165 μ.Χ.) γράφει στη 2η απολογία του για τον Ιησού: 


«...σταυρώθηκε, πριν το Σάββατο, ΠΟΥ ΗΤΑΝ Η ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ “ΚΡΟΝΟΥ” και την επόμενη ημέρα ΠΟΥ ΗΤΑΝ Η ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ (θεού) “ΗΛΙΟΥ” και η οποία μετονομάσθηκε σε ΚΥΡΙΑΚΗ, αναστήθηκε και εμφανίσθηκε στους μαθητές Του...»

Εκτός όμως της ημέρας της γέννησης και πολλές από τις παραδόσεις που συνδέονται με τα Χριστούγεννα ανταλλαγή δώρων, στολισμοί, κάλαντα, Χριστουγεννιάτικο δέντρο έχουν τις ρίζες τους σε παλαιότερες θρησκείες.


Πιο συγκεκριμένα τα κάλαντα τα οποία πήραν τ' όνομά τους από τις αρχαίες Ρωμαϊκές καλένδες του Γεναρίου, ήταν μία ρωμαϊκή εορτή κατά την οποία οι Ρωμαίοι ξεχύνονταν στους δρόμους και στις πλατείες με τραγούδια, φωνές και λαϊκά ξεφαντώματα για να γιορτάσουν το διπρόσωπο θεό Ιανό.(απ' αυτόν πήρε το όνομα του ο μήνας Ιανουάριος). Πίσω όμως από τα κάλαντα κρύβεται ένα αρχαίο Ελληνικό έθιμο με το όνομα Ειρεσιώνη, που αναφέρεται ήδη από τον Όμηρο, ο οποίος ευρισκόμενος στην Σάμο, σκάρωσε διάφορα τραγούδια τα οποία μαζί με μια ομάδα παιδιών τα τραγουδούσαν στα σπίτια των πλουσίων ευχόμενοι πλούτο, χαρά και ειρήνη.

Συμβόλιζε την ευφορία και γονιμότητα της γης και εορτάζονταν δυο φορές το χρόνο, μια την άνοιξη με σκοπό την παράκληση των ανθρώπων προς τους θεούς κυρίως του Απόλλωνος-ήλιου και των Ωρών για προστασία της σποράς και μια το φθινόπωρο, για να τους ευχαριστήσουν για την συγκομιδή των καρπών. Ταυτόχρονα με τις ευχαριστίες προς τους θεούς, έδιναν ευχές και στους συνάνθρωπους. Τα παιδιά γύριζαν από σπίτι σε σπίτι, κρατώντας ελιάς ή δάφνης στολισμένα με μαλλί (σύμβολο υγείας και ομορφιάς) και καρπούς κάθε λογής, τραγουδώντας για καλύτερη τύχη και γονιμότητα της γης. Πολλά από τα παιδιά έφεραν τον κλάδο σπίτι τους και τον κρεμούσαν στην πόρτα όπου έμενε όλο το έτος.(κάτι που συνηθίζουμε να κάνουμε σήμερα την Πρωτομαγιά).


Οι ευχές και τα τραγούδια περνώντας από γενιά σε γενιά, κληρονομήθηκαν στα Ρωμαϊκά Χρόνια με τις Καλένδες, απ' τις οποίες έλαβαν τη μορφή που απαντάμε σήμερα, από τα Πρωτοχριστιανικά κιόλας χρόνια. Ένα άλλο Χριστουγεννιάτικο έθιμο αυτό του Χριστουγεννιάτικου δένδρου όπως είδαμε έχει τις ρίζες του στην αρχαία Αίγυπτο.


Σύμφωνα με την παράδοση αυτός που καθιέρωσε το έλατο ως «χριστουγεννιάτικο δέντρο» ήταν ο Άγιος Βονιφάτιος, που θέλησε να αντικαταστήσει την ιερότητα που απέδιδαν οι ειδωλολάτρες στη δρυ, και αυτό παρότι στον Ιερεμία 10: 2-4 αναφέρεται :


«Μη μανθάνετε την οδόν των εθνών.. Διότι τα έθνη πτοούνται εις αυτά. Διότι τα νόμιμα των λαών είναι μάταια. Διότι κόπτουσιν ξύλον εκ του δάσους, έργον χειρών τέκτονος με τον πέλεκυν. Καλλωπίζουσιν αυτό με άργυρον και χρυσόν. Στερεόνουσιν αυτό με καρφία και με σφύρας δια να μη κινείται».

Το χριστουγεννιάτικο δέντρο εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Γερμανία στο τέλος του 16ου, αλλά έως τις αρχές του 19ου αιώνα δεν ήταν διαδεδομένο ευρέως – τοποθετούνταν μόνο στις εκκλησίες. Το δέντρο ως Χριστιανικό σύμβολο, συμβολίζει την ευτυχία που κρύβει για τον άνθρωπο η γέννηση του Χριστού. Σταδιακά το δένδρο άρχισε να γεμίζει με διάφορα χρήσιμα είδη- κυρίως φαγώσιμα κι αργότερα ρούχα κι άλλα είδη καθημερινής χρήσης, (κάτι που γινόταν στους αρχαίους Ελληνικούς ναούς) συμβολίζοντας την προσφορά των Θείων Δώρων.

Στην σύγχρονη Ελλάδα το έθιμο το εισήγαγαν οι Βαυαροί με τον στολισμό στα ανάκτορα του Όθωνα το 1833. Μετά τον το Β’ παγκόσμιο πόλεμο το δέντρο με τις πολύχρωμες μπάλες μπήκε σε όλα τα ελληνικά σπίτια.

Τέλος το κόψιμο της βασιλόπιτας αποτελεί εξέλιξη του αρχαίο Ελληνικού εθίμου του εορταστικού άρτου, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες πρόσφεραν στους θεούς σε μεγάλες αγροτικές γιορτές, όπως τα Θαλύσια και τα Θεσμοφόρια.



Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ελληνική Αγωγή».

Δεν υπάρχουν σχόλια: