Κινδυνεύουμε να ξεχάσουμε ότι ο άνθρωπος που εξύμνησαν οι Έλληνες ήταν ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος. Αγαπούσε τη ζωή και τις γιορτές, τα συμπόσια, τον έρωτα, το κάλλος, τη γνώση, την αρετή, την ανδρεία, τη δόξα, την υστεροφημία. Όλα αυτά τα ανδραγαθήματα, τα πάθη, αλλά και οι υπερβολές, είχαν οδηγήσει τους Έλληνες στο τοποθετήσουν στο αέτωμα του ναού του Απόλλωνος στο μαντείο των Δελφών δύο από τα σπουδαιότερα Δελφικά Παραγγέλματα, το ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ (να γνωρίσεις τον εαυτό σου), και το ΜΗΔΕΝ ΑΓΑΝ (να κάνεις τα πάντα με μέτρο, αποφεύγοντας την υπερβολή), ως οδηγούς ζωής .
Αν στα παραπάνω προσθέσουμε την φράση του Πρωταγόρα στον Θεαίτητο του Πλάτωνος (152a)
«πάντων χρηµάτων µέτρον ἐστίν ἄνθρωπος, τῶν µέν ὄντων ὡς ἐστιν, τῶν δέ οὐκ ὄντων ὡς οὐκ ἔστιν», τότε αποκτούμε μία εικόνα για τις βασικές αρχές του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού.
Η προαναφερθείσα φράση αυτή του Πρωταγόρα εισάγει θα έλεγε κανείς έναν ανθρωποκεντρισμό καθώς και την έννοια της σχετικότητας και του υποκειμενισμού ως προς την προσέγγιση της αλήθειας και γενικότερα των πραγμάτων. Σημαίνει πως ότι ο άνθρωπος αποτελεί το μέτρο της αλήθειας και ότι κάθε υποκειμενική άποψη έχει την αξία της, αλλά συγχρόνως και ότι η αλήθεια και η πραγματικότητα είναι σχετική, δεν υπάρχει κάποια απόλυτη αντιμετώπιση της αλήθειας, η οποία συχνά εκφεύγει , διαφοροποιείται, διαστρεβλώνεται κατά το δοκούν και με βάση τις ιδιαίτερες πεποιθήσεις, το ιδεολογικό υπόβαθρο καθενός, τις αντιλήψεις και τα πιστεύω του, τα οποία ούτως ή άλλως έχουν υποκειμενική χροιά και δεν μπορεί να είναι απολύτως κοινά και, με έναν φορμαλιστικό τρόπο, δεδομένα.
Οι αρχές του καθενός, οι αξίες, τα ιδανικά, οι προκαταλήψεις ή τα στερεότυπά του διαμορφώνουν την αντιμετώπισή του έναντι των συνθηκών και των καταστάσεων της ζωής. Αυτές είναι που οδηγούν στην διαμόρφωση της στάσης του και στην υιοθέτηση της αλήθειας, όχι της αντικειμενικής (κατά τοῦτο τὸ πρᾶγμα, κατά τον Αριστοτέλη στα Ηθικά Νικομάχεια), αλλά της υποκειμενικής (καθ’ ἡμᾶς) [1].
Γεγονός το οποίο αντικατοπτρίζεται στην αρχαία Ελληνική τέχνη, η οποία είναι κατ’ αρχήν ιδιαίτερα ανθρώπινη. Αρκεί να σκεφτούμε την Αίγυπτο ή την Ινδία για να κατανοήσουμε τη διαφορά. Ακόμα και όταν παριστάνει γίγαντες και τέρατα, πλησιάζει όλο και περισσότερο την ανθρώπινη μορφή. Στις μάχες μεταξύ θεών και γιγάντων μόλις διακρίνουμε τους μεν από τους δε: όλοι μοιάζουν με ανθρώπους (όπως στο διάζωμα του θησαυρού των Σιφνίων στους Δελφούς).
Και όταν ένας θεός και ένας άνθρωπος βρίσκονται ο ένας απέναντι στον άλλον, μόλις διακρίνουμε αν ο θεός είναι μεγαλύτερος από τον άνθρωπο: όπως στο διάζωμα του θησαυρού των Αθηναίων, πάντα στους Δελφούς [2].
Οι άνθρωποι φοβούνται λιγότερο τους θεούς όσο πιο ελεύθερα επικοινωνούν μαζί τους, εφόσον δεν έχουν ούτε δόγμα ούτε κλήρο. Ο ανθρωπομορφισμός είναι ο κανόνας. Οι θεοί στην Ελληνικοί παράδοση, είναι ποικίλοι, υποταγμένο όμως και αυτοί στην ανάγκη, με ανθρώπινα πάθη και αδυναμίες. Εξαιτίας των συνεχών συγκρούσεων μεταξύ τους, ο άνθρωπος καταφεύγει στον ένα ή στον άλλον. Σίγουρα, οι θεοί μπορούν να χτυπούν, και ιδίως ο Δίας, ο βασιλιάς τους. Αλλά οι άνθρωποι, παρ’ ότι το ξέρουν, δεν ζουν μέσα στον τρόμο ούτε στην υποταγή.
Δεν είναι τυχαίο πως οι Έλληνες είχαν καταλάβει την μυστηριώδη δύναμη της κρυφής πλευράς των πραγμάτων. Μας κληροδότησαν μια από τις ωραιότερες λέξεις της γλώσσας μας, την λέξη ενθουσιασμός από το εν-θεός μέσα μας. Το μεγαλείο των πράξεων του ανθρώπου έχει ως μέτρο του, την έμπνευση από την οποία πηγάζουν. Μακάριος όποιος φέρει έναν θεό μέσα του.
Οι ποιητές κοροϊδεύουν τους θεούς όταν βρουν την ευκαιρία: εν τούτοις δεν καταποντίζονται στις καταστροφές. Και επιπλέον υπάρχουν οι ενδιάμεσοι και οι δυνατότητες επικοινωνίας -με τους ήρωες, που είναι σχεδόν ημίθεοι, και με τους χρησμούς από τους οποίους μπορούν να ζητήσουν συμβουλή. Αν προσθέσουμε ότι οι θεοί είναι πρόγονοι πολλών οικογενειών και οι προστάτες της μιας ή της άλλης πόλης, εκτιμούμε πόσο μειώνεται η απόσταση ανάμεσα στο θείο και στο ανθρώπινο.
Αργότερα, οι δοξασίες επέτρεψαν πολύ πιο προσωπικές σχέσεις με τη θεότητα. Αυτό παρέμεινε αληθινό ως το τέλος του Ελληνισμού και διευκόλυνε, μερικές φορές, τις μεταλλαγές με το Χριστιανισμό. Ήταν, γενικά, μία θρησκεία που αποδεχόταν και συγχρόνως γινόταν εύκολα αποδεκτή. Ξέρουμε πως ο απόστολος Παύλος βασίστηκε, όταν βρέθηκε στην Αθήνα, στην ύπαρξη της λατρείας «τω Αγνώστω θεώ».
Ακόμα και ο Ελληνικός ναός βρίσκεται στα μέτρα του ανθρώπου, απόλυτα εναρμονισμένος με την φύση, με απέριττες γραμμές, στο οποίο η γλυπτική κατέχει μια πολύ οριοθετημένη θέση.. Δεν έχει ούτε την έπαρση των πυραμίδων ούτε την πληθώρα των γλυπτών του ναού της Άνγκορ Βατ στην Ανατολή (Καμπότζη). Είναι ίσως η ιδέα, παραπλανητική από πρώτη άποψη, που εκφράζει ο Περικλής στο Θουκυδίδη όταν δηλώνει: «Φιλοκαλούμεν γαρ μετ’ ευτελείας».
Αυτό που ενδιέφερε τον Έλληνα ήταν ένα πάθος για την αλήθεια, δηλαδή αυτό το οποίο είναι πραγματικά υπαρκτό, όχι για το εφήμερο, όχι για το προσωρινό αλλά αυτό που μένει, αυτό που είναι αιώνιο, ακατάληπτο, αμετάβλητο. Και ποιο είναι αυτό; Είναι ο λόγος των πραγμάτων. Τι θα πει ο λόγος των πραγμάτων; Η ουσία των πραγμάτων! Δηλαδή εκείνα τα γνωρίσματα κάθε όντος τα οποία κάνουν αυτό το ον να μετέχει στην ύπαρξη.
Όταν βλέπετε για παράδειγμα ένα άγαλμα του Απόλλωνα, αυτό που παριστάνει το άγαλμα δεν είναι ένα ωραίο παλικάρι το οποίο κάθετε ο γλύπτης και φτιάχνει το αντίγραφο του. Ή αν θέλει να φτιάξει την Αφροδίτη, παίρνει και στήνει μια ωραία κοπέλα, αυτό δηλαδή που έκαναν οι καλλιτέχνες στην Ευρωπαϊκή Αναγέννηση. Ο αρχαίος Έλληνας αφαιρεί από κάθε ωραία κοπέλα ή από κάθε ωραίο άντρα όλα τα περιστατικά και περιστασιακά γνωρίσματα. Αφαιρεί όλα αυτά για να φτάσει σ’ αυτόν τον λόγο. Επομένως ο θεατής του αγάλματος να έχει την αγαλλίαση της θέας εκείνων των στοιχείων που είναι αθάνατα. Δεν πεθαίνουν, δεν φθείρονται, είναι το όντος υπαρκτό.
Αντίστοιχα θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για την αρχιτεκτονική […] όπου ο στόχος ήταν πάλι να αποτυπωθεί ο λόγος του όντος υπαρκτού δηλαδή η αρμονία εκείνων των σχέσεων που καθιστά το σύμπαν κόσμο, κόσμημα. Έλεγε κάποτε ο Πικιώνης, ένας πολύ μεγάλος αρχιτέκτονας της εποχής μας «πως να καταλάβουμε την μετόπη του Παρθενώνα σήμερα που καταστρέψαμε την μετόπη της Πεντέλης;»
Ο Παρθενώνας λογοποιούσε τις σχέσεις του φυσικού περιβάλλοντος της Αττικής. Όταν αυτό το περιβάλλον χάσει τον λόγο του, την αρμονία των γραμμών του, τότε δεν μπορεί και να αποτυπωθεί. [3].
Η αισθητική των αρχαίων Ελλήνων πήγαζε και εμπνεόταν από τις λαϊκές θρησκευτικές δοξασίες, αλλά ταυτόχρονα αποτελούσε και έκφραση πολιτικής ισχύος με την υψηλή καλλιτεχνική απόδοση των ιδεωδών της κοινωνίας. ΟJ.J. Winkelmann υποστήριξε πρώτος ότι η «τελειότητα» της αρχαίας Ελληνικής τέχνης οφείλεται στις συνθήκες της ατομικής ελευθερίας.
Ο Hegel υποστήριξε πως στην αρχαία Ελλάδα: «η τέχνη ήταν η ανώτερη μορφή μέσα από την οποία ο λαός παριστούσε τους θεούς και αποκτούσε συνείδηση της αλήθειας. Γι’ αυτό οι καλλιτέχνες και ποιητές της Ελλάδας είχαν γίνει οι δημιουργοί των θεών τους, δηλαδή οι καλλιτέχνες προσέφεραν στο έθνος τους μια συγκεκριμένη παράσταση της ζωής και των πράξεων των θεών, και στη θρησκεία ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο».
Η ρήση του μαντείου των Δελφών ότι «το πιο δίκαιο είναι το πιο όμορφο» καταδεικνύει το σφαιρικό τρόπο με τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες αντιλαμβάνονταν την ομορφιά. Μέσα από αυτή λοιπόν την ευρεία και γενική αντίληψη του «ωραίου» στην αρχαιοελληνική σκέψη εκπορεύτηκε σταδιακά η πιο στενή και συγκεκριμένη θεώρηση του «αισθητικά ωραίου». Οι Έλληνες ήταν οι πρώτοι που έδωσαν σε αυτήν την πιο στενή αντίληψη του «ωραίου» άλλα ονόματα. Οι ποιητές έλεγαν για μια «γοητεία» που «δίνει χαρά στους θνητούς», διάφοροι ύμνοι μιλούσαν για την «αρμονία» του κόσμου, οι γλύπτες αναφέρονταν στη «συμμετρία» και οι ρήτορες στην «ευρυθμία».
Πηγή της αισθητικής των καλλιτεχνών αποτελούσε η γενικότερη «λατρεία του κάλλους» των αρχαίων Ελλήνων, το οποίο είχαν προσωποποιήσει στη μορφή της θεάς Αφροδίτης. Στην αρχαιοελληνική σκέψη το κάλλος είχε άμεση σχέση με την αρμονία. Σύμφωνα με την αρχαία κοσμογονία, από την Αφροδίτη γεννήθηκαν η Αρμονία κα ο Έρως. Καθώς η έννοια του κάλλους δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τη μορφή, ο Έρως είναι ο νόμος της διαιώνισης των μορφών και η Αρμονία ο νόμος συλλειτουργίας τους. Επομένως, Έρως και Αρμονία είναι οι βασικοί νόμοι που διέπουν τις μορφές. Η έκφραση μιας μορφής αποδίδει την εσωτερική αρμονία και αντανακλά το εσωτερικό κάλλος, το οποίο με τη σειρά του εξωραΐζει την ίδια τη μορφή.
Στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνα και από άλλες πηγές γνωρίζουμε ότι το «κάλλος» σήμαινε πολύ περισσότερα από το χάρισμα της ερωτικής γοητείας. Στο εξωτερικό κάλλος ερχόταν να προστεθεί ως αναπόσπαστο τμήμα του και το εσωτερικό κάλλος. Έτσι, σύμφωνα με την επικρατούσα αρχαιοελληνική αντίληψη, το ωραίο ήταν ταυτόχρονα και ενάρετο. Η λέξη άγαλμα εξάλλου «άγαλμα», σύμφωνα με την πλειονότητα των φιλολόγων, πρόκειται για ένα αντικείμενο που κάνει τη θεότητα στην οποία είναι αφιερωμένο αλλά και όποιον το βλέπει να «αγάλλεται».
Οι θεοί αναγνωρίζουν το κάλλος ενός ανθρώπινου σώματος με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο το εκτιμούν και οι θνητοί. Άλλωστε, ο Δίας απήγαγε το Γανυμήδη στον Όλυμπο και τον αναγόρευσε οινοχόο του επειδή ήταν λυγερός και όμορφος, κάτι που αποδεικνύει ότι οι θεοί στο θέμα της ομορφιάς είχαν ακριβώς τις ίδιες προτιμήσεις με τους θνητούς.
Συνοψίζοντας θα λέγαμε πως όσον αφορά τον ορισμό του «ωραίου», η λέξη «καλός» ήταν σχεδόν συνώνυμη με τη λέξη «αγαθός». Ότιδήποτε χαρακτηριζόταν «ωραίο» έπρεπε ταυτόχρονα να είναι «καλό» και ευχάριστο. Αυτή η αντίληψη είχε πεδίο εφαρμογής σε ανθρώπινα σώματα, ναούς, αγάλματα αλλά και σε χαρακτήρες, νόμους και πολιτεύματα. Περιλαμβάνονταν επομένως στην έννοια του «ωραίου» και η αντιληπτή μέσω των αισθήσεων ομορφιά και η πνευματική ομορφιά, και η ρεαλιστική και η ιδεατή ομορφιά. Έτσι, το «ωραίο» και η ομορφιά για τους αρχαίους Έλληνες αποτελούσαν κοσμικές αλήθειες. Πίστευαν πως οτιδήποτε είναι όμορφο σε ένα συγκεκριμένο πράγμα είναι όμορφο καις ε οποιοδήποτε άλλο, καθώς και πως ό,τι φαίνεται ωραίο σ’ έναν συγκεκριμένο άνθρωπο θα φαίνεται ωραίο και σε όλους τους άλλους. Με βάση αυτόν το συλλογισμό αναπτύχθηκαν και οι ιδέες της «αρμονίας» και της «συμμετρίας».
Τέλος, το «ωραίο» ενυπάρχει και στο φυσικό κόσμο και στα προϊόντα της τέχνης, αλλά στον υπέρτατο βαθμό εντοπίζεται στη Φύση. Ακόμη, χαρακτηριστικό γνώρισμα της αρχαίας Ελληνικής βιοθεωρίας ήταν η πεποίθηση ότι κάθε πράγμα έχει ένα κατάλληλο γι’ αυτό σχήμα και ανάλογα με τη φύση του πράγματος αυτό το σχήμα διαφέρει. Έτσι, η «καταλληλότητα» αποκτά μια ηθική και μια αισθητική διάσταση, που γίνεται φανερή στις θεωρίες για την τέχνη, στην ποίηση και στη ρητορική.
Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι έδιναν, λοιπόν, μεγάλη αξία τόσο στην ομορφιά όσο και στην καταλληλότητα, εξυμνούσαν και την καθολική ομορφιά αλλά και τη μεμονωμένη-ατομική καταλληλότητα. Με άλλα λόγια, αναγνώριζαν δύο ειδών έννοιες του «ωραίου», την υπερκοσμική ομορφιά της συμμετρίας και την ατομική ομορφιά της καταλληλότητας…[4]
Πηγές:
[1].«Πάντων χρημάτων μέτρον ἐστίν ἄνθρωπος», Κωνσταντίνος Τσίπρας, Φιλόλογος - Διδάκτωρ Κλασικής Φιλολογίας.
[2]Ζακλίν Ντε Ρομιγί «Γιατί η Ελλάδα;»
[3] Απόσπασμα από άρθρο του Χρήστου Γιανναρά.
[4] Πτυχιακή Εργασία «Η ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ», ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΜΑΥΡΕΛΛΗ ΤΟΜΕΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ Α.Π.Θ.