Σάββατο 5 Ιουλίου 2025

Καύσωνας, Θεός Ύπνος και η Λήμνος — Μυθοπλασία καύσωνος και νυσταγμού.

 


Σύγχρονο πρωτότυπο δοκίμιο με την μορφή αρχαίας Ελληνικής Μυθοπλασίας.

Στις καυτές μέρες του καλοκαιριού, όταν ο Σείριος σκαρφαλώνει στον ουρανό δίπλα στον Ήλιο, και η ατμόσφαιρα πυρώνει όπως ο κλίβανος του Ηφαίστου, όλα στη γη —άνθρωποι, σπαρτά και ζώα— στενάζουν κάτω απ’ το βάρος της φωτιάς. Ακόμα κι οι θεοί δεν μένουν αλώβητοι. Ναι, ακόμη και στον Όλυμπο κάνει… ζέστη.

Ήταν, λοιπόν, εκείνες οι διαβόητες Κυνάδες ημέρες, όταν η ανατολή του Σειρίου σήμαινε όχι μόνο καύμα, αλλά και κρίση υπαρξιακή για τον πιο υπναρά των θεών: τον Ύπνο. Όσο οι άνθρωποι ίδρωναν και στριφογύριζαν στα άχυρα, οι θεοί πετάριζαν στα ανάκλιντρα τους δίχως να κλείνουν βλέφαρο. Ο Ύπνος είχε αρχίσει να βλέπει τους εφιάλτες... ξύπνιος. Και σαν να μην έφτανε αυτό, η πελατεία του μειωνόταν αισθητά. Οι Αϋπνίες —κάτι μικρές, μοχθηρές θεότητες με μυτερά δάχτυλα— οργίαζαν, παίρνοντας το πάνω χέρι στον αιθέριο αυτόν κλάδο.

Ο Ύπνος, άλλοτε ράθυμος και νηφάλιος, περπατούσε τώρα νευρικά στις άκρες του Ολύμπου με βλέφαρα κατακόκκινα και βλέμμα απλανές. “Ούτε ένας αναστεναγμός βαθύς, ούτε ένα χασμουρητό με ουσία...” μουρμούριζε.

Ώσπου μια μέρα τον συνάντησε ο Ήφαιστος, που ανέβαινε απ’ το ηφαιστειώδες του εργαστήριο στην Λήμνο, με μια φλόγα ακόμη στο μανίκι του.

— Ύπνε, φίλε μου, γιατί τέτοια κατάρρευση; Φαίνεσαι σαν να σε πέτυχε φουρτούνα… σε αχυρένιο στρώμα.

— Μη με βλέπεις έτσι, Ήφαιστε. Αυτή η εποχή… με διαλύει. Η ζέστη είναι ανυπόφορη, ακόμα και στον Όλυμπο, και κανείς δεν κοιμάται πια. Οι Αϋπνίες πανηγυρίζουν. Οι άνθρωποι στριφογυρνούν, οι θεοί παραμιλούν, κι εγώ... νιώθω αδύναμος.

Ο Ήφαιστος αναστέναξε, σκούπισε τον ιδρώτα από το καπνομουτζουρωμένο μέτωπο του με ένα χαλκουργικό πανί και του απάντησε:

— Έλα μαζί μου στη Λήμνο! Τη γνωρίζεις; Είναι η δική μου κατοικία στη γη. Νησί δροσερό, ανεμόεσσο, με θαλασσινές σπηλιές, κρυφές ακτές και κύματα που νανουρίζουν. Θα βρεις τη γαλήνη σου, φίλε μου. Οι Λημνιοί με αγαπούν, αλλά —για να λέμε την αλήθεια— σε σένα έχουν μια ιδιαίτερη αδυναμία. Είναι άνθρωποι που ξέρουν να... κοιμούνται!

Ο Ύπνος σήκωσε τα φρύδια. Ένα νησί μόνο για καλοκαίρι; Δροσιά, άνεμος, θάλασσες και ιερή τεμπελιά; Του φάνηκε ιδανικό.

Και έτσι, από τις μέρες του αρχαίου κόσμου, λέγεται πως ο θεός Ύπνος περνά τα καλοκαίρια του στη Λήμνο, κοιμώμενος στις σκιερές χαράδρες της Μύρινας με θέα τον Άθω, το ιερό άβατο της Αρτέμιδος, βουτώντας στον ήσυχο όρμο της Ηφαιστίας, και κάνοντας σιέστα στις αλυκές, στην χορταρολίμνη παρέα με τα φλαμίνγκο. Not bad at all 😁

Η απόφαση πάρθηκε. Και ο Θεός Ύπνος ήρθε να κατοικήσει μαζί με τον Ήφαιστο ανάμεσα στους θνητούς της Λήμνου. Η παρουσία του θεού άλλαξε τους ρυθμούς του νησιού: ακόμα και σήμερα, στις πιο καυτές ώρες της μέρας, η Λήμνος βυθίζεται σε μια μαγική σιγή. Τα τζιτζίκια ψιθυρίζουν σαν ρολόγια ονείρου, οι άνθρωποι κλείνουν παντζούρια και καρδιές, και το μεσημεριανό ύπνος είναι σχεδόν υποχρεωτικός.

Οι παλιοί λένε πως, αν κοιμηθείς στο νησί εκείνη την ώρα, ο ίδιος ο Ύπνος περνά απαλά από δίπλα σου και σου αφήνει ένα όνειρο στα χείλη — κάτι δροσερό, κάτι με αλάτι και ανεμόεσσες θύμησες.


Κι όταν φυσούν τα μελτέμια, δεν είναι μόνο οι θάλασσες που χαίρονται. Είναι και ο Ύπνος που αναστενάζει γλυκά, σκεπασμένος με ένα σεντόνι από αρμύρα και παύση.


Υ.Γ. Αν νυστάξεις στη Λήμνο, άφησέ τον να σε πάρει. Δεν είναι κόπωση· είναι μυθική ευλογία. Δοκιμάστε το 🙏

Το μυητικό ταξίδι του Φιλοκτήτη και των Αχαιών προς την Τροία.

 


Τα καλοκαίρια τα περνούσαμε στη Λήμνο μαζί με τον παππού και τη γιαγιά. Η παιδική ανεμελιά, τα παιχνίδια, η θάλασσα με τα αρώματά της, τα καρπούζια — εκείνα τα μικρά κόκκινα καρπούζια που ο παππούς πετούσε πάνω στην ξερολιθιά για να ανοίξουν στα δύο. Η πέτρα κοκκίνιζε κι αναδυόταν ένα θεσπέσιο άρωμα, τέτοιο που πια υπάρχει μόνο στη μνήμη. 

Ο παππούς μας έβαζε πάνω σε μεγάλες κοφίνες στο γαϊδουράκι και μας πήγαινε βόλτες. Κι εμείς, πιτσιρίκια τότε, νιώθαμε κυρίαρχοι του κόσμου. Ήταν ένας άλλος κόσμος, πιο απλός, πιο ευτυχισμένος με τα ουσιώδη και τα αληθινά σημαντικά.

Τα βράδια, κάτω από το μεγάλο δέντρο στην αυλή, ο παππούς μάς έλεγε ιστορίες για τη Λήμνο: για τις Αμαζόνες, για το πώς οι Λημνιές γυναίκες σκότωσαν όλους τους άνδρες από το νησί, και για τον Φιλοκτήτη, τον μεγάλο τοξοβόλο των Αχαιών, που έζησε στα Καβείρια. 

Είχε παρακολουθήσει μόλις  λίγες τάξεις στο δημοτικό, αλλά είχε βαθιά μνήμη και αγάπη για τον τόπο του. Ένα καλοκαίρι μού χάρισε ένα βιβλίο που περιέγραφε τη ζωή του Φιλοκτήτη στη σπηλιά κάτω από τα Καβείρια, εκεί όπου οι αρχαίοι τελούσαν τα ιερά μυστήρια προς τιμήν των Καβείρων, των παιδιών του Ηφαίστου. 

Ο Ήφαιστος ήταν ο μόνος από τους Ολύμπιους θεούς που δεν κατοικούσε στον Όλυμπο, αλλά ανάμεσα σε ανθρώπους, εδώ στην Ανεμόεσσα Λήμνο.

Τα χρόνια πέρασαν, ο παππούς έφυγε, αλλά οι μνήμες έμειναν. Οι ιστορίες του για τον Φιλοκτήτη και τους Καβείρους ζωντάνευαν σε κάθε καλοκαιρινή επιστροφή στο νησί του Ηφαίστου. Θυμάμαι ένα καλοκαίρι — πρέπει να ήταν το 1994 — που επισκέφθηκα ξανά τη Λήμνο. Μεγαλύτερος πια, άρχισα να ψάχνω τα μυστικά του νησιού και να προσπαθώ να δώσω νόημα στις αρχαίες ιστορίες. 

Το νησί έχει μεγάλη ιστορία και πολλά μπορείς να ανακαλύψεις, αρκεί να αφεθείς στην ενέργειά του. Κάθε βράχος, κάθε ξερολιθιά, κάθε σπηλιά και παραλία ψιθυρίζουν ιστορίες ανθρώπων και θεών που σημάδεψαν γενιές.

Με βιβλία παραμάσχαλα, έναν φίλο και μια εντούρο μηχανή (το γαϊδουράκι του παππού μας είχε αφήσει χρόνους από καιρό), ξεκίνησα να αναζητώ την ιστορία πίσω από τον μύθο, προσπαθώντας να δώσω νόημα στις μνήμες. Ήταν η εποχή που συνέχιζαν τις ανασκαφές στα Καβείρια και την Ηφαίστεια. Παντού γαϊδουράγκαθα, σκόρπιες πέτρες και μυστικά καλά κρυμμένα στη γη.

Κάτω από ένα πρόχειρο στέγαστρο των εργατών της ανασκαφής, είδα μια μοναχική μορφή να γράφει σε ένα τετράδιο. Ήταν ο Γιώργος – 29 ετών τότε, ήδη καθηγητής αρχαιολογίας στην Αμερική. Ο πατέρας του Έλληνας, η μητέρα από τη Βραζιλία. 

Το πανεπιστήμιο που εργαζόταν τον είχε στείλει στην Ελλάδα για έρευνες και είχε περάσει για λίγες ημέρες από τη Λήμνο. Μια τυχαία συνάντηση εξελίχθηκε σε αποκάλυψη ενός κόσμου που έδωσε νέα διάσταση στις ιστορίες του παππού και στο νησί ολόκληρο. Από όλα όσα έμαθα, θα περιοριστώ εδώ σε ό,τι αφορά τον Φιλοκτήτη.

Σύμφωνα με τον Γιώργο, η Λήμνος είχε σπουδαία στρατηγική σημασία, καθώς βρισκόταν στον δρόμο προς την Μικρά Ασία και τη Μαύρη Θάλασσα, όπου γινόταν εξόρυξη και επεξεργασία χρυσού και μεταλλευμάτων. Γι’ αυτό πέρασαν από εκεί οι Αργοναύτες, και γι’ αυτό ο μύθος της Έλλης και του Ιάσωνα προς την Κολχίδα. 

Ο πόλεμος της Τροίας, όπως μας τον περιγράφει ο Όμηρος, δεν έγινε για την «ωραία Ελένη» — ή μάλλον έγινε, αλλά η «ωραία Ελένη» συμβόλιζε μεταφορικά την κυριαρχία για τον χρυσό και τα μέταλλα. Άλλωστε και το όνομα Ελένη παραπέμπει στη λαμπερή, την απαστράπτουσα, σχετιζόμενη τόσο με το φως του ήλιου όσο και με το φως της σελήνης.

Αυτή η ερμηνεία του Γιώργου φώτισε για μένα την ιστορική διάσταση του Ομήρου. Υπάρχει όμως και η αλληγορική: εκείνη που μόνο μυημένοι ή «εκπαιδευμένοι» μπορούν να διακρίνουν, πίσω από τα σύμβολα και τις εικόνες. Ο τυφλός Όμηρος — ο μη ών — δεν ήταν κυριολεκτικά τυφλός, αλλά αλληγορικά: έβλεπε με την ψυχή, όχι με τα μάτια.

Η ιστορία του Φιλοκτήτη, λοιπόν, είναι μια προσκυνηματική πορεία προς την αυτογνωσία. Οι Αχαιοί, με τον καλύτερο τοξοβόλο τους, ξεκινούν για την Τροία. Η κατάκτηση όμως δεν αφορά τον υλικό χρυσό, αλλά τον πνευματικό: την εξερεύνηση του εαυτού και την κατάκτηση του θεϊκού σπινθήρα εντός μας. 

Ο χρυσός, από όλους τους πολιτισμούς, χρησιμοποιήθηκε ως θεϊκό σύμβολο — τόσο για τη σπανιότητά του όσο και για τη λάμψη του. Η αλχημική μεταστοιχείωση, μου είπε ο Γιώργος, δεν αφορά στην πραγματικότητα τη μετατροπή των ευτελών μετάλλων σε χρυσό, αλλά την αναγέννηση της ψυχής. Ο Φιλοκτήτης δεν συμμετέχει απλώς στην κατάκτηση μιας χώρας, αλλά κάνει ένα μυητικό, εσωτερικό ταξίδι για να κατακτήσει το μεγαλύτερο έπαθλο όλων: τον ίδιο του τον εαυτό.

Ο Φιλοκτήτης έχει μαζί του τα βέλη του Ηρακλή — σύμβολα ηλιακά. Όπως το ημερήσιο τόξο του ήλιου φωτίζει τη γη, έτσι και τα βέλη αυτά φέρουν τη φλόγα του πνεύματος. Σε ένα νησί, λίγο πριν φτάσουν στη Λήμνο, ένα φίδι δαγκώνει τον Φιλοκτήτη. Οι σύντροφοί του τον εγκαταλείπουν στη Λήμνο, σε μια σπηλιά κάτω από το ιερό των Καβείρων, ώστε να γιατρευτεί με τη λημνία γη. 

Το φίδι — χθόνιο σύμβολο της γνώσης και της ίασης — κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά: σημάδι διαρκούς νήψης και πνευματικής εγρήγορσης.

Το τραύμα του Φιλοκτήτη σηματοδοτεί την απαρχή της μύησης. Εννέα χρόνια έμεινε εκεί. Ο αριθμός εννέα αναλογεί στους εννέα μήνες της κύησης - αναγέννηση 🐦‍🔥 !

Οι αρχαίοι δεν μετρούσαν απλώς χρόνο· τον αντιλαμβάνονταν σε σχέση με την κυκλική ροή του χρόνου και των εποχών. Οι μέρες  στην σπηλιά δεν περνούσαν, βάθαιναν. Το δηλητήριο έγινε φάρμακο. Το σκοτάδι της σπηλιάς, δάσκαλος. Η λημνία γη δεν ίασε μόνο την ύλη, αλλά και το πνεύμα.

Η σπηλιά — τόπος τελετών — είναι μήτρα ζωής, τόσο φυσικής όσο και πνευματικής. Όπως ο άνθρωπος γεννιέται από το σκοτάδι της μήτρας, έτσι και η γνώση γεννιέται στο σκοτάδι της ενδοσκόπησης. 

Ο άνθρωπος καλείται να αφυπνίσει τις θείες δυνάμεις μέσα του. Η κάθοδος στη σπηλιά αντιστοιχεί στην κάθοδο της ψυχής στη γη, στον συμβολικό θάνατο, ενώ η άνοδος αντιστοιχεί στην ανάβαση προς το πνευματικό φως, στην αναγέννηση. Όπως το έμβρυο κυοφορείται στο σκοτάδι της μήτρας, έτσι και η ψυχή του Φιλοκτήτη εσωτερικεύεται,  και αναπλάθεται.

Στα Καβείρια τιμούσαν τους Καβείρους και τον Ήφαιστο. Στην εσωτερική τους ερμηνεία, ο ακατέργαστος σίδηρος είναι η ψυχή του ανθρώπου, που σφυρηλατείται από το πυρ της αρετής και της γνώσης. Οι σκουριές των παθών καίγονται για να αποκαλυφθεί ο καθαρός, ανώτερος εαυτός. 

Οι Κάβειροι — θεοί του πνευματικού πυρός — ενώνουν το κοσμικό πυρ του Ηφαίστου με το πυρ της Μεγάλης Μητέρας, της μήτρας από όπου όλα ξεκινούν και όπου όλα επιστρέφουν. Το πυρ είναι σύμβολο του Θείου. Ο Ήφαιστος, με όνομα που σημαίνει «ο πύρινος», κρατά το ιερό πυρ που ανάβει μέσα σε κάθε βωμό, ναό και σπίτι στη Λήμνο.

Οι ιερείς του Ήφαιστου και των Κάβειρων τον μύησαν — όχι με λόγια, αλλά με σιωπή, με φωτιά και μέταλλο, ενδοσκόπηση κάθαρση και μετασχηματισμός. Ο ακατέργαστος σίδηρος της ψυχής του σφυρηλατήθηκε στη φλόγα της σπηλιάς. Κάθε πάθος, κάθε φόβος, κάθε αδυναμία έγινε σκουριά που έπρεπε να λιώσει. 

Οι Κάβειροι κρατούν λαβίδες· δεν σχηματοποιούν αντικείμενα αλλά ψυχικές, και νοητικές  μορφές. Δεν λειαίνουν μέταλλα, αλλά πλάθουν ανθρώπους. Η φωτιά των Καβείρων συμβόλιζε την πνευματική φλόγα, το φως του μεταμορφωμένου ανθρώπου. 

Γι’ αυτό, μου εξήγησε ο Γιώργος, η λαμπάδα ήταν ένα ακόμα σύμβολο των Καβείρων. Κατά τη διάρκεια των Καβείριων Μυστηρίων, που διαρκούσαν εννέα ημέρες όπως και τα Ελευσίνια, έσβηναν όλα τα φώτα στη Λήμνο και τη Σαμοθράκη, μέχρι να φτάσει με πλοίο από τη Δήλο το ιερό φως.

Και όταν πια ολοκληρώθηκε η εσωτερική του μύηση, όταν πέρασαν εννέα χρόνια, έφτασε ο Οδυσσέας να τον πάρει. Η προφητεία έλεγε πως μόνο με τα βέλη του Φιλοκτήτη θα έπεφτε η Τροία. Στην πραγματικότητα, μόνο μετά τη μύησή του μπορούσε να κρατήσει τα βέλη του Ηρακλή με συνείδηση. Μόνο τότε ήταν έτοιμος να πολεμήσει — και όχι πια για να κατακτήσει, αλλά για να εκπληρώσει. Η Τροία έπεσε. Μα δεν ήταν τα βέλη που την έριξαν· ήταν η συνείδηση πίσω από αυτά.


Αυτά μου είπε ο Γιώργος. Κι έκτοτε, όταν περπατώ το νησί και αγγίζω τους βράχους, μου φαίνεται πως κάποιος ψιθυρίζει. Ίσως είναι ο Ήφαιστος, ίσως οι Κάβειροι, ίσως το ίδιο το νησί. Ίσως η μύηση δεν τελειώνει ποτέ.


Υ.Γ. Το κείμενο αποτελεί μυθοπλασία σε κάποια σημεία,  σε άλλα όχι 🙏

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2025

Λήμνος η πυρόεσσα.

 

Στης Λήμνου τα κάστρα του ανέμου και της φωτιάς, όπου η γη ανασαίνει ακόμα απ’ το πρώτο της βρυχηθμό, αναδύεται η ονομασία «Πυρόεσσα»· σκιά μισοσβησμένη, αλλά δυνατή όσο η σπίθα που ξυπνάει στα σπλάχνα της γης. Κι εδώ, στη γη του Ήφαιστου, όπου το μανιασμένο κύλισμα των ρηγμάτων γέννησε ένα νησί φλεγόμενο, οι τεκτονικές ανακατατάξεις υφαίνουν τον μύθο και την ιστορία σε έναν αέναο χορό.

Στο απώτατο παρελθόν, όταν οι πλάκες του  Αιγαίου συναντήθηκαν με μανία και υποχώρησαν η μία κάτω από την άλλη, ξέσπασε η πρώτη ηφαιστειακή γέννα της Λήμνου. Λάβα και τέφρα, σαν απέραντη θάλασσα χυμένη στο στερέωμα, σχημάτισαν απόκρημνες κορφές, σπηλιές βαθιές και λιβάδια από πετρώματα περίτεχνα. 

Κι έτσι, η Λήμνος απέκτησε τα χαρακτηριστικά της Πυρόεσσας· τόπος πυρός και ιζημάτων, τόπος της αναγέννησης και του καψαλισμένου ψιθύρου του χρόνου. Εκεί, στον καρπό της γης που κάηκε και ξαναγεννήθηκε, ήρθε να κατοικήσει ο Ήφαιστος· θεός της φωτιάς, της σιδηρουργίας, και  των αυτόματων τεχνουργημάτων του Ολύμπου· Τον πέταξε ο πατέρας του από τον Όλυμπο, μα δεν νοιάστηκε εδώ στα έγκατα της Λήμνου, ο  ήχος της λάβας εσκαγε σαν μελωδία στα αυτιά του. 

Στα σπήλαια του νησιού, όπου οι μαύροι βράχοι λάμπουν στο φως του ήλιου σαν υγρό μέταλλο, ο τεχνίτης θεός έστησε τη σφυρήλατη θύμηση του.  Κάθε σπινθήρας που πετιέται απ’ το σιδερένιο του σφυρί μοιάζει ξανά να ξυπνά την ηφαίστεια μήτρα· σαν να καλεί τη γη να θυμηθεί το πάθος της.

Η λάβα, όταν ψύχθηκε, άφησε πίσω της σχήματα που μοιάζουν με ρυτίδες στο πρόσωπο των βράχων, εκεί όπου ο χρόνος μοιάζει ανίκητος, ψιθυρίζοντας στα μάτια που γνωρίζουν να δουν ιστορίες από περασμένες εκρήξεις, και μνήμες που χάνονται ανάμεσα σε στρώματα τέφρας και βράχων.

Σε κάθε στίγμα της επιφάνειας, η ιστορία της Λήμνου γράφεται με ανεξίτηλα μελάνια: ορόφωνες στρώσεις, χρώματα βαθιά, σχεδόν σαν αυτή τη σιωπηρή συμφωνία που πλημμυρίζει τις νύχτες της Πυρόεσσας.

Το νησί του θεού της φωτιάς του Ηφαίστου προσκαλεί τον ταξιδιώτη να κατέβει στην καρδιά των σπηλαίων, να ακούσει τον χτύπο της γης σαν σφυγμό προγόνων. Να χαϊδέψει τους τοίχους από ηφαιστειακή πέτρα, να νιώσει τη δόνηση που απέμεινε από εκείνη την πρώτη έκρηξη, όταν ο κόσμος άλλαξε μορφή. 

Εκεί, ανάμεσα σε σταλακτίτες μαυρισμένους και σταλαγμίτες λαμπερούς, το παρελθόν συναντά το παρόν· και το μυστήριο του βυθού εγγίζει το φως του ήλιου.


Κλείνοντας τα μάτια, μπορείς να νιώσεις τον ψίθυρο του Ήφαιστου· σαν καυτή ανάσα που σπαράζει τ’ αυτιά σου, σαν υπόσχεση για νέες γέννες φωτιάς κι ομορφιάς. Και τότε, η Πυρόεσσα δεν είναι πια μόνο ονομασία· γίνεται ψυχή, γίνεται τραγούδι, γίνεται το έκστασιο κάλεσμα μιας θεϊκής φλόγας που ούτε ο χρόνος δεν μπορεί να σβήσει.