Ο Θεόφιλος Καΐρης (1784-1853), ήταν λόγιος, ιερωμένος, φιλόσοφος, θεολόγος και μαθηματικός, από τους κορυφαίους του νεοελληνικού Διαφωτισμού, από την Άνδρο. Ανέπτυξε ένα δικής του έμπνευσης θρησκειοφιλοσοφικό σύστημα, τον «Θεοσεβισμό», για αυτό και διώχθηκε από την επίσημη Ελλαδική Εκκλησία.
Ήταν ο πρώτος ο οποίος σήκωσε το λάβαρο της επανάστασης του 1821 στην Άνδρο, και στην συνέχεια όταν δημιούργηθηκε το πρώτο Ελληνικό κράτος ο Καΐρης ίδρυσε στην Άνδρο ένα πρότυπο ορφανοτροφείο για τα ορφανά της επανάστασης.
Πριν δημιουργήσει το ορφανοτροφείο του ο Καΐρης ταξίδεψε στην Ευρώπη προκειμένου να διευρύνει τις γνώσεις του. Στο Λονδίνο σε συνεργασία με άλλους Έλληνες, ανέπτυξε ένα δικής του έμπνευσης θεοσοφικό σύστημα, τον «Θεοσεβισμό» ή «Θεοσέβεια» (τριάντα χρόνια πριν η μαντάμ Μπλαβάτσκι συλλάβει τη θεοσοφική ιδέα), που αντιστρατευόταν βασικά δόγματα του Χριστιανισμού (τριαδολογία, χριστολογία) και γι’ αυτό το λόγο καταδιώχθηκε από την επίσημη Ελλαδική Εκκλησία.
Σύμφωνα
με τον Καΐρη η «Θεοσέβεια» το Θεοσοφικό του δηλαδή σύστημα συνίσταται στην:
«Γνῶσις θεοῦ καὶ θείων πραγμάτων δι’ ἐσωτερικῆς ἀσκήσεως καὶ συνετοῦ βίου. Ἡ ἀπόλυτος ἀλήθεια τίθεται καὶ ἐξετάζεται ὄχι εἰς τὴν ἔκστασιν ἢ τὴν σκέψιν, ἄλλ’ εἰς τὸ πνεῦμα. Ἡ ἑνότης τῆς θεοσοφίας ἐκδηλοῦται εἰς διαφόρας ἐξωτερικὰς μορφάς: θεογονία, κοσμογονία, ψυχολογία, φυσική, θεουργία, ψυχαγωγικαὶ τέχναι. Φιλοσοφικὴ θεολογία μεταφυσικῆς ἐρεύνης».
Ο Καΐρης έζησε στο μεταίχμιο της νεοελληνικής ιστορίας. Οραματίστηκε την απελευθέρωση της πατρίδας του, πάλεψε με όλες του τις δυνάμεις για την πνευματική αναγέννηση του λαού, επηρεασμένος από τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης και του Διαφωτισμού. Προσπάθησε να ανοίξει νέους δρόμους στη σύγχρονη Ελληνική σκέψη. Έλαβε μέρος ενεργά με το όπλο στο χέρι στην απελευθέρωση της πατρίδας, εργάστηκε για την οργάνωση της ελεύθερης ζωής του Έθνους και, τέλος πέθανε διοκώμενος στη φυλακή.
Η «Γνωστική ή των του ανθρώπου γνώσεων σύντομος έκθεσις» (1849) και τα «Στοιχεία Φιλοσοφίας ή των περί τα όντα γενικώτερον θεωρούμενα τα στοιχειωδέστερα. Εισαγωγή» (1852) αποτελούν τα βασικά εγχειρίδια για τη διδασκαλία της φιλοσοφίας που συνέγραψε ο Θεόφιλος Καΐρης.
Ο Καΐρης
πιστεύει στην ισότητα και την ουσιαστική ελευθερία του ατόμου, στην αθανασία
της ψυχής.Τα κυριότερα σημεία της διδασκαλίας του είναι τα εξής:
Κατ’ αρχάς, ειδοποιός διαφορά τού ανθρώπου από τα ζώα, είναι η δυνατότητά του να αναζητά την αλήθεια και να τείνει προς το άπειρον και το απόλυτον. Δύο βασικές έμφυτες δυνάμεις διαθέτει ο άνθρωπος: Το απειροτατικόν και το θεοσεβικόν, δυνάμεις οι οποίες πείθουν τον άνθρωπο για την ύπαρξη του απειροτελείου Θεού και για το ότι έχει ο ίδιος ψυχή άυλη και αθάνατη.
Ο Θεός τού Καΐρη δεν είναι ο προσωπικός Θεός του Χριστιανισμού, ο εξωκοσμικός ο οποίος δημιουργεί τον κόσμο εκ του μηδενός, αλλά το απρόσωπο θείον τού Πλάτωνα, των νεοπλατωνικών και του Πλήθωνα. Χαρακτηριστικά τού Θεού είναι, μεταξύ άλλων, το ενιαίο, το αιώνιο, το άτρεπτο, το απλό, το πανταχού παρείναι, το πάνσοφο και το δημιουργικό. Ορισμένες δε από τις ιδιότητές του, όπως τη δικαιοσύνη και τη σοφία δύναται να τις αποκτήσει και ο άνθρωπος.
Ο άνθρωπος είναι επίσης, ούτως ή άλλως, κατά τον Καΐρη, προικισμένος με πλειάδα ψυχικών δυνάμεων (γνωστικών, συναισθηματικών, βουλητικών, λογικών και άλλων) χάρις στις οποίες μπορεί να ερευνά τον κόσμο και να ανακαλύπτει τις αιτίες των διαφόρων φαινομένων. Σύνθημα των θεοσεβών είναι το ρητό «Θεόν σέβου».
Επίσης, ο Καΐρης συνθέτει θεοσεβικούς ύμνους και θεοσεβικά αναγνώσματα. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι στους ύμνους και τις προσευχές υιοθετεί την Δωρική διάλεκτο. Το «Σύμβολον της θεοσεβικής πίστεως» αρχίζει με τους εξής λόγους:
«Έναν οίδα Θεόν, Πωατάν, και Προνοατάν, και Συντηρατάν, και Κυβερνάταν του Παντός• Παντοδύναμον, Πάνσοφον, Πανάγαθον, απειροτέλειον Νουν, το υπέρτατον και μακαριώτατον Ον, το ακρότατον των εφετών και των αγαθών, το αυτάγαθον και αυτοκαλόν». Γράφει δε περαιτέρω: «Ομολογώ την αθανασίαν τού ανθρώπου, και πάντων των θεοσεβείν δυναμένων λογικών όντων».
Ο συγγραφέας Δημήτριος Ι. Πολέμης αναφέρει τα εξής διόλου κολακευτικά για τον Καΐρη:
«Η ‘θεοσέβεια’ είχε την ιδικήν της δογματικὴν θεολογίαν. Απέρριπτε βεβαίως την Καινὴν Διαθήκην και ολόκληρον την παράδοσιν της Εκκλησίας, Ορθοδόξου και μη. Είχεν επίσης ίδιον τελετουργικὸν με ναούς, ‘θειαγοὺς’και ύμνους (εις Δωρικὴν διάλεκτον αλλ’ ουσιαστικώς εμπνευσμένους εκ της ορθοδόξου υμνολογίας δια της απαλείψεως κάθε αναφοράς ες τον Χριστόν, την Παναγίαν και τους Αγίους), ίδιον ημερολόγιον και τα παρόμοια, τα οποία έξω του μικρού κύκλου μερικών μαθητών και φίλων του Καΐρη ουδένα ήτο δυνατὸν να συγκινήσουν και να ελκύσουν. Με τον θάνατον του Καΐρη θνήσκει και η θρησκεία του˙ μόνον ὁ Γλαυκωπίδης έμεινε πιστὸς έως θανάτου».
Ο Καΐρης λόγω της απέχθειας του για τον δογματισμὸ και της αταλάντευτης προσκόλλησης του στὸ ιδεώδες της πανανθρώπινης θεοσοφικής γνώσης, υποστήριζε πως η αρχετυπική γνώση υπήρχε σε όλους τους πολιτισμούς και πως ο θεοσεβὴς και φιλόσοφος καθίσταται ὄντως άνθρωπος αναπτύσσοντας και αξιοποιώντας το πνευματικὸ «κεφάλαιο» που φέρει εντός του.
Ο Θεόφιλος Καΐρης ήταν ένας αρχαιολάτρης, λάτρης της φιλοσοφίας και του αρχαίου Ελληνικού πνεύματος. Έτσι, όσοι μαθητές του δεν είχαν ονόματα ακραιφνώς Ελληνικά, τα μετέβαλε προς το αρχαιοπρεπέστερο.
Το
σχολείο του ορφανοτροφείου διδάσκονταν, από βιβλία που ο ίδιος ο Καΐρης είχε
συγγράψει, μαθηματικά, φυσική, χημεία, φιλοσοφία, ρητορική και θρησκειολογία,
ενώ ακολουθούσε την αλληλοδιδακτική μέθοδο, με τους προχωρημένους μαθητές να
αναλαμβάνουν την διδασκαλία των αρχαρίων. Το κλίμα θύμιζε περισσότερο κοινόβιο
παρά σχολείο. Ο Καΐρης συνέτρωγε μαζί με τους μαθητές του, ενώ επιθυμούσε να
τον αποκαλούν «αδελφό» και όχι «πάτερ».
Οι μέθοδοι διδασκαλίας καθώς και το περιεχόμενο των διδασκομένων βιβλίων γρήγορα τράβηξαν το ενδιαφέρον της Ιεράς Συνόδου και του Πατριαρχείου. Κυρίως ενόχλησε τον κλήρο η διδασκαλία του μαθήματος της θρησκειολογίας, που ξέφευγε από την ορθόδοξη χριστιανική κατήχηση και εμβάθυνε εξ ίσου και στις λοιπές θρησκείες.
Αυτό, όμως, που συγκλόνισε τον κλήρο αλλά και τους πιστούς ήταν οι πληροφορίες που έρχονταν στο φως σχετικά με τις «μυστικές» διδασκαλίες του Καΐρη. Ακουγόταν ότι σε νυχτερινά μαθήματα δίδασκε τους μαθητές του μια νέα θρησκεία που αποκαλούσε ο ίδιος «θεοσέβεια».
Η
«θεοσέβεια» έκανε αναφορές στην ισότητα και την προσωπική ελευθερία των ατόμων,
ενώ θεωρούσε όλες τις υπόλοιπες θρησκείες επιβλαβείς διότι στηρίζονται σε
σαθρές αρχές και παράλογες τελετές που εμποδίζουν την πραγματική πρόοδο της
ανθρωπότητας.
Ο Θεόφιλος Καΐρης στις 13 Ιανουαρίου 1853 άφησε την τελευταία του πνοή μέσα στο κελί του, σε ηλικία 69 ετών. Τάφηκε στην Σύρο έξω από την Ερμούπολη χωρίς θρησκευτική τελετή και χωρίς να επιτρέψουν στον αδελφό του Δημήτριο να είναι παρών στη νεκρώσιμη ακολουθία. Η ειρωνεία της τύχης είναι ότι εννέα ημέρες μετά το θάνατό του εκδικάσθηκε στον Άρειο Πάγο αναίρεση της καταδικαστικής απόφασης του δικαστηρίου της Σύρου. Τελικά, ο Άρειος Πάγος ακύρωσε την απόφαση, κηρύσσοντάς τον αθώο.