Ένα από τα βασικά πλεονεκτήματα του πρωτόγεννή τομέα της χώρας μας είναι η ξεχωριστή ταυτότητα των προϊόντων της. Τα Ελληνικά προϊόντα διαθέτουν μια σειρά από συγκριτικά πλεονεκτήματα, που μπορούν να τα μετατρέψουν σε σταθερούς πρωταγωνιστές του Ελληνικού τουριστικού προϊόντος.
Ένα από αυτά τα ξεχωριστά προϊόντα της
Ελλάδος είναι η ρετσίνα. Έως την δεκαετία του 70 η ρετσίνα ήταν το πιο γνωστό κρασί
της Ελλάδος, και όχι άδικα, καθώς η ρετσίνα έχει μια αδιάλειπτη ιστορία 4.000
χρόνων στον Ελληνικό χώρο.
Στην αρχαία Ελλάδα, όταν η οινοποίηση
και η φύλαξη του κρασιού γίνονταν μέσα σε μεγάλα πήλινα δοχεία, τους αμφορείς,
Το οξυγόνο περνούσε εύκολα µέσα από την πορώδη επιφάνεια µε αποτέλεσμα να
προκαλείται οξείδωση. Για να προστατευτεί το κρασί, µία από τις λύσεις ήταν η
επικάλυψη του στομίου αλλά και του εσωτερικού του δοχείου µε ρετσίνι από τα
πεύκα που γειτνίαζαν µε τους αμπελώνες.
Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, οι
Μινωίτες γνώριζαν τον ρητινίτη πριν 4 χιλιετίες. Τον χρησιμοποιούσαν μάλιστα
και στην κουζίνα τους.
Στο «Περί Οσµών», ο φιλόσοφος
Θεόφραστος εκφράζει την «αδυναμία» του στη ρετσίνα αναφέροντας πόσο
ταιριαστό είναι το πάντρεμα των δύο αγροτικών προϊόντων, της ρητίνης και του
σταφυλιού, τονίζοντας, µάλιστα, ότι η καλύτερη ρητίνη προέρχεται από το πεύκο
Pinus Halepensis (Πεύκη η Χαλέπιος), ενώ ο Πλίνιος περιγράφει αναλυτικά τον
τρόπο µε τον οποίο παρασκευάζεται ένας ρητινίτης οίνος.
Ο Διοσκουρίδης στο «Περί ύλης
ιατρικής» αναφέρει: «ο δε ρητινίτης κατά τα έθνη σκευάζεται ποικίλως», ενώ ο
Κάτων στο «De agricultura», δίνει οδηγίες σε όσους θέλουν να παρασκευάσουν
ρητινίτη.
Συνεχίζοντας λοιπόν την αρχαία
Ελληνική παράδοσης του νέκταρ του Θεού Διονύσου,
το ρετσίνι ή δάκρυ του πεύκου χρησιμοποιείται αδιάλειπτα για την συντήρηση του
οίνου στην Ελλάδα. Αυτή είναι και η διαφορά της ρετσίνας από τα υπόλοιπα κρασιά,
στην προσθήκη δηλ. φυσικής ρητίνης πεύκου
κατά τη διάρκεια της ζύμωσης του μούστου.
Μετά το τέλος της ζύμωσης, το ρετσίνι
αφαιρείται. Αυτή η σύντομη και σε ελεγχόμενες συνθήκες επαφή του μούστου
με το ρετσίνι δίνει στο κρασί το χαρακτηριστικό άρωμα του πεύκου. Το
ρετσίνι προέρχεται από το κοινό πεύκο που επιστημονικά ονομάζεται Χαλέπιος
Πεύκη (Pinus halepensis). Η μεσόγειος στο ποτήρι σας.
Έως την δεκαετία του 1970 η ρετσίνα
μαζί με το συρτάκι, τον Ζορμπά, , ν μουσακά, την φέτα, το τζατζίκι το σουβλάκι,
και το σπάσιμο των πιάτων ήταν ένα από τα βασικά στοιχεία που συνέθεταν το
Ελληνικό τουριστικό προϊόν. Το να ζητήσεις τότε ένα κρασί «αρετσίνωτο», ήταν παράδοξο.
Από την δεκαετία του 1970, ο κανόνας αυτός αντιστρέφεται. Εκτός του
κορεσμού της χύμας ρετσίνας, σημαντικό ρόλο
διαδραματίζει ο τουρισμός, και η άνοδος του βιοτικού επιπέδου, καθώς οι Έλληνες, αρχίζουν να γνωρίζουν και αυτοί κρασιά
πιο λεπτά, αρωματικά και ποιοτικά. Ειδικά μετά την δεκαετία του 1980, όπως
γνωρίζουμε, οτιδήποτε σχετίζεται με την τοπική παραγωγή υποβαθμίζεται σταδιακά,
και υπάρχει μία φρενήρης εισαγωγή προϊόντων και αγαθών.
Η απόρριψη της ρετσίνας οφείλεται ταυτόχρονα
και στους oινοποιούς οι οποίοι συνέθεσαν συν τω χρόνο, τη νέα γενιά του Ελληνικού εμφιαλωμένου κρασιού,
το οποίο είναι κοινώς παραδεκτό πως έχει βελτιωθεί σημαντικά και ταχύτατα τα
τελευταία χρόνια (Ο οινοτουρισμός/γευσιγνωσία γνωρίζουν τεράστια αύξηση).
Ο παραγκωνισμός της ρετσίνας, ήταν τόσο απόλυτος και καθολικός, που όταν το 2011 άρχισε να σχεδιάζεται η επίσημη πύλη www.newwinesofgreece.com, δεν είχε προβλεφθεί πουθενά χώρος για αυτήν και δημιουργήθηκε άρον-άρον μία ξεχωριστή κατηγορία «παραδοσιακών οίνων» καθώς ήταν αδιανόητο να συμπεριληφθεί με τα άλλα κρασιά [1].
Κατ΄ αυτόν τον τρόπο πλέον, είναι
παράδοξο να ζητήσει κάποιος ή ακόμα και να βρει ρετσίνα σήμερα σε ένα
εστιατόριο. Και όμως ένα από τα πιο
σημαντικά χαρακτηριστικό της ρετσίνας είναι η δυνατότητά της να στέκεται στο
τραπέζι απέναντι σε ιδιαιτέρως γευστικά φαγητά, και τους Ελληνικούς μεζέδες. Λίγα
κρασιά μπορούν να εκφράσουν τον ιδιαίτερο Ελληνικό χαρακτήρα με τον τρόπο και
την αυθεντικότητα που το κάνει η Ρετσίνα.
Και ως γνωστόν είναι πολύ σημαντικό
μπορούμε να ταυτίσουμε ένα ή μία χώρα με ένα προϊόν. Να έχουμε την υπεραξία της
περιοχής όπου παράγεται το προϊόν, και αυτή η υπεραξία να συνοδεύει και να
μεγαλώνει την αξία του προϊόντος. Η ονομασία προέλευσης και η σύνδεση του
προϊόντος με μια συγκεκριμένη περιοχή μπορούν να αποτελέσουν ανταγωνιστικό
πλεονέκτημα των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων τροφίμων των περιοχών
παραγωγής, στον ανταγωνισμό τους με τις μεγάλες πολυεθνικές στην εθνική και
διεθνή αγορά.
Και ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα
προϊόντος ΠΟΠ/ΠΓΕ (Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης/ Προστατευόμενης
Γεωγραφικής Ένδειξης), το οποίο μπορεί να αξιοποιηθεί, είναι ο οίνος και δη η
ρετσίνα. Μελέτες έχουν δείξει τη σημασία της αναγνώρισης του εμπορικού σήματος
που συνδέεται με μια περιοχή ή χώρα ως βασικού εργαλείου μάρκετινγκ για τους
οίνους, στο πλαίσιο μιας ανταγωνιστικής αγοράς. Τα προϊόντα ΠΟΠ/ΠΓΕ ενισχύουν
την εμπιστοσύνη των καταναλωτών, καθώς αναδεικνύουν ζητήματα ποιότητας,
ασφάλειας, τοπικότητας και αυθεντικότητας.
Η ρετσίνα εντασσόμενη στην Μεσογειακή
διατροφή και στα προϊόντα Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης ως
διαφοροποιούμενο προϊόν σε σχέση με αντίστοιχα προϊόντα, μπορεί να ενισχύσει την
αξία της Ελληνικής γαστρονομίας. Από την άλλη τα πολύ καλά Ελληνικά κρασιά ετικέτας
παρά την εξαιρετική τους βελτίωση είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανταγωνιστούν ετικέτες
του εξωτερικού καταξιωμένες στον διεθνή χώρο (Γαλλίας, Ιταλίας,
Ισπανίας,Καλιφόρνιας κ.λ.π).
Η γαστρονομία ως τουριστικό προϊόν
διευρύνεται και πέρα από το συνδυασμό καλού φαγητού με καλό κρασί ή άλλα ποτά,
περιλαμβάνοντας τη συμμετοχή σε μαθήματα μαγειρικής, την αγορά χαρακτηριστικών
τοπικών προϊόντων γαστρονομίας, την επίσκεψη σε τοπικές αγορές τροφίμων, την
επίσκεψη σε χώρους παραγωγής τροφίμων ή ποτών (π.χ. σε οινοποιεία ή
τυροκομεία), τη συμμετοχή σε γαστρονομικές γιορτές και φεστιβάλ, την
πραγματοποίηση περιηγήσεων κ.ο.κ
Η ρετσίνα θα μπορούσε αναμφισβήτητα να
αποτελέσει μία προστιθέμενη αξία σε αύτη την προσπάθεια ως ένα μοναδικό προϊόν ,
και θα πρέπει όλοι οι εμπλεκόμενοι παραγωγοί και φορείς, να βελτιώσουν την προβολή του γαστρονομικού πλούτου της Ελλάδας,
καθώς παρατηρείται πως στις τουριστικές
περιοχές υπάρχει έλλειμμα ποιότητας και εντοπιότητας στην κουζίνα τόσο των
εστιατορίων, όσο και των καταλυμάτων. Είναι λυπηρό το φαινόμενο οι εμπλεκόμενοι
με την γαστρονομία και τον τουρισμό να μην έχουν αναπτύξει τουριστική συνείδηση,
λειτουργώντας παράλληλα ως πρεσβευτές της τοπικής και Εθνικής γαστρονομίας.
Κατά τον Κωνσταντίνο Λαζαράκη, κάτοχο του επίζηλου τίτλου «Master of Wine» (MW), που κατέχουν σήμερα μόλις 380 άνθρωποι παγκοσμίως, αν τη ρετσίνα την είχαν οι «μάστορες» του branding, οι Ιταλοί, θα πωλείτο προς 100 ευρώ το μπουκάλι η μέτριας ποιότητας, ενώ θα είχε ήδη «μπει» στα ακριβά εστιατόρια της Νέας Υόρκης, όπου τα αρωματισμένα κρασιά -μια κατηγορία στην οποία ανήκει και η ρετσίνα- είναι τους τελευταίους μήνες η νέα τάση [2]
Παραπομπές:
[1] Η ρετσίνα, γιατί υπάρχει; - Το Βήμα της Αιγιαλείας, του Νίκου Στεργίδη]
2] «Μια ρετσίνα... πολλές ιστορίες γεύσης, αρωμάτων, απόλαυσης και ποιότητας», https://www.amna.gr/]