«
Φαίνεται ότι αυτοί που καθιέρωσαν τα Μυστήρια για εμάς, δεν ήταν αδιαφώτιστοι .
Για πολύ χρόνο αυτοί μας αποκάλυψαν ότι οτιδήποτε φτάσει στον κάτω κόσμο χωρίς
να έχει μυηθεί και επιδοκιμαστεί, πέφτει στον βούρκο. Εκείνος όμως που φτάνει
εκεί εξαγνισμένος και καθαγιασμένος, θα συγκατοικήσει με τους Θεούς..».
ΠΛΑΤΩΝΑΣ
Μυστήρια
(εκ του μύω, που σημαίνει είμαι κλειστός, κλείνω τα μάτια και τα χείλη),
ονομάζονταν στην αρχαιότητα οι ιερατικές εκείνες σχολές που λειτουργούσαν
σε κλειστούς χώρους, και ισχυρίζονταν ότι κατείχαν γνώσεις από υπέρτερες του
ανθρώπου συνειδήσεις. Οι περισσότεροι -αν όχι- όλοι οι Φιλόσοφοι ήταν μυημένοι
στα Αρχαία Μυστήρια.. H ψυχή - λέει ο Πλάτωνας στον Θεαίτητο, αν δεν έχει
γνωρίσει την αλήθεια δεν μπορεί να αποκτήσει τη μορφή του ανθρώπου.
Πρόκειται
για μία ανάμνηση όσων η ψυχή μας γνώριζε παλαιότερα, όταν ταξίδευε με την
θεότητα, περιφρονώντας εκείνα που θεωρούμε ότι υπάρχουν και ατενίζοντας αυτό
που πραγματικά είναι. Για αυτό μόνον ο νους ή πνεύμα του φιλοσόφου είναι
εξοπλισμένος με φτερά. Αυτός όσο μπορεί καλύτερα διατηρεί στον νου του αυτές
τις αναμνήσεις, η ενατένιση των οποίων καθιστά θεία ακόμη και την ίδια
την θεότητα. Χρησιμοποιώντας διαρκώς τον εαυτό του στα μυστήρια, ο
άνθρωπος γίνεται πραγματικά τέλειος- ένας μυημένος στη θεία σοφία. Ο Πίνδαρος
αναφέρει :
«Ευτυχής
είναι εκείνος που είδε τα Ελευσίνια μυστήρια, γιατί γνωρίζει το τέλος της
ζωής του και τις αρχές που δόθηκαν στον άνθρωπο από τον Θεό», ενώ ο
Αριστείδης για την μύηση του είπε: «Νόμισα ότι ήρθα σε επαφή με τον
Θεό, και τον ένοιωσα να πλησιάζει εγγύτερα, και ήμουν τότε ανάμεσα
σε εγρήγορση και ύπνο. Το πνεύμα μου ήταν ανάλαφρο, ώστε κανείς που δεν
έχει μυηθεί δεν μπορεί να μιλήσει για αυτό ή να το κατανοήσει».
Τρία
ήταν κυρίως τα στάδια ή οι βαθμίδες που οδηγούσαν στην ολοκλήρωση της
εισδοχής του υποψήφιου σε ένα από τα μυητικά συστήματα. Ο Πρόκλος ονομάζει τις
φάσεις, ως τελετή, μύηση, και εποπτεία. Ο Πλάτωνας στον Φαίδρο μας περιγράφει
την φάση της εποπτείας :
«...Μέχρι τώρα μιλήσαμε
για το τέταρτο και τελευταίο είδος της μανίας που καταλαμβάνει εκείνον που όταν
αντικρίσει το γήινο κάλος, αναπτερώνεται από την ανάμνηση του αληθινού κάλους.
Και θέλει να πετάξει (τότε στις υψηλότερες σφαίρες ύπαρξης), αλλά δεν μπορεί.
Και σαν πουλί πια κοιτάζει προς τα πάνω και αδιαφορεί για ότι βρίσκεται από
κάτω του. Και γι' αυτό φαίνεται (στους άλλους) να ενεργεί σα μανιακός. Και
απέδειξα ότι από όλες τις εμπνεύσεις αυτή είναι η άριστη και καθιστά άριστο και
εκείνον που γίνεται κοινωνός της και την κατέχει.
Και
μόνο αυτός που κατέχεται από αυτή τη μανία και λατρεύει κυριολεκτικά το ωραίο,
δικαιούνται να λέγεται εραστής. Γιατί όπως είπαμε, κάθε ανθρώπινη ψυχή από τη
φύση της ορέγεται να αντικρίσει την αληθινή ουσία των πραγμάτων. Αλλά καθώς
κατέβηκε σ' αυτό το ανθρώπινο σώμα (του ζώου) δεν είναι εύκολο να αναθυμηθεί
βυθισμένο στα γήινα, εκείνα που είδε τότε φευγαλέα εκεί, και καθώς ξεπέφτει εδώ
στη δυστυχία, τυχαίνει κάτω από ορισμένες συνθήκες να διαφθαρεί, να πάρει τον
κακό δρόμο, (να μολυνθεί από) το άδικο και να ξεχάσει έτσι αυτά τα ιερά
πράγματα που είχε τότε αντίκρισε.
Πολύ
λίγες ψυχές πράγματι υπάρχουν που διατηρούν σε ικανοποιητικό βαθμό αυτή την
ανάμνηση. Και είναι αυτές που όταν αντικρίσουν εδώ κάποια αντανάκλαση του άλλου
κόσμου, εκστασιάζονται και γίνονται ασυγκράτητες. Και δεν ξέρουν βέβαια γιατί
παθιάστηκαν τόσο πολύ, επειδή απλά δεν έχουν καθαρή αίσθηση της αιτίας
τους πάθους τους.
Δεν
υπάρχει λοιπόν πραγματική ανταύγεια δικαιοσύνης και σωφροσύνης ή οποιασδήποτε
άλλης αρετής από αυτές που είναι ζωτικές για την ψυχή, στα γήινα αντίγραφά
τους. Γιατί με ατελή όργανα μόλις και μετά βίας μερικοί αναγόμενοι από τις
εικόνες τους, μπορεί να οραματιστούν απλά τα αρχέτυπα τους Αλλά
αυτοί που έλαβαν μέρος σε εκείνη από τις τελετουργίες που είναι νόμιμο να
την ονομάζουμε μακαριότατη, βλέπουν τη λαμπρή ωραιότητα και τη μακάρια όψη και
την πραγματική θέαση τους, καθώς εν χορώ με τους άλλους πανευτυχείς
μύστες γίνονται ακόλουθοι του Δία ή κάποιου άλλου πάτρωνα θεού.
Και
τότε πανηγυρίζουμε ευδαιμονικά, καθώς βιώνουμε μία ολοκλήρωση μέσα μας και
αισθανόμαστε ότι είμαστε πια απρόσβλητοι από οποιαδήποτε κακό, και βλέπουμε
παντού τέλειες και καθαρές και βέβαιες εικόνες καθώς αναγορευτήκαμε πια
μυημένοι και επόπτες μυστηρίων, λουσμένη σε ένα λαμπρό φως και νοιώθουμε ότι
είμαστε εξαγνισμένοι και απαλλαγμένοι από τα δεσμά του σώματος, από αυτό δηλαδή
το μνήμα που το περιφέρουμε κολλημένο επάνω μας σαν όστρακο».
Τα
αρχαιότερα μυστήρια στην αρχαία Ελλάδα ήταν τα Κρητομινωικά, τα οποία επηρέασαν
τα μετέπειτα Καβείρια, τα Διονυσιακά-Ορφικά, και τα Ελευσίνια.
Γενικά θεμελιώδης διδασκαλία των Καβείριων μυστηρίων ήταν «η
γέννηση του ανθρώπου», ενώ των Ελευσίνιων (εκ του «ελέυθω»-ελευθερώνομαι)
η συμβολική παράσταση της ψυχής, της καθόδου της στην ύλη, μετά την ανάληψη της
και την επιστροφή της στην αιώνια ζωή. Η θέληση δηλαδή της ψυχής να
γνωρίσει, την οδηγεί στον Άδη, στο άγνωστο. Είναι η ίδια θέληση για γνώση
που οδήγησε τους πρωτόπλαστους έξω από τον παράδεισο. Και τέλος των Διονυσιακών
μυστηρίων της αναγέννησης του ανθρώπου που συμβολιζόταν από τον
θάνατο του Διονύσου και την δεύτερη γέννηση του από τον Δία..
Στον
αρχαίο κόσμο η θεολογία λειτουργούσε σε δύο επίπεδα. Σε πρώτο επίπεδο στη
μεγάλη μάζα του πληθυσμού διάμεσο των μύθων, οι οποίοι είχαν σκοπό την
διαπαιδαγώγηση του λαού μέσω των εξυμνήσεων των θεών και των ηρώων. Οι ίδιοι
αυτοί μύθοι σε ένα δεύτερο ανώτερο πνευματικά στάδιο, έκρυβαν μεγάλες αλήθειες
τόσο για τον άνθρωπο όσο και για τον κόσμο. Σύμφωνα με τον
πρωτοπόρο Ελβετό ψυχολόγο Κάρλ Γιούνγκ , τα σύμβολα που χρησιμοποιούνται
στους μύθους είναι πανάρχαια και γεννήθηκαν σε εποχές που ο άνθρωπος δεν
είχε αναπτύξει την λογική. Δεν κατασκευάζονταν αλλά παρά γίνονταν
αυτόματα από την ίδια την ψυχή.
Είναι
προϊόν ανάμνησης της μακραίωνης εξέλιξης, μία αναπαράσταση του παγκόσμιου
αρχέτυπου. Οι μύθοι αποκαλύπτονταν δια μέσου της μύησης που
χρησιμοποιούσε σύμβολα και εικόνες, έτσι ώστε οι
μυημένοι ήταν ικανοί να γνωρίσουν τα μυστικά του κόσμου. Αρχετυπικά
σύμβολα και εικόνες των οποίων η καθορισμένη διάταξη
επενεργούσε στο ασυνείδητο, έλκοντας την αποθηκευμένη γνώση
που υπάρχει στον άνθρωπο.
Ο
μύθος σε αντίθεση με το παρά-μυθι, κρύβει μέσα του μία δομημένη συγκαλυμμένη
ιστορική αλήθεια. Oι αρχαίοι Έλληνες για παράδειγμα, θεωρούσαν τον κόκκινο
πλανήτη Άρη σαν θεό του πολέμου, και υπογράμμιζαν ότι δύο άτια έσερναν το άρμα
του στους Ουρανούς, δίνοντας τους το όνομα «φόβος» και «Δείμος»,
μέχρι που το 1877 ξανακάλυψε ο Άσαφ Χώλλ τους δορυφόρους του Άρη. Χαρακτηριστικό
γνώρισμα του μύθου είναι ότι ενώ το κύριο σώμα του είναι γνωστό στο ευρύ
κοινό, ορισμένες αξιοσημείωτες λεπτομέρειές του θεωρούνται ιερές
διατηρούνται μυστικές και ανακοινώνονται μόνο σε ένα περιορισμένο κύκλο μυστών
και μόνο κατά τη διάρκεια της μύησης.
Ο
Στράβωνας ακολουθώντας τον Ηράκλειτο αναφέρει ότι :
«..η απόκρυψη στα Μυστήρια μιμείται τη φύση,
η οποία απεχθάνεται την έκδηλη παρουσίαση».
Ο
νεοπλατωνιστής Σερήνος Σαλλούστιος μας αποκαλύπτει για τους μύθους:
«...Αξίζει
να εξετάσουμε, λοιπόν, γιατί οι παλαιοί εγκατέλειψαν τα δόγματα και
χρησιμοποίησαν τους μύθους. Και το πρώτο όφελος που έχουμε από τους μύθους
είναι ότι πρέπει να αναζητούμε να μην αφήνουμε το Νου μας να μένει αργός.
Ότι οι μύθοι είναι θεϊκοί φαίνεται από εκείνους που τους χρησιμοποίησαν. Τους
μύθους χρησιμοποίησαν θεόληπτοι ποιητές, οι καλύτεροι των φιλοσόφων, όσοι
θέσπισαν μυστήρια και οι ίδιοι οι Θεοί στους χρησμούς.
Το
γιατί όμως οι μύθοι είναι θεϊκοί πρέπει να το ερευνήσει η Φιλοσοφία. Επειδή
κάθε όν χαίρεται με ό,τι είναι όμοιό του και αποστρέφεται
τα ανόμοια του, πρέπει και οι ιστορίες για τους Θεούς να είναι
όμοιες με τους Θεούς, ώστε να γίνουν άξιες της θεϊκής ουσίας και να γίνουν οι
Θεοί ευμενείς προς εκείνους που τις διηγούνται: τούτο θα επιτευχθεί
μόνο με τους μύθους. Οι μύθοι παρουσιάζουν τους ίδιους και
την αγαθότητα των Θεών -σύμφωνα πάντα με τον διαχωρισμό ανάμεσα στο ρητό και το
άρρητο, το αφανές και το φανερό, το σαφές και το κρυφό. Εφόσον, όπως ακριβώς οι
Θεοί έχουν κάνει κοινά για όλους τα αγαθά των αισθήσεων, τα αγαθά όμως της
νόησης τα έχουν δώσει μόνο στους σοφούς, έτσι και οι μύθοι λένε σε όλους ότι
υπάρχουν οι Θεοί, αλλά ποιοί είναι αυτοί και ποιες οι δυνάμεις τους
το φανερώνουν μόνο σε εκείνους που μπορούν να το κατανοήσουν.
Παρουσιάζουν
επίσης και τις ενέργειες των Θεών. Διότι μπορούμε να ονομάσουμε και τον Κόσμο
Μύθο, όπου σώματα και πράγματα είναι ορατά, αλλά ψυχές και νόες είναι κρυφοί.
Επιπλέον, αν θέλεις να διδάξεις σε όλους την αλήθεια για τους Θεούς, από τη μια
οι ανόητοι θα την περιφρονήσουν επειδή δεν είναι σε θέση να την κατανοήσουν,
από την άλλη οι καλοί θα την βαρεθούν. Ενώ αν κρύψεις την αλήθεια με τους
μύθους, αποτρέπεις την περιφρόνηση των ανοήτων και αναγκάζεις τους καλούς να
ασκήσουν Φιλοσοφία. Γιατί όμως οι μύθοι μιλούν για μοιχεία, κλοπές και δέσμιους
πατέρες και όλες τις άλλες ανοησίες; Μήπως είναι αυτό αξιοθαύμαστο, καθώς μέσω
της φαινομενικής ανοησίας η Ψυχή αισθάνεται αμέσως ότι τα λόγια είναι
προκαλύμματα και πιστεύει ότι η αλήθεια είναι ένα μυστήριο;».
Ο Μωυσής Μαϊμονίδης (Mosheh ben Maimon,
1138-1204 μ.χ ) αναφέρει σχετικά,
με τις αλληγορίες και τα συγκεκαλυμμένα μηνύματα που κρύβουν τα αρχαία κείμενα:
«..Δεν
πρέπει κανείς να ακούει ούτε να παίρνει κατά γράμμα ότι είναι γραμμένο στα
βιβλία της δημιουργίας, ούτε να έχει ιδέες σαν κι αυτές που έχει το κοινό,
αλλιώς οι αρχαίοι σοφοί μας δεν θα μας συμβούλευαν με τόση φροντίδα να κρύβουμε
το νόημα τους και να μην σηκώνουμε καθόλου το αλληγορικό πέπλο που κρύβει τις
αλήθειες που περιέχει. Όταν αυτό το έργο το παίρνεις κατά γράμμα σου δίνει τις πιο
παράλογες και εκτός πραγματικότητας ιδέες για την θεότητα.
Οποιοσδήποτε
όμως ήθελε να μαντέψει την αληθινή έννοια, πρέπει να αποφύγει πολύ να την
κοινολογήσει. Είναι ένα απόφθεγμα που μας το επαναλαμβάνουν όλοι οι σοφοί
μας, προ παντός για τις βαθιές έννοιες που περιέχει το έργο των έξι ημερών.
Είναι δυνατόν είτε μόνος του είτε με την βοήθεια των φώτων ενός άλλου κάποιος
να φτάσει μέχρι να μαντέψει το νόημα. Τότε πρέπει να σιωπά ή και αν μιλήσει να
μιλάει καλυμμένα, όπως κάνω εγώ, αφήνοντας τα υπόλοιπα να τα μαντέψουν σε
εκείνους που μπορούν να με ακούσουν».
Παραβολές
χρησιμοποιούσε όπως είναι γνωστό και ο Ιησούς, και όταν οι
μαθητές του τον ρώτησαν για λόγο που τις χρησιμοποιεί
απάντησε: «Γιατί σε εσάς έχει αποκαλυφθεί το βασίλειο των ουρανών ,
ενώ σε αυτούς ακόμα όχι, γιατί ενώ έχουν μάτια δεν βλέπουν, και ενώ έχουν αφτιά
δεν ακούν..».
Στην
μυητική διαδικασία των μυστήριων χρησιμοποιούσαν ένα είδους θείου
δράματος , πλούσιο από εικόνες της θεότητας διάμεσο του οποίου
ερχόταν ο άνθρωπος σε επαφή με την θεία του αρχή. Είναι ιστορικά αποδεδειγμένο
ότι η δημιουργία του θεάτρου οφείλεται στις μυστηριακές τελετές. Μέσα από
τις θεατρικές παραστάσεις προσπαθούσαν να διεγείρουν συγκεκριμένα
συναισθήματα από τους συμμετέχοντες θεατές. Με τις μυστηριακές τελετές οι
άνθρωποι αποκτούσαν ένα μέσο για να περάσουν σε ένα ανώτερο επίπεδο αντίληψης.
Ανυψώνονται
από επίπεδο σε επίπεδο και επικοινωνούσαν με τον θείο σπινθήρα που
έκρυβαν και κρύβουν μέσα τους. Αυτό που οι πρόγονοι μας αποκαλούσαν «δαιμόνιο».
Αυτή η διαδικασία ήταν η μύηση. Η διεύρυνση δηλαδή της
συνείδησης, και η προσέγγιση των θειικών όψεων που κρύβει μέσα του
ο άνθρωπος. Μία διεύρυνση στην οποία ο δόκιμος, συμβολικά δηλαδή,
ψυχολογικά και σωματικά, «πέθαινε», για να αναγεννηθεί. Kατά τη
διάρκεια της μύησης γεγονότα τρομακτικά τα οποία σχετίζονται με το δέος που
προκαλεί η ίδια η επικοινωνία με το θείο. Όπως λέει και ο τελευταίος
μεγάλος ιερέας των Δελφών ο Πλούταρχος:
«..Τη
στιγμή του θανάτου η ψυχή δοκιμάζει μία εμπειρία παρόμοια με εκείνη που
δοκιμάζουν αυτοί που έχουν υποβληθεί σε μεγάλες μυήσεις... Αρχικά υπόκειται
κανείς σε απροσδιόριστες περιπλανήσεις και σε επίπονες περιφορές, περνάει μέσα
από τρομακτικά και σκοτεινά μονοπάτια που δεν έχουν διέξοδο. Αλλά ξαφνικά προς
το τέλος, όλα αυτά τα τρομερά πράγματα, ο πανικός και το ρίγος και ο ιδρώτας
και η έκπληξη εξαφανίζονται και ένα θαυμάσιο φως έρχεται να σε προϋπαντήσει.
Εμφανίζονται καθαροί πια τόποι και ευχάριστοι λειμώνες, με μουσική και χορούς
και τελετουργίες, με θείους λόγους και ιερά οράματα. Εκεί λοιπόν ο μυημένος,
τέλειος πια, (εξ αιτίας της εξοικείωσης μέσω της ανάμνησης της μυήσεώς του)
απαλλαγμένος και απελευθερωμένος από όλα τα δεσμά περιφέρεται στεφανωμένος και
πανηγυρίζει με τους άλλους ιερούς και αγνούς μυσταγωγούς».
Τα
μυστήρια είχαν πάντοτε ως σκοπό να αποκαλύψουν την τέλεια διδασκαλεία υπό
τριπλή αντίληψη, δηλαδή των αισθήσεων, της ψυχής και του πνεύματος.
Δηλαδή σκοπό να λάμψει το Αόρατο πίσω από το ορατό, και η αλήθεια πίσω
από το σύμβολο.
Μέσα
από τις περιπέτειες των ηρώων και την ιδέα της αναζήτησης καλύπτεται
μία παγκοσμιότητα, είτε σαν τον μύθο του Αγίου δισκοπότηρου και των
Ιπποτών του βασιλιά Αρθούρου, είτε σαν Οδύσσεια ή Αργοναυτική εκστρατεία.
Η μάνα Γη για παράδειγμα αποτέλεσε για όλους τους αρχαίους λαούς το
Σύμβολο της ύλης, της μήτρας του ανθρώπου. Μέσα από το πέρασμα των
αιώνων το σύμβολο αυτό εξυψώθηκε, απέκτησε διαφορετική διάσταση και
σήμερα είναι η μητέρα του Χριστού , του Βούδα, του Κρίσνα, κλπ. Σε όλες
τις αρχαίες κοσμογονίες η μητέρα Γη γονιμοποιείται από τον Ουρανό-Πατέρα για να
δώσει ζωή. Το θεϊκό ζευγάρι για τους Έλληνες ήταν ο Ουρανός και η Γαία, για
τους Αιγυπτίους Σέμπ και Νούτ, για τους Ιάπωνες Ιζανάμι και
Ιζανάγκι , τα ονόματα απλώς αλλάζουν.
Απόσπασμα από το βιβλίο μου " Η χαμένη Κιβωτός της Αρχαίας
Ελληνικής Φιλοσοφίας και των Μυστηρίων', εκδόσεις Γεωργιάδης (2003).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου