Ο
Πλωτίνος προτρέπει τον άνθρωπο προς τη σιωπή και την απομόνωση, στην αναχώρηση
και την ησυχία. Όπως ο Πλάτων, έτσι κι αυτός θεωρεί τη φιλοσοφία ως άσκηση και
προετοιμασία για το θάνατο. Ο Κλήμης ο
Αλεξανδρεύς,αναφέρει σχετικά πως :
«Η φιλοσοφία προετοιμάζει την ψυχή για την
αποκαλυφθείσα θεολογία… Οι μορφωμένοι και ώριμοι χριστιανοί αναπόφευκτα
επιζητούν μια αντίληψη ανώτερη από αυτή της κατηχήσεως, και σε αυτήν την
προοδευτικότερη θεολογία περιλαμβάνεται απαραιτήτως η φιλοσοφία….»
Ο
Γρηγόριος ο Νύσσης συχνά παραφράζει, και
μια φορά παραθέτει ακριβώς το απόσπασμα από τον Φαίδωνα του Πλάτωνος, κατά το
οποίο «το έργο του φιλοσόφου είναι να ελευθερώσει την ψυχή από το σώμα».
Σύμφωνα
με τον Πλάτωνα :
«Όσο
ζούμε, όπως φαίνεται, θα πλησιάζουμε κατά το δυνατόν τη γνώση, αν δεν ζούμε
προσκολλημένοι στο σώμα ούτε επικοινωνούμε μαζί του, παρά μόνον κατ’ ανάγκην,
μήτε να είμαστε γεμάτοι από την υλική φύση του, αλλά να μένουμε καθαροί απ’
αυτό, μέχρι να μας απαλλάξει από αυτό ο Θεός ο ίδιος. Και έτσι καθώς θα
απαλλαγούμε από την ανικανότητα του σώματος, όπως είναι φυσικό, θα βρεθούμε
μαζί με τέτοιες αλήθειες και μόνοι μας θα γνωρίσουμε όλη την αντικειμενική
πραγματικότητα».
Αληθινή
ζωή, για τον Γρηγόριο τον Νύσση, είναι η οδός του «θνήσκειν», γιατί σ’ αυτόν
τον κόσμο είναι αδύνατο να μοιάσεις πλήρως με τον Θεό ή να κοινωνήσεις πλήρως
μαζί Του. Μόνο σπάνιες και σκόρπιες ακτίνες από το βασίλειο του φωτός μπορούν
να μας φθάσουν εδώ. Ο Γρηγόριος συχνά πλησιάζει τον Πλάτωνα ονομάζοντας το σώμα
φυλακή. Φαίνεται ότι ο Γρηγόριος ενσωματώνει συνειδητά πολλά στοιχεία του
Πλατωνισμού μέσα στη φιλοσοφία του.
Δεν
βλέπει τίποτε το εκπληκτικό ή παραπλανητικό στο γεγονός ότι οι Έλληνες
φιλόσοφοι μπόρεσαν να αναπτύξουν την τεχνική της ασκητικής ζωής ή ότι ήταν
ενήμεροι για τις φυσικές μεθόδους σκέψεως και τους φυσικούς νόμους της ψυχής. Η άμεση γνώση του Θεού συνίσταται στην ενόραση
και επιτυγχάνεται όχι με τη λογική νόηση αλλά με το συναίσθημα. Πρόκειται
δηλαδή περί της μυστικής θεωρίας του Θεού, που συναντάμε στον Φίλωνα και τον
Πλωτίνο.
Προϋπόθεση αυτής είναι η νέκρωση των αισθήσεων, η απαλλαγή από τις
εντυπώσεις του αισθητού κόσμου, η οποία οδηγεί στη συγκέντρωση.
Ο άγιος
Γρηγόριος Νύσσης περιγράφει την μυστική εμπειρία ως ξύπνημα από το σώμα ή
ανάβαση σε παρατηρητήριο, ως συνείδηση της θείας παρουσίας, απόκτηση της ιδιότητας
του θεϊκού φωτός και ταύτιση με αυτό το οποίο αντιλαμβάνεται.
O
Ωριγένης αναφέρει σχετικά : «Συχνά μάρτυς μου ο Θεός, αισθάνθηκα τον
Νυμφίο να με πλησιάζει και να βρίσκεται μαζί μου, όσο μπορεί να συμβεί αυτό, ύστερα
εξαφανιζόταν ξανά και δεν μπορούσα να βρω εκείνο που ζητούσα».
Ο Άγ.
Διονύσιος ο Αεροπαγίτης: «Άφησε τις
αισθήσεις και τις εργασίες του νου, και όλα όσα οι αισθήσεις και ο νους μπορούν
να διακρίνουν, και όλα όσα δεν υπάρχουν και όσα υπάρχουν• και μεσ' από την
αγνωσία πλησίασε, όσο αυτό είναι δυνατό, την ταυτότητα μ' αυτόν που είναι πέρα
από κάθε ύπαρξη και γνώση. Μ' αυτό τον τρόπο, με μιαν ασυμβίβαστη, απόλυτη και
καθαρή αποδέσμευση από τον εαυτό σου και απ' όλα τα πράγματα, ξεπερνώντας όλα
τα πράγματα και απαλλαγμένος απ' όλα, θα οδηγηθείς προς τα πάνω, προς αυτή τη
λαμπρότητα του θείου γνόφου που είναι πάνω από κάθε ύπαρξη…
..Μπαίνοντας στο
γνόφο που υπερβαίνει την κατανόηση, θα βρεθούμε σε μια κατάσταση όπου όχι μόνο
δεν θα μπορούμε να πούμε πολλά, αλλά θα είμαστε σε τέλεια αγνωσία…
..Αδειανός
απ' όλες τις γνώσεις, ο άνθρωπος ενώνεται στο υψηλότερο μέρος του εαυτού του,
όχι με κάποιο δημιούργημα, ούτε με τον εαυτό του, ούτε με κανέναν άλλο, αλλά με
τον Ένα που είναι τελείως ακατάληπτος και μη ξέροντας τίποτε, γνωρίζει μ' έναν
τρόπο που ξεπερνάει την κατανόηση.»
Ας δούμε
πως περιγράφει, την εκστατική αυτή στιγμή ο Πλωτίνος :
«Πολλάκις
αφυπνισθείς από την κατάσταση στην οποία βρισκόμουν μέσα στο σώμα μου και
εισελθών στον ίδιο τον αυτόν μου, αποξενώνομαι από κάθε τι άλλο. Μέσα στο
εσώτερο είναι μου βλέπω μία θαυμάσια ομορφιά, που με πείθει για την υπέροχη
μοίρα που με αναμένει. Η δραστηριότητα του πνεύματος μου βρίσκεται στο ύψιστο
σημείο. Είναι ένα με τον Θεό, εδράζομαι σε αυτόν ευρισκόμενος υπεράνω κάθε
νοητου. Έπειτα όμως, από την ανάπαυση μου σε αυτόν, αφού κατεβώ στον χώρο του
λογισμού και η ψυχή μου επανεισέλθει στο σώμα, απορώ πως "πότε και
νύν" ήταν δυνατόν να κατέλθω, και πως η ψυχή μπορούσε να εισέλθει στο
σώμα, αφού είναι αυτή που μου αποκαλύφθηκε (κατά την έκσταση μου...)
...Δεν είναι γνωστό από πού ήρθε το φως, από έξω ή από μέσα.. Ηταν λοιπόν μέσα και ωστόσο όχι μέσα. Δεν πρέπει να ερωτηθεί από πού ήρθε: δεν υπάρχει ένα «από πού», επειδή ούτε ήρθε ούτε έφυγε, αλλά εμφανίστηκε και εξαφανίστηκε. Γιαυτό δεν είναι ανάγκη να το εξαναγκάσει, αλλά πρέπει να περιμένει σιωπηλός έως ότου εμφανιστεί και να προετοιμαστεί για να το δει, όπως το βλέμμα περιμένει την ανατολή του ήλιου».
Σύμφωνα με τον Απόστολο Παύλο, η «θεογνωσία», δεν γίνεται «εν διδακτοίς ανθρωπίνοις σοφίας λόγοις,
αλλ’ εν διδακτοίς Πνεύματος αγίου», δηλαδή
όχι μέσω της Φιλοσοφίας και της επίκτητης γνώσης, αλλά με την χάρη του αγίου
πνεύματος. Όσοι καταξιώνονται να βλέπουν την «θεοφάνεια» γίνονται και μέτοχοι
σ’ αυτό το «θεουργό φως», το οποίο ως θεότητα, που είναι, τους θεοποιεί
χαρισματικώς . Αυτό το «θείο φως» είναι το «θεοποιό δώρο».
Γι’ αυτό και λέγεται, ότι η «θέωση» είναι ουσιώδης ενέργεια του Θεού. Άλλωστε, αν η «θέωση» προέρχεται από φυσική δύναμη του ανθρώπου που τίθεται σε ενέργεια, τότε οι θεούμενοι άγιοι δεν φθάνουν πάνω από τη φύση τους, ούτε γεννιούνται από τον Θεό, ούτε είναι Πνεύμα, ως γεννημένοι από το Πνεύμα.
Γι’ αυτό και λέγεται, ότι η «θέωση» είναι ουσιώδης ενέργεια του Θεού. Άλλωστε, αν η «θέωση» προέρχεται από φυσική δύναμη του ανθρώπου που τίθεται σε ενέργεια, τότε οι θεούμενοι άγιοι δεν φθάνουν πάνω από τη φύση τους, ούτε γεννιούνται από τον Θεό, ούτε είναι Πνεύμα, ως γεννημένοι από το Πνεύμα.
Ο Θεός, ενώ είναι αμέθεκτος, αόρατος και άϋλος, γίνεται μεθεκτός κατά
υπερφυσικό τρόπο, χωρείται, διαφαίνεται και γίνεται κατά την «θεοπτία» ένα Πνεύμα
με εκείνους, που τον συναναστρέφονται με καθαρή καρδιά. Η «θέωση»,
ως δωρεά του Αγίου Πνεύματος, ταυτίζεται με την βασιλεία του Θεού…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου