«Και όταν έρχεται η άνοιξη, χαρά δίνουν στον Διόνυσο, ερεθίσματα χορών μ’ ωραίες φωνές και μουσική βαρύβροντη με αυλούς».
Αριστοφάνη,
Νεφέλες, στ. 311-313
Οι απόκριες ως γνωστόν έχουν τις ρίζες τους στην αρχαία Ελλάδα καθώς συνδέονται άμεσα µε την λατρεία του Θεού Διονύσου. Η Αγγλική λέξη «carnival», προέρχεται από το Λατινικό «carnem levare» ή «carnis levamen», που σημαίνει τη «διακοπή της βρώσης κρέατος». Στα Ελληνικά το λατινογενές Καρναβάλι ταυτίζεται με τη λέξη «απόκρεω ή αποκριά», και έχει ακριβώς την ίδια ερμηνεία. Η λέξη «Τρι – ωδιο» επίσης προέρχεται από τις Διονυσιακές εορτές, καθώς έχει κοινή ρίζα με τη λέξη «Τραγωδία» - «Τράγος» καί «Ωδή», (ύμνος προς τιμήν των Τράγων – Διονυσιακές τελετές).
Στο τελείωμα του χειμώνα, περιμένοντας τα πρώτα σημάδια της άνοιξης, οι Αθηναίοι τιμούσαν με πολλή χαρά και κάθε επισημότητα τον θεό Διόνυσο. Προς τιμήν του διοργάνωναν τα «εν Άστει ή Μεγάλα Διονύσια». Στα πλαίσια δυο μεγάλων θρησκευτικών εορτών, στα «Διονύσεια ἐν ἄστει», και στα «Λήναια», αφιερωμένων στη λατρεία του Διονύσου, του κατεξοχήν θεού της δραματικής τέχνης, διεξάγονται οι δραματικοί αγώνες. Εκεί και μόνο εκεί μπορούσε κάποιος να παρακολουθήσει θέατρο, με το δραματικό θέαμα στενά συνδεδεμένο με τις υπόλοιπες τελετουργίες
Στα Μεγάλα Διονύσια, τα «ἐν ἄστει», για τα οποία διαθέτουμε και περισσότερες πληροφορίες, έχουμε τρεις ίσως και τέσσερεις πομπές, με πρώτη τη μεταφορά του ειδώλου του θεού από το τέμενός του κάτω από την Ακρόπολη στις Ελευθερές, όπου πραγματοποιούσαν θυσία σε βωμό και έψελναν ύμνους. Ακολουθεί η εἰσαγωγή, η επιστροφή του ειδώλου υπό το φως των πυρσών στην πόλη, ως ανάμνηση της αλλοτινής άφιξης του θεού και αναπαράσταση της εισαγωγής και εγκαθίδρυσης της Διονυσιακής λατρείας στην αρχαία Αθήνα, τελετουργία που πιθανότατα ανάγεται στην αρχαιότατη περίοδο της εορτής.
Με αυτή την τελετουργία διασφαλίζεται η παρουσία του θεού και την επόμενη μέρα ακολουθεί χαρμόσυνη πομπή εντός της πόλης, όπου συμμετέχει ενεργά μεγάλο τμήμα του λαού, συνοδεία χορών και σατιρικών τραγουδιών, με προσφορές που μεταφέρονται σε χρυσά κάνιστρα και τους εορταστές να κρατούν τεράστιους φαλλούς, οδηγώντας έναν ταύρο και άλλα ζώα για θυσία στο ναό του Διονύσου του Ελευθερέα
Η σχέση τραγωδίας και Διονυσιακής λατρείας αντικατοπτρίζεται και στις προσπάθειες να εντοπιστεί η ετυμολογία της λέξης τραγωδία είτε ως τραγούδι που έψαλαν κατά τη θυσία τράγου, είτε ως άσμα με βραβείο τον τράγο, είτε από το χορό αντρών με στολή τράγου. Κατά αναλογία η ετυμολογία της λέξης κωμωδίας ως τραγούδι του κωμού, μιας θορυβώδους πομπής μεθυσμένων ανδρών που την χαρακτηρίζουν οι προσβολές, ο χλευασμός, η τολμηρή βωμολοχία και η σάτιρα, αποτελεί μονόδρομο που μας οδηγεί στη λατρεία του Διονύσου, του αγαπημένου θεού που κυριεύει με το ζυμωμένο χυμό του σταφυλιού, το συναισθηματικό κόσμο των ανθρώπων.
Στην αρχαιότητα, η Διονυσιακή λατρεία άρχισε στη Θράκη και απλώθηκε σε ολόκληρη την Ελληνική επικράτεια. Κυριότερα σύμβολα του Διονύσου ήταν από τα φυτά το αμπέλι και ο κισσός και από τα ζώα ο τράγος, ο ταύρος, ο πάνθηρας και ο γάιδαρος. Τα συμπληρώνει ο θύρσος, δηλαδή η ιερή ράβδος του θεού που ήταν στολισμένη με αμπελόφυλλα, κισσό και με ένα κουκουνάρι στην κορυφή, και ο φαλλός, το σύμβολο της γονιμότητας.
Ως θεός της μεταμόρφωσης σύμβολό του ήταν και το προσωπείο, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Το προσωπείο χρησιμοποιήθημε και στο θέατρο το οποίο συνδέεται με τον Διόνυσο και τις τελετές του, ως μέρος της σκευής των υποκριτών (φορεσιά, προσωπίδα, υπόδημα), ήταν το βασικό συστατικό του αρχαίου θεάτρου που υποδήλωνε το δεσμό με αρχέγονες τελετές, όπως η μάσκα του μάγου σε πολλούς πρωτόγονους λαούς. Όταν ο ηθοποιός φορούσε το προσωπείο, ταυτιζόταν με το πρόσωπο που υποδυόταν και οι θεατές αναγνώριζαν σε αυτόν, όχι τόσο τον ίδιο τον θεό, όσο το συμβολικό χαρακτήρα του.
Συχνά οι πιστοί τοποθετούσαν ένα προσωπείο που συμβόλιζε το Διόνυσο σε ψηλούς κορμούς δέντρων ή κίονες, τους οποίους έντυναν με υφάσματα. Μετά πραγματοποιούσαν γύρω από το ομοίωμα του θεού ξέφρενους χορούς και τελετουργικά δρώμενα, για να προκαλέσουν την εμφάνισή του.
Το Μάρτιο, περίπου την ίδια περίοδο που σήμερα εορτάζουμε τις Απόκριες, στην αρχαιότητα στην Αθήνα εόρταζαν τα «Ανθεστήρια», μία εορτή πρός τιμή του θεού Διόνυσου. Τα «Ανθεστήρια», ήταν ετήσια γιορτή της αναγέννησης της φύσης και γιορτή των νεκρών προς τιμή του Λιμναίου Διονύσου και του χθόνιου Ερμή.
Τελούνταν το μήνα Ανθεστηριώνα (από 18 Φεβρουαρίου - 17 Μαρτίου περίπου) και κρατούσαν τρεις μέρες. Την πρώτη ημέρα γιορτάζονταν τα Πιθοίγια. Άνοιγαν τα πιθάρια για να δοκιμάσουν το κρασί της νέας χρονιάς. Την ημέρα εκείνη καθώς και την επόμενη, οι Αθηναίοι επέτρεπαν στους δούλους να πίνουν μαζί τους.
Τη δεύτερη ημέρα γιορτάζονταν οι Χόες ή Χοές, που η ονομασία τους προέρχεται από το χούς, το ειδικό πήλινο αγγείο, που είχαν μαζί τους οι εορτάζοντες. Γινόταν η πομπική είσοδος του Διονύσου - τον οποίο υποδυόταν ο άρχων βασιλεύς - στην πόλη, πάνω σε καράβι με τροχούς.
Πάνω στο καράβι υπήρχαν μεταμφιεσμένοι ακόλουθοι του Θεού Διονύσου, Σάτυροι και Σιληνοί, που πείραζαν τον κόσμο με τις βωμολοχίες τους, δημιουργώντας κέφι και χαρά. Ο Διόνυσος ήταν ο κατ’ εξοχήν θεός των λαϊκών στρωμάτων, ο προστάτης του αμπελιού και του κρασιού, της γονιμότητας, της μεταμφίεσης, της συμμετοχής, του ξεφαντώματος, της μυστηριακής μύησης, του γλεντιού.
Οι λατρευτικές µορφές µε τις οποίες συναντάται ο Διόνυσος είναι τρεις.
Πρώτη μορφή ως θεός της βλάστησης, της γονιµότητας, των χυμών των φυτών δέντρων, της αµπελουργίας, ιδιότητα µε την οποία λατρεύεται στις εορτές της πόλης-κράτους, ενώ µε την ίδια συνδέεται και µε την λατρεία της Δήµητρας.
Η δεύτερη µορφή του είναι αυτή του θεού της έκστασης, ως θεός του κρασιού που απαλύνει τον ανθρώπινο πόνο, χαρίζοντας, ευθυμία, τη κωμωδίας, του θέατρου, της χαράς της ζωής κ. α. Με το κρασί χάριζε στους ανθρώπους την ξενοιασιά, την διασκέδαση και την χαρά της ζωής, γι’ αυτό αναφέρεται και ως «πολυγηθής». Ως αποτέλεσµα των χαρακτηριστικών του γνωρισµάτων έγινε γνωστός µε διάφορα επίθετα όπως: «Δενδρίτης», «Άνθιος», «Ευανθής», «Ανθεύς», «Κισσοχαίτης», «Κισσοφόρος», «Κισσοκόµης», που παραπέµπουν στην σχέση του θεού µε τα λουλούδια και τον κισσό.
Τέλος, λατρεύεται και µε την χθόνια ιδιότητά του, ως Ζαγρέας. Πρόκειται για τον θεό του Ορφισµού, ο οποίος παρουσιάζεται ως γιος του Δία και της Περσεφόνης. Ας εξετάσουμε τα χαρακτηριστικά αυτά πιο αναλυτικά:
Οι Διονυσιακές τελετές λάµβαναν χώρα κυρίως τη νύχτα, υπό το φώς των πυρσών με πρωταγωνίστριες τις Μαινάδες, τις ιέρεις του Διονύσου. Αυτό το χαρακτηριστικό της Διονυσιακής λατρείας σχετίζεται µε την απόδοση του λατρευτικού επιθέτου «νυκτέλιος» στον Διόνυσο. Πίνοντας κρασί έφθαναν σε ιερή μέθη και έξαψη, πιστεύοντας ότι έτσι «ακουμπούν», τον θεό ή και ταυτίζονται με αυτόν. Όσοι, αφοσιώνονταν στον θεό και τη λατρεία του και συμμετείχαν στους Διονυσιακούς χορούς, απόλυτα ελευθερωμένοι, οδηγούνταν σε όργια και εκτροπές. Ο χορός από έντονες και γρήγορες εκστατικές κινήσεις, αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισµα της Βακχικής τελετουργίας.
Εκτός από τις Μαινάδες, ο Διόνυσος συνοδευόταν πάντοτε από την ακολουθία των «μαινόμενων» πιστών του. Πρόκειται για τους Σιληνούς και τους Σατύρους, δαίμονες της υπαίθρου, οι οποίοι εκπροσωπούσαν τις δυνάμεις της γονιμότητας της φύσης.
Οι Μαινάδες φόραγαν την «νεβρίδα», ένα είδος στολής, φτιαγµένη από δέρµα ελαφίνας. Την νεβρίδα την φορούσαν τοποθετώντας την στους ώµους και δένοντας τα άκρα του ζώου στο στήθος τους. Ωστόσο την φορούσαν επίσης δένοντας τα άκρα του ζώου γύρω από τον λαιµό τους ή στον ώµο.
Αναφέρεται επίσης και η «µίτρα», ένα είδος κορδέλας, η οποία αποτελούνταν από µία ταινία ή έναν φιλέ και τυλίγονταν γύρω από το κεφάλι. Θεωρείται στοιχείο της γυναικείας ένδυσης, αλλά φαίνεται ότι η χρήση του στις Διονυσιακές τελετές δεν ήταν αποκλειστικά γυναικεία. Η µίτρα ως στοιχείο της Διονυσιακής τελετουργικής ενδυµασίας µαρτυρείται σε αγγεία του 5ου και εξής αι. π.Χ, όπου είτε ο ίδιος ο Διόνυσος είτε οι πιστοί του απεικονίζονται να φορούν την µίτρα.
Σύµφωνα µ’ ένα τελετουργικό έθιµο οι Μαινάδες έπλεκαν στα µαλλιά τους φίδια. Το έθιµο έχει τις ρίζες του στην σύνδεση του µύθου της γέννησης του Διονύσου µε τους δράκοντες, καθώς και στην κατάταξη του φιδιού στα ζώα που σχετίζονται µε την Διονυσιακή λατρεία. Στον θίασο των Μαινάδων δεν επιτρεπόταν η παρουσία άντρα, εναντίον των οποίων µάλιστα υπήρξαν εχθρικές, όταν οι τελευταίοι τις εδίωκαν.
Τα τύµπανα αποτελούν ένα από τα σύµβολα της βακχείας. Το χτύπηµα των τυµπάνων από τις Μαινάδες αποτελεί χαρακτηριστικό τελετουργικό στοιχείο. Ο αλαλαγµός του θεού αποτελεί αναγνωριστικό στοιχείο για τις µυηµένες στην λατρεία του. Έτσι µόλις αναγνωρίσουν την φωνή του και σε κατάσταση µανίας προβαίνουν στην τέλεση των εντολών του θεού. Η µανία, η οποία εµφυσήθηκε σ’ αυτές, τις προσθέτει υπερφυσικές δυνάµεις.
Η ταραχή και ο θόρυβος που κατ’ εξοχήν συνοδεύουν τις Διονυσιακές επιφάνειες, αποτελούν την έκφραση της Διονυσιακής έκστασης, ωστόσο µαρτυρούνται και στις επιφάνειες άλλων θεοτήτων. Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί η Άρτεµις, η Μεγάλη Μητέρα και η Δήµητρα. Πέρα από το «Βρόµιος», ο Διόνυσος είναι γνωστός ως «ερίβροµος» και ως «εριβόας», επίθετα που παραπέµπουν εξίσου σε θορυβώδες ηχητικό υπόβαθρο.
Συχνή είναι και η χρήση του προσωνύµιου «Βάκχος», που αποδίδεται ως λατρευτικό επίθετο στον Διόνυσο, καθώς και του προσωνύµιου «Εὔιος», που προέρχεται από την λατρευτική κραυγή των βακχών «εὐοῖ». Το επίθετο «Βάκχος», υπήρξε τόσο χαρακτηριστικό της λατρείας του θεού, που κατέληξε να χρησιµοποιείται ως κύριο όνοµα δηλωτικό του ίδιου του Διονύσου. Το όνοµα «Ζαγρέας» συνδέεται επίσης µε τον Διόνυσο κυρίως κατά την Ελληνιστική εποχή.
Ο εκστατικός χαρακτήρας των τελετών βρισκόταν κάτω από ένα τυπικό τελετουργικό. Πρώτα άρχισαν να κινούν εκστατικά τους θύρσους και να φωνάζουν «Ίακχε». Ο Ίακχος ήταν µία θεότητα των Ελευσινίων, µε την οποία ταυτιζόταν ο Διόνυσος.
«Δυο πρόσωπα», αναφέρει ο Ευριπίδης στις Βάκχες (στ. 274-285) «είναι τα πιο σημαντικά στον κόσμο: η θεά Δήμητρα - είναι η γη, πες την με όποιο όνομα εσύ θέλεις - το ένα, κι αυτή με τα ώριμα καρπίσματά της τρέφει τους θνητούς• το άλλο αυτός που ήρθε αργότερα• ο γιος της Σεμέλης ο Διόνυσος βρήκε κι έφερε για τους θνητούς το υγρό πιοτό του σταφυλιού».
Στα Ελευσίνια μυστήρια, ο Διόνυσος είναι ο Οίνος, ενώ η Δήμητρα είναι ο Άρτος (ο σίτος είναι το έμβλημα της θεάς). Ο Οίνος συμβολίζει την πνευματική ζωή. Ο Διόνυσος είναι ο θεός του κρασιού και της έκστασης. Το κρασί είναι το αποτέλεσμα μίας φυσικής ζύμωσης των σταφυλιών, έτσι και το πνεύμα αποτελεί την πνευματικοποίηση της ύλης Την πνευματικότητα ή την πνευματική γνώση, η οποία προκύπτει μέσα από την υλική γήινη ύπαρξη. Όταν η ύλη εμβαπτισθεί στον Οίνο, στο Πνεύμα, καθαγιάζεται. Οι δύο λατρείες, Δήμητρας και Διονύσου, είχαν συγχωνευθεί στα Ελευσίνια Μυστήρια.
Η λέξη «όργια» χρησιµοποιήθηκε εκτενώς για τις Διονυσιακές τελετές και είναι δηλωτική του υπερβολικού, εκστατικού και οργιαστικού χαρακτήρα της λατρείας του Διονύσου. Τα όργια του θεού είναι γνωστά από την αρχαία Ελληνική λογοτεχνία και τέχνη, ήδη από τους κλασικούς χρόνους. Ο θεός έχει την ικανότητα να ελευθερώσει τους ανθρώπους όχι µόνο από τα ψυχικά δεσµά µέσω του κρασιού, αλλά και από τα φυσικά δεσµά. Σ’ αυτήν την ιδιότητα του θεού, αναφέρεται το λατρευτικό επίθετο «Λύσιος» που του έχει αποδοθεί.
Ένα άλλο σύμβολο της Διονυσιακής λατρείας, είναι ο «Θυρσός», για τον οποίο έγινε πρόσφατα σχετική ανάρτηση, ένα ραβδί που στην άκρη του κρέµεται ένα κουκουνάρι στερεωµένο µε µίσχο µάραθου. Τον θύρσο κρατούσαν στο χέρι οι βακχεύοντας και επιδίδονταν σε τελετουργίες προς τιµήν του θεού.
Στις Διονυσιακές τελετές συναντούμε επίσης το φαινόµενο της ωµοφαγίας, το οποίο προέρχεται από τον µύθο του διαµελισµού του Διονύσου από τους Τιτάνες. Προς ανάµνηση αυτού του µύθου οι µυηµένοι επιδίδονταν σε ωµοφαγικές πράξεις, όπως το κυνήγι ζώων, ο διαµελισµός τους και η βρώση ωµού κρέατος κατανάλωση κρασιού. Κατά την διάρκεια της ωµοφαγίας οι µυηµένοι βρίσκονταν σε απόλυτη ένωση µε τον θεό, όχι µόνο αναπαράγοντας συµβολικά τον µύθο, αλλά και ουσιαστικά, καθώς πίστευαν ότι ο ίδιος ο Διόνυσος βρίσκεται στο ωµός κρέας και το κρασί που καταναλώνουν.
Πηγές :
Ο Θεός Διόνυσος, Harrison, Jane, εκδόσεις Ιάμβλιχος
Θρησκειολογικές αναφορές στις «Βάκχες» τυ Ευριπίδη Δήμητρα Δ. Σκέπη, μεταπτυχικαή εργασία Α.Π.Θ
Προσωπίδες και προσωπιδοφόρια (Από τις γιορτές του Διονύσου μέχρι τα σημερινά αποκριάτικα δρώμενα, Χρήστος Σ. Ζάλιος
Από την Διονυσιακή λατρεία στην Θεατρική πράξη, Υπουργείο Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς Διεύθυνση Μουσείων
Αρχαίο Ελληνικό θέατρο, Νικόλαος Τσαμπούκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου